Τα δείπνα του πρωθυπουργού και η «ευέλικτη διπλωματία»
Η Ελλάδα έχει πολλά να μάθει από τους Ιταλούς στο μάρκετινγκ των προϊόντων, στη μεταποίηση και την αναβάθμιση της αξίας τους, στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα
Το βράδυ της Πέμπτης, έπειτα από μια κοπιώδη συζήτηση στο Κοινοβούλιο με έντονες αντιπαραθέσεις, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δείπνησε με την Ιταλίδα συνάδελφό του Τζόρτζια Μελόνι.
Οι σχέσεις Ελλάδας - Ιταλίας, όσο και να φαίνεται παράξενο κάτι τέτοιο σε σύγκριση με τις πολύ αρμονικές επαφές και τα αισθήματα που χαρακτηρίζουν τους δύο λαούς, θα μπορούσαν να αξιολογηθούν, ιστορικά, ως «νωχελικές». Οι δύο πρωθυπουργοί συζήτησαν κρίσιμα θέματα, όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ, εμπορικά ζητήματα, ενεργειακά, με βάση τα καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και την πολύ «καυτή» ατζέντα του Μεταναστευτικού, από το οποίο Ελλάδα και Ιταλία δοκιμάζονται, αλλά και περιφερειακά διεθνή ζητήματα με κεντρικό αυτό της Λιβύης.
Η Ελλάδα και η Ιταλία ιστορικά έχουν περάσει καλές και κακές στιγμές στις σχέσεις τους. Έχουν βρεθεί αντίπαλοι σε πολέμους με διαφορετικές προτεραιότητες στη γεωπολιτική θεώρησή τους και με εθνικούς ανταγωνισμούς, αλλά από την άλλη υπάρχουν μεγάλες περίοδοι ειρήνης, συνεργασίας και συναντίληψης, ειδικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ελλάδα και Ιταλία συνδέονται λόγω της αγάπης των πολιτών τους να πηγαίνουν από τη μια χώρα στην άλλη. Ήρθε όμως η συγκυρία και ο κατάλληλος πρωθυπουργός, που επικεντρώνει πλέον την ενεργητικότητά του στο να έρθουν οι δύο χώρες σε μια πιο βαθιά και ουσιαστική συνεργατική σχέση. Η Ιταλία είναι η τρίτη ισχυρότερη οικονομία στην Ευρωζώνη και ανήκει στο κλαμπ των 7 ισχυρότερων οικονομιών στον κόσμο.
Η Ελλάδα έχει πολλά να μάθει από τους Ιταλούς στο μάρκετινγκ των προϊόντων, στη μεταποίηση και την αναβάθμιση της αξίας τους, στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα. Δεν είναι όμως μόνον αυτά. Με δεδομένο ότι στην προηγούμενη θητεία της κυβέρνησης υπήρξε και συμφωνία για τις ΑΟΖ στην Αδριατική και την έκταση των χωρικών υδάτων των δύο χωρών, Αθήνα και Ρώμη μπορούν τώρα να συνεργαστούν με μεγαλύτερη συνοχή σε κρίσιμα ζητήματα όσον αφορά τη Μεσόγειο, την Αφρική και το Σαχέλ, την Ασία. Άλλωστε, μην αγνοούμε ότι οι δύο χώρες, παλαιά μέλη της οντότητας στην Ευρώπη και μέλη του ΝΑΤΟ, δεν θα πρέπει να επιτρέψουν τακτικισμούς και αυθαιρεσίες βαλκανικών χωρών, όπως η Αλβανία του Ράμα, να δημιουργήσουν «ρήγματα» στην ενότητά τους. Πέραν αυτών όμως και μιλώντας για το δείπνο Μητσοτάκη το βράδυ της Πέμπτης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έρχεται ως πρακτική να συμπληρώσει την προηγούμενη πρωτοβουλία του με τους ηγέτες των Βαλκανίων και τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι, παρουσία της θεσμικής ηγεσίας του Διευθυντηρίου της Ευρώπης. Είναι μια πρακτική «ευέλικτης διπλωματίας» σε ηγετικό επίπεδο, που δεν είναι συνηθισμένη, τουλάχιστον για τα ειωθότα στην Ελλάδα.
Μάλιστα ο κ. Μητσοτάκης, όπως βλέπουμε, ακολουθεί αυτήν τη νέα πολιτική στη δεύτερη τετραετία του στη διακυβέρνηση, σε αντίθεση με την πρώτη, που ήταν στις διεθνείς επαφές του μεθοδολογικά πιο παραδοσιακός. Ο νέος τρόπος αυτός επαφών, συζητήσεων εκ του σύνεγγυς, συνεννοήσεων με στόχο την εναρμόνιση πολιτικών, μακριά από τα πιο αυστηρά και αργόσυρτα πρωτόκολλα των υπουργείων Εξωτερικών, τελικά δίνει πολύ γρήγορα αποτελέσματα και δημιουργεί συνθήκες, σε μια εποχή που αυτό είναι αναγκαίο, αφού οι παγκόσμιες εξελίξεις είναι ραγδαίες και με συνεχείς ανατροπές. Φυσικά ο πρωθυπουργός όπως και οι συνδαιτυμόνες του σε αυτά τα δείπνα συνοδεύονται από τους διπλωματικούς συμβούλους και άλλους υψηλόβαθμους επιτελείς τους, αλλά όλα κινούνται πιο γρήγορα, πιο εμπιστευτικά, πιο αποτελεσματικά, σε προσωπικό επίπεδο, με πιο ανεπίσημες και τελικά πιο «ανοιχτές» ατζέντες.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ
Οι σχέσεις Ελλάδας - Ιταλίας, όσο και να φαίνεται παράξενο κάτι τέτοιο σε σύγκριση με τις πολύ αρμονικές επαφές και τα αισθήματα που χαρακτηρίζουν τους δύο λαούς, θα μπορούσαν να αξιολογηθούν, ιστορικά, ως «νωχελικές». Οι δύο πρωθυπουργοί συζήτησαν κρίσιμα θέματα, όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ, εμπορικά ζητήματα, ενεργειακά, με βάση τα καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και την πολύ «καυτή» ατζέντα του Μεταναστευτικού, από το οποίο Ελλάδα και Ιταλία δοκιμάζονται, αλλά και περιφερειακά διεθνή ζητήματα με κεντρικό αυτό της Λιβύης.
Η Ελλάδα και η Ιταλία ιστορικά έχουν περάσει καλές και κακές στιγμές στις σχέσεις τους. Έχουν βρεθεί αντίπαλοι σε πολέμους με διαφορετικές προτεραιότητες στη γεωπολιτική θεώρησή τους και με εθνικούς ανταγωνισμούς, αλλά από την άλλη υπάρχουν μεγάλες περίοδοι ειρήνης, συνεργασίας και συναντίληψης, ειδικά μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ελλάδα και Ιταλία συνδέονται λόγω της αγάπης των πολιτών τους να πηγαίνουν από τη μια χώρα στην άλλη. Ήρθε όμως η συγκυρία και ο κατάλληλος πρωθυπουργός, που επικεντρώνει πλέον την ενεργητικότητά του στο να έρθουν οι δύο χώρες σε μια πιο βαθιά και ουσιαστική συνεργατική σχέση. Η Ιταλία είναι η τρίτη ισχυρότερη οικονομία στην Ευρωζώνη και ανήκει στο κλαμπ των 7 ισχυρότερων οικονομιών στον κόσμο.
Η Ελλάδα έχει πολλά να μάθει από τους Ιταλούς στο μάρκετινγκ των προϊόντων, στη μεταποίηση και την αναβάθμιση της αξίας τους, στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα. Δεν είναι όμως μόνον αυτά. Με δεδομένο ότι στην προηγούμενη θητεία της κυβέρνησης υπήρξε και συμφωνία για τις ΑΟΖ στην Αδριατική και την έκταση των χωρικών υδάτων των δύο χωρών, Αθήνα και Ρώμη μπορούν τώρα να συνεργαστούν με μεγαλύτερη συνοχή σε κρίσιμα ζητήματα όσον αφορά τη Μεσόγειο, την Αφρική και το Σαχέλ, την Ασία. Άλλωστε, μην αγνοούμε ότι οι δύο χώρες, παλαιά μέλη της οντότητας στην Ευρώπη και μέλη του ΝΑΤΟ, δεν θα πρέπει να επιτρέψουν τακτικισμούς και αυθαιρεσίες βαλκανικών χωρών, όπως η Αλβανία του Ράμα, να δημιουργήσουν «ρήγματα» στην ενότητά τους. Πέραν αυτών όμως και μιλώντας για το δείπνο Μητσοτάκη το βράδυ της Πέμπτης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έρχεται ως πρακτική να συμπληρώσει την προηγούμενη πρωτοβουλία του με τους ηγέτες των Βαλκανίων και τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι, παρουσία της θεσμικής ηγεσίας του Διευθυντηρίου της Ευρώπης. Είναι μια πρακτική «ευέλικτης διπλωματίας» σε ηγετικό επίπεδο, που δεν είναι συνηθισμένη, τουλάχιστον για τα ειωθότα στην Ελλάδα.
Μάλιστα ο κ. Μητσοτάκης, όπως βλέπουμε, ακολουθεί αυτήν τη νέα πολιτική στη δεύτερη τετραετία του στη διακυβέρνηση, σε αντίθεση με την πρώτη, που ήταν στις διεθνείς επαφές του μεθοδολογικά πιο παραδοσιακός. Ο νέος τρόπος αυτός επαφών, συζητήσεων εκ του σύνεγγυς, συνεννοήσεων με στόχο την εναρμόνιση πολιτικών, μακριά από τα πιο αυστηρά και αργόσυρτα πρωτόκολλα των υπουργείων Εξωτερικών, τελικά δίνει πολύ γρήγορα αποτελέσματα και δημιουργεί συνθήκες, σε μια εποχή που αυτό είναι αναγκαίο, αφού οι παγκόσμιες εξελίξεις είναι ραγδαίες και με συνεχείς ανατροπές. Φυσικά ο πρωθυπουργός όπως και οι συνδαιτυμόνες του σε αυτά τα δείπνα συνοδεύονται από τους διπλωματικούς συμβούλους και άλλους υψηλόβαθμους επιτελείς τους, αλλά όλα κινούνται πιο γρήγορα, πιο εμπιστευτικά, πιο αποτελεσματικά, σε προσωπικό επίπεδο, με πιο ανεπίσημες και τελικά πιο «ανοιχτές» ατζέντες.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