Κάποτε, πριν από 20 ή 30 χρόνια, το να είσαι πρωθυπουργός ήταν µια «δουλειά» αυξηµένης ευθύνης και δηµόσιων υποχρεώσεων.

Η ανταπόκριση όµως στην πίεση του αξιώµατος βρισκόταν σε σχέση µε την καθηµερινότητα ενός κοινοβουλευτικού. Στους πρωθυπουργούς τα µεταπολεµικά χρόνια µπορεί να τύχαιναν µία ή δύο µεγάλες κρίσεις σε ολόκληρη τη θητεία τους. Πραγµατοποιούσαν 4-5 επίσηµες επισκέψεις τον χρόνο, ενώ δέχονταν άλλους 4-5 επισκέπτες ετησίως. Τα ζητήµατα εξωτερικής πολιτικής και τα οικονοµικά πάντα προκαλούσαν µια πίεση, αλλά ήταν µέρος µιας φυσιολογικής συνέχειας στο ύψιστο, από πλευράς ευθυνών, εκτελεστικό αξίωµα της χώρας. Οι «θεοµηνίες» επίσης είχαν συχνότητα που µετρούσε µε τετραετίες ή και οκταετίες. Τα τελευταία περίπου 15 χρόνια το να είσαι πρωθυπουργός είναι µια δοκιµασία. Πολιτική, διαχειριστική, ψυχολογική, υπαρξιακή, σωµατική.

Οι κρίσεις από την ώρα που αναλαµβάνεις µέχρι την ώρα που παραδίδεις τα «κλειδιά» του Μεγάρου Μαξίµου είναι αλλεπάλληλες, καθηµερινές, απρόβλεπτες, καθοριστικές για την ελληνική πραγµατικότητα. Την εποχή των µνηµονίων και της δηµοσιονοµικής καταστροφής όλοι µιλούσαν για έκτακτες, πιεστικές συνθήκες. Αλλά στην περίπτωση, για παράδειγµα, του κ. Κ. Μητσοτάκη, που ανέλαβε το 2019, οι συνθήκες θα πρέπει να θεωρηθούν και για την Ελλάδα φυσιολογικές. Οµως οι µεγάλες κρίσεις, όπως η πρωτόγνωρη σε ορίζοντα αιώνα, της πανδηµίας, ο απρόβλεπτος πόλεµος στην Ουκρανία, οι διαδοχικές θεοµηνίες που έχουν εξελιχθεί σε ακραία καιρικά φαινόµενα, συνδεδεµένα ενδεχοµένως µε την κλιµατική αλλαγή, είναι µια καθηµερινότητα.

Πέραν από το αξίωµα του πρωθυπουργού, εντελώς διαφορετικά είναι και τα ζητούµενα από τους κοινοβουλευτικούς που αναλαµβάνουν τον πολιτικό συντονισµό των υπουργείων. Κάποτε ήταν «δώρο» το να αναλαµβάνεις την ευθύνη ενός τοµέα κυβερνητικού έργου. Ή, µε πιο ελληνικούς όρους, ένα κοµµάτι του κράτους ως «φέουδο». Σήµερα είναι ένα «στοίχηµα». Παλιά ο υπουργός χαιρόταν τα µεγαλεία του, έκανε τα ρουσφέτια του, τακτοποιούσε τους ανθρώπους του, είχε την ευκαιρία να αυξήσει, µέσω της προβολής στον Τύπο και τις εξυπηρετήσεις, τον αριθµό σταυρών προτίµησης που συγκέντρωνε στις εκλογές, ενδεχοµένως κάλυπτε από «φίλους» το κόστος της επόµενης και µεθεπόµενης προεκλογικής του εκστρατείας.

Την πρώτη ηµέρα µετά την ορκωµοσία πήγαινε στο γραφείο του µε την ανώτερη γραφειοκρατία και τους υπαλλήλους να «σκύβουν χαµηλά το κεφάλι στο έδαφος» στο πέρασµά του και αναλάµβανε ως «φωτεινός παντογνώστης» -παρά το γεγονός ότι µπορεί να µην είχε περάσει ούτε έξω από το υπουργείο στο προηγούµενο της ζωής του και της καριέρας του ως βουλευτή- να «σώσει το έθνος» και να επιφέρει τον ριζικό και επαναστατικό µετασχηµατισµό στη χώρα, από συστάσεώς της. Ολα αυτά επίσης ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα πλέον το να αναλάβεις υπουργείο είναι ένα ρίσκο που µπορεί να καταστρέψει την πολιτική σου προοπτική. Βρίσκεσαι στο «µάτι του κυκλώνα».

