Χρειάζεται φιλοσοφία σε επιχειρηματικότητα και φορολογία
Θα πουν πολλοί, και κυβερνητικοί, ότι ήδη προχωρά ένας τέτοιος µετασχηµατισµός και προσαρµογή και στην Ελλάδα
Παρά το γεγονός ότι στη διοίκηση της χώρας για δεκαετίες βρίσκονται οριζόµενες και αυτοπροσδιοριζόµενες ως φιλελεύθερες και σοσιαλδηµοκρατικές εκσυγχρονιστικές κυβερνήσεις, η κοινή αφετηρία που συνδέει τις νοµοθεσίες για την επιχειρηµατικότητα και τη φορολογία είναι βαθιά κουµµουνιστικές.
Κι αυτό γιατί, στη βάση ενός αναχρονισµού, η επιχειρηµατικότητα και το εισόδηµα αντιµετωπίζονται µε καχυποψία, αν όχι µε εχθρότητα. Η Ελλάδα βρίσκεται στην ΕΟΚ αρχικά για περίπου µισό αιώνα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην ζώνη του ευρώ, στη συνέχεια, για τριάντα χρόνια, χωρίς όµως από την πλευρά της διακυβέρνησης, του κράτους θα λέγαµε κατά το παρελθόν, να έχουν εξελιχθεί βασικές θεωρήσεις. Για παράδειγµα, η ενθάρρυνση της επιχειρηµατικότητας µε τις ευκολίες που συνεπάγονται η ίδρυση και η λειτουργία µιας επιχείρησης, αλλά και η σωφροσύνη στη φορολογία που επιβάλλεται αφενός στην επιχείρηση και αφετέρου στους εργαζοµένους στην επιχείρηση.
Ακόµα και στις ξένες επενδύσεις, που είναι µόνιµος στόχος η προσέλκυσή τους, δεν υπάρχει λειτουργικότητα. ∆ηλαδή, δεν έχουν λυθεί πάγια προσκόµµατα, όπως η γρήγορη λειτουργία των δικαστηρίων ή η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης (Αρχαιολογία, Πολεοδοµία κ.λπ).
Από την άλλη πλευρά, το εισόδηµα φυσικών προσώπων και η ιδιοκτησία σε ακίνητα ή αυτοκίνητα και άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία αντιµετωπίζονται στη λογική της εθνικής διοίκησης εχθρικά, µε πολλαπλούς φόρους και έκτακτες εισφορές, τύπου ΕΝΦΙΑ, που µονιµοποιήθηκαν και απέκτησαν πέρα από το ύψος τους µια παράλογη νοµιµότητα. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει διακηρύξει, στο επίπεδο του ίδιου του πρωθυπουργού, αλλά και από την ηγεσία των συναρµόδιων υπουργείων, τη µείωση των φόρων και την απλοποίηση των διαδικασιών. Αλλά η συγκεκριµένη συζήτηση θα πρέπει µάλλον να ακολουθήσει και άλλες διαδροµές, περισσότερο δοµικές και λιγότερο πολιτικές.
∆ηλαδή, για παράδειγµα, ποια είναι η λογική και το παγιωµένο σκεπτικό στις άλλες χώρες της Ευρώπης, κεντρικές και µεσαίες, που δεν επιβάλλουν στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων τέλη κυκλοφορίας; Πώς αδειοδοτούνται και σε ποια χρονικά περιθώρια βιοµηχανικές ή τουριστικές µονάδες; Με ποια φιλοσοφία διαχειρίζονται τα ακίνητα, ως προς τις κεντρικές παγιωµένες πολιτικές και όχι ως προς τα έκτακτα µέτρα στη βάση της συγκυρίας και τις προσωρινές αποφάσεις σε περιόδους κρίσεων;
Γιατί εκεί λειτουργούν τα δικαστήρια και η σχετική νοµοθεσία-πλαίσιο µε τέτοιον τρόπο ώστε οι επενδύσεις και οι επιχειρηµατικοί όµιλοι να εξυπηρετούνται και να νιώθουν ασφαλείς ως προς τον σχεδιασµό των επενδυτικών τους πλάνων, ενώ στην Ελλάδα µια ένσταση ή µια προσφυγή µπορεί να «παγώσει» ένα επενδυτικό σχέδιο για µία επταετία-δεκαετία, µε αποτέλεσµα η πραγµατικότητα αυτή να λειτουργεί ως δοµικό αντικίνητρο για το πεδίο Ελλάδα;
Θα πουν πολλοί, και κυβερνητικοί, ότι ήδη προχωρά ένας τέτοιος µετασχηµατισµός και προσαρµογή και στην Ελλάδα. Πριν, όµως, και παράλληλα µε τα νοµοσχέδια και τις δέσµες µέτρων και µεταρρυθµίσεων που οργανώνονται, αξίζει να εξηγηθεί εντός και εκτός Κοινοβουλίου και να συζητηθεί σε βάθος πού είναι το λάθος στο κεντρικό σκεπτικό στη χώρα µας και σε ποιους άξονες αλλά και µε ποια φιλοσοφία θα εξελιχθούν το δίκαιο, η πολιτική και η στρατηγική στις επενδύσεις και την επιχειρηµατικότητα.
Μιλώντας για επιχειρήσεις, γιατί αποφεύγουµε ή αγνοούµε το βάθος αυτής της συζήτησης, που δεν είναι άλλο από την παραγωγή; Θέλουµε εργοστάσια, παραγωγικές µονάδες που θα ασχολούνται µε προϊόντα και εργαλεία στο πεδίο των νέων τεχνολογιών ή της παραδοσιακής παραγωγής. Ο µύθος των «υπηρεσιών» έχει καταστρέψει πολλαπλά τη χώρα, τουλάχιστον τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η δοµική διαφθορά και οι χαριστικές διατάξεις, επίσης.
Τα «παραδικαστικά» και οι κατά παραγγελία νόµοι, επίσης. Η θεώρηση της φορολογίας, που µοιάζει µε «πλιάτσικο» και ισοσκελίζεται µε τη διευρυµένη, εκτός ορίων και κάθε λογικής φοροδιαφυγή, µια δυναµική εκτροπή, επίσης. Και θα πει κάποιος: Τώρα θα λύσουµε αυτά που δεν λύσαµε εδώ και έναν αιώνα; Ναι, τώρα. Γιατί έχουµε κατάλληλο πρωθυπουργό, που µπορεί όχι µόνο να παρακολουθήσει και να ενισχύσει µια τέτοια συζήτηση, αλλά και να εισφέρει στα χρόνια της διακυβέρνησής του τα µέγιστα στην πρόοδο των δοµών της χώρας σε αυτή την κατεύθυνση. Τώρα, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται µε σχετικά καλούς όρους σε ακόµα ένα µεταίχµιο της ιστορίας της.
Τώρα, γιατί τα σύνδροµα της «καµένης γης» και του «ώριµου φρούτου» έχουν χάσει τη γοητεία τους και τη δυναµική τους και η «ήσυχη αντιπολίτευση» στο Κοινοβούλιο είναι εκ των συνθηκών αναγκασµένη να συµµετάσχει παραγωγικά σε αυτή τη συζήτηση της µετεξέλιξης της χώρας. Τώρα, γιατί οι νεότερες γενιές που έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας της χώρας δεν ενδιαφέρονται για την υστερόβουλη, καιροσκοπική µικροπολιτική του παλαιού δικοµµατισµού.
Τώρα, γιατί από τις ΗΠΑ, από όπου όλα ξεκινούν, η παλιά θεώρηση περί «αυτορρυθµιζόµενων αγορών» υποκαθίσταται από τις προσεγγίσεις της «Οικονοµίας των Ιδεών», που, αντί για αφετηρία τη Γουόλ Στριτ, έχουν τον Πλάτωνα.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 7/10
Κι αυτό γιατί, στη βάση ενός αναχρονισµού, η επιχειρηµατικότητα και το εισόδηµα αντιµετωπίζονται µε καχυποψία, αν όχι µε εχθρότητα. Η Ελλάδα βρίσκεται στην ΕΟΚ αρχικά για περίπου µισό αιώνα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην ζώνη του ευρώ, στη συνέχεια, για τριάντα χρόνια, χωρίς όµως από την πλευρά της διακυβέρνησης, του κράτους θα λέγαµε κατά το παρελθόν, να έχουν εξελιχθεί βασικές θεωρήσεις. Για παράδειγµα, η ενθάρρυνση της επιχειρηµατικότητας µε τις ευκολίες που συνεπάγονται η ίδρυση και η λειτουργία µιας επιχείρησης, αλλά και η σωφροσύνη στη φορολογία που επιβάλλεται αφενός στην επιχείρηση και αφετέρου στους εργαζοµένους στην επιχείρηση.
Ακόµα και στις ξένες επενδύσεις, που είναι µόνιµος στόχος η προσέλκυσή τους, δεν υπάρχει λειτουργικότητα. ∆ηλαδή, δεν έχουν λυθεί πάγια προσκόµµατα, όπως η γρήγορη λειτουργία των δικαστηρίων ή η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης (Αρχαιολογία, Πολεοδοµία κ.λπ).
Από την άλλη πλευρά, το εισόδηµα φυσικών προσώπων και η ιδιοκτησία σε ακίνητα ή αυτοκίνητα και άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία αντιµετωπίζονται στη λογική της εθνικής διοίκησης εχθρικά, µε πολλαπλούς φόρους και έκτακτες εισφορές, τύπου ΕΝΦΙΑ, που µονιµοποιήθηκαν και απέκτησαν πέρα από το ύψος τους µια παράλογη νοµιµότητα. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει διακηρύξει, στο επίπεδο του ίδιου του πρωθυπουργού, αλλά και από την ηγεσία των συναρµόδιων υπουργείων, τη µείωση των φόρων και την απλοποίηση των διαδικασιών. Αλλά η συγκεκριµένη συζήτηση θα πρέπει µάλλον να ακολουθήσει και άλλες διαδροµές, περισσότερο δοµικές και λιγότερο πολιτικές.
∆ηλαδή, για παράδειγµα, ποια είναι η λογική και το παγιωµένο σκεπτικό στις άλλες χώρες της Ευρώπης, κεντρικές και µεσαίες, που δεν επιβάλλουν στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων τέλη κυκλοφορίας; Πώς αδειοδοτούνται και σε ποια χρονικά περιθώρια βιοµηχανικές ή τουριστικές µονάδες; Με ποια φιλοσοφία διαχειρίζονται τα ακίνητα, ως προς τις κεντρικές παγιωµένες πολιτικές και όχι ως προς τα έκτακτα µέτρα στη βάση της συγκυρίας και τις προσωρινές αποφάσεις σε περιόδους κρίσεων;
Γιατί εκεί λειτουργούν τα δικαστήρια και η σχετική νοµοθεσία-πλαίσιο µε τέτοιον τρόπο ώστε οι επενδύσεις και οι επιχειρηµατικοί όµιλοι να εξυπηρετούνται και να νιώθουν ασφαλείς ως προς τον σχεδιασµό των επενδυτικών τους πλάνων, ενώ στην Ελλάδα µια ένσταση ή µια προσφυγή µπορεί να «παγώσει» ένα επενδυτικό σχέδιο για µία επταετία-δεκαετία, µε αποτέλεσµα η πραγµατικότητα αυτή να λειτουργεί ως δοµικό αντικίνητρο για το πεδίο Ελλάδα;
Θα πουν πολλοί, και κυβερνητικοί, ότι ήδη προχωρά ένας τέτοιος µετασχηµατισµός και προσαρµογή και στην Ελλάδα. Πριν, όµως, και παράλληλα µε τα νοµοσχέδια και τις δέσµες µέτρων και µεταρρυθµίσεων που οργανώνονται, αξίζει να εξηγηθεί εντός και εκτός Κοινοβουλίου και να συζητηθεί σε βάθος πού είναι το λάθος στο κεντρικό σκεπτικό στη χώρα µας και σε ποιους άξονες αλλά και µε ποια φιλοσοφία θα εξελιχθούν το δίκαιο, η πολιτική και η στρατηγική στις επενδύσεις και την επιχειρηµατικότητα.
Μιλώντας για επιχειρήσεις, γιατί αποφεύγουµε ή αγνοούµε το βάθος αυτής της συζήτησης, που δεν είναι άλλο από την παραγωγή; Θέλουµε εργοστάσια, παραγωγικές µονάδες που θα ασχολούνται µε προϊόντα και εργαλεία στο πεδίο των νέων τεχνολογιών ή της παραδοσιακής παραγωγής. Ο µύθος των «υπηρεσιών» έχει καταστρέψει πολλαπλά τη χώρα, τουλάχιστον τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η δοµική διαφθορά και οι χαριστικές διατάξεις, επίσης.
Τα «παραδικαστικά» και οι κατά παραγγελία νόµοι, επίσης. Η θεώρηση της φορολογίας, που µοιάζει µε «πλιάτσικο» και ισοσκελίζεται µε τη διευρυµένη, εκτός ορίων και κάθε λογικής φοροδιαφυγή, µια δυναµική εκτροπή, επίσης. Και θα πει κάποιος: Τώρα θα λύσουµε αυτά που δεν λύσαµε εδώ και έναν αιώνα; Ναι, τώρα. Γιατί έχουµε κατάλληλο πρωθυπουργό, που µπορεί όχι µόνο να παρακολουθήσει και να ενισχύσει µια τέτοια συζήτηση, αλλά και να εισφέρει στα χρόνια της διακυβέρνησής του τα µέγιστα στην πρόοδο των δοµών της χώρας σε αυτή την κατεύθυνση. Τώρα, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται µε σχετικά καλούς όρους σε ακόµα ένα µεταίχµιο της ιστορίας της.
Τώρα, γιατί τα σύνδροµα της «καµένης γης» και του «ώριµου φρούτου» έχουν χάσει τη γοητεία τους και τη δυναµική τους και η «ήσυχη αντιπολίτευση» στο Κοινοβούλιο είναι εκ των συνθηκών αναγκασµένη να συµµετάσχει παραγωγικά σε αυτή τη συζήτηση της µετεξέλιξης της χώρας. Τώρα, γιατί οι νεότερες γενιές που έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας της χώρας δεν ενδιαφέρονται για την υστερόβουλη, καιροσκοπική µικροπολιτική του παλαιού δικοµµατισµού.
Τώρα, γιατί από τις ΗΠΑ, από όπου όλα ξεκινούν, η παλιά θεώρηση περί «αυτορρυθµιζόµενων αγορών» υποκαθίσταται από τις προσεγγίσεις της «Οικονοