ΜΕΧΡΙ ΠΡΙΝ από ελάχιστες δεκαετίες η Ελλάδα ήταν γνωστή στη διεθνή διπλωματία ως μια χώρα φοβική και αδρανής στη στρατηγική της, ασχέτως κυβερνήσεων. Είχε μόνιμο πρόβλημα ως προς τις ζώνες κυριαρχίας και οικονομικής ευθύνης με την Τουρκία, αλλά και το καθεστώς κατοχής της Β. Κύπρου από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η Ελλάδα ούσα παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ και στην πρώτη δεκάδα χωρών-μελών του «κλαμπ» της Ευρώπης ποτέ δεν αναλάμβανε ουσιαστικές πρωτοβουλίες ή δεν συμμετείχε σε στρατιωτικές αποστολές του ΝΑΤΟ ή της Δυτικής Ευρώπης μακριά από τα σύνορά της. Παρά το γεγονός ότι διέθετε έναν από τους πιο σύγχρονους, καλά εξοπλισμένους, και με επιχειρησιακή δεινότητα στρατούς του ΝΑΤΟ, πάντα στο πολιτικό επίπεδο προτιμούσε βοηθητικούς ή συμβολικούς ρόλους.

Η ΕΛΛΑΔΑ υπό την έννοια αυτή θεωρείτο ένας σχετικά αν όχι αναξιόπιστος, τουλάχιστον «χωλός» σύμμαχος, με εκλεκτικές σχέσεις λόγω παράδοσης και θρησκεύματος με τη Ρωσία, με μόνιμες τάσεις υπέρ της ουδετερότητας μέσω της αδράνειας στα διεθνή δρώμενα, είτε αυτά αφορούσαν τη Βαλκανική είτε την Εγγύς Ανατολή στην Ασία.

ΣΗΜΕΡΑ, ΟΛΕΣ αυτές οι παραδοχές και τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η νέα αφετηρία προδιαγράφηκε από τη δραστηριότητα της ελληνικής διπλωματίας και στρατηγικής στην κοινότητα της Ανατολικής Μεσογείου. Εκεί όπου συνδέονται οι δρόμοι, τα συμφέροντα, οι οικονομικές και εμπορικές προτεραιότητες και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής. Εν αρχή η Ελλάδα αναβάθμισε θεαματικά τις σχέσεις της με το Ισραήλ που, σημειωτέον, δεν είχε αναγνωρίσει ως κράτος μέχρι και τη δεκαετία του 1990. Παράλληλα άσκησε δομική διπλωματία στις σχέσεις με την Αίγυπτο.

Με τον τρόπο αυτό και ακολουθούμενη η Αθήνα σε όλη αυτή τη δραστηριότητα με συνέπεια από την επισπεύδουσα σε κάποιες φάσεις Λευκωσία, προέκρινε και συνετέλεσε τα μέγιστα στη συγκρότηση ενός ισχυρού «κουαρτέτου», στο οποίο δεν είχε μάλιστα ρόλο η Τουρκία. Κύριος παράγοντας σύγκλισης μπορεί να ήταν τα ενεργειακά αποθέματα των θαλασσών, αλλά τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο όσο και στο πολιτικό η πραγματικότητα ξεπέρασε τα ειδικά ενεργειακά συμφέροντα. Άλλωστε και στον τομέα της ενέργειας τα δεδομένα του μέλλοντος ξεπερνούν τη βασική αρχική αντίληψη των αγωγών.

Οι ηλεκτρικές συνδέσεις μέσω καλωδίων και η προετοιμασία για την εποχή του υδρογόνου αφορά την επερχόμενη εποχή και δείχνει τη δυναμική προοπτική της συμμαχίας. Στη σύγκλιση της Μεσογείου «κούμπωσαν» η Ελλάδα -και η Κύπρος- αλλά και η Ουάσινγκτον και το Παρίσι σε μια θεαματική διμερή αναβάθμιση των παραδοσιακά συμμαχικών σχέσεων με τη μέχρι πρότινος διστακτική Αθήνα.

Στην περίοδο της πρωθυπουργίας του μεθοδικού, καλά πληροφορημένου και αποφασισμένου Κ. Μητσοτάκη υπήρξε μια εντυπωσιακή «κεφαλαιοποίηση» και επέκταση όλων αυτών των σχέσεων, που απέκτησαν, ειδικά με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, συμβατικό σχήμα μέσα από πολυεπίπεδες, αλλά στη βάση τους και στρατιωτικές συμφωνίες.

Στην περίπτωση, μάλιστα, της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, η Ελλάδα με τις επιλογές και τη σαφήνεια των θέσεών της διέφυγε από το πλέγμα του φοβικού, «χωλού» συμμάχου στο ΝΑΤΟ και τη Δύση. Μέσα στην τελευταία εβδομάδα η Ελλάδα έδειξε έμπρακτα το βάθος της γεωπολιτικής της θεώρησης, με τη συνάντηση για δείπνο των ηγετών της Βαλκανικής με τη συμμετοχή και της θεσμικής ηγεσίας της ΕΕ αλλά και του Ουκρανού ηγέτη Ζελένσκι, για να φθάσει στο τέλος της εβδομάδας να συνομολογηθεί, με την παρουσία του Ναρέντρα Μόντι στην Αθήνα, η στρατηγική σύγκλιση με την 5η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και κύρια υπερδύναμη στην Ασία, την Ινδία.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 28/8