Σε κάθε κρίση που µπορεί να προκύψει στην κάθε ηµέρα, απροειδοποίητα, εσύ θα κληθείς να λογοδοτήσεις και, παρά τα επικοινωνιακά τερτίπια και µεθόδους, θα κριθείς από τα αποτελέσµατα στη διαχείριση της κρίσης. Ακριβώς, µάλιστα, επειδή στην Ελλάδα όλα ήταν θεωρία και εντυπώσεις, µε τα πρόσωπα να θέλουν να παίζουν έστω από τα πρόσκαιρα πόστα τους µε τους θεσµούς, δεν υπάρχουν δοµές. ∆εν εξελίχθηκαν οργανικά οργανογράµµατα, δεν υπάρχει αξιολόγηση στον µηχανισµό του κράτους, δεν υπάρχουν αξιωµατούχοι στη βάση της γνώσης, της εµπειρίας και της δουλειάς τους να συνδράµουν τους υπουργούς και τις κυβερνήσεις. Το µόνο που υπάρχει είναι η «κληρονοµιά» του επονοµαζόµενου «βαθέος ΠΑΣΟΚ». Κοµµατισµός, µετριοκρατία, ευνοιοκρατία και αναξιοκρατία, αµοραλισµός, διαφθορά, «αποσυναρµολόγηση», φθηνή αντιγραφή «ξένων µοντέλων», χωρίς τις αναγκαίες προσαρµογές στα δεδοµένα, τον όγκο και τις ανάγκες της Ελλάδας. Το «κράτος» αντιµετωπίζεται ως κοµµατική ιδιοκτησία, ως αντικείµενο και ευκαιρία «ιδιωτικού πλουτισµού», ως «εχθρός του λαού» για πάνω από µισό αιώνα.

Θα µπορούσαµε να χρεώσουµε τη σηµερινή «κατάσταση των πραγµάτων» στο ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να έχει τη συλλογική ευθύνη, ως «αρχιτέκτονες» και «επιβλέποντες µηχανικοί», για τη συνταγή. Για το αποτέλεσµα, όµως, έχουν συνευθύνη και όλοι οι άλλοι πολιτικοί και κοµµατικοί σχηµατισµοί που κάθισαν στα έδρανα της κυβέρνησης αλλά και της αντιπολίτευσης όλες αυτές τις δεκαετίες. Η ευθύνη για την κατάσταση της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας και του κράτους των Ελλήνων «βαραίνει» σωρευτικά τις πολιτικές ηγεσίες και τους κοινοβουλευτικούς αυτού του µισού αιώνα. ∆εν κατάφεραν να ανασχέσουν και τις περισσότερες φορές «βολεύτηκαν» και «απόλαυσαν» αυτή την πορεία προς την απόλυτη παρακµή. Να το πούµε απλά: δεν έκαναν τη «δουλειά» τους, για την οποία πληρώνονταν και έχαιραν προνοµίων από τη φορολογία και τα εισοδήµατα των Ελλήνων.

∆εν ανταποκρίθηκαν στο χρέος της ιστορίας του έθνους και της προοπτικής ευηµερίας του λαού. Σε αυτές τις ευθύνες δεν υπάρχουν δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί. Οπως οι περιουσίες των Ελλήνων που χάνονται στις πυρκαγιές, έτσι και ο φυσικός πλούτος της χώρας δεν «χωροταξείται» στη βάση της ∆εξιάς, της Αριστεράς ή του Κέντρου. Πάµε στο «σήµερα». Εχουµε πρωθυπουργό που αποδεδειγµένα αντέχει την πίεση του αξιώµατός του. Εχουµε ευχέρεια πολιτικής σταθερότητας µέχρι το 2027, µετά τις τελευταίες εκλογές. Εχουµε έναν λαό πειθαρχηµένο, που µπορεί µε συγκρότηση και σοβαρή ηγεσία να συµµετάσχει δηµιουργικά σε µια επόµενη ηµέρα για το κράτος και τη χώρα. Από εκεί και πέρα όλα και όλοι είναι αναλώσιµοι. Οσοι είναι ικανοί και αποφασισµένοι ας µείνουν.

Οσοι… µπορούν. Για τους άλλους, «καληνύχτα και καλή τύχη».

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 26/8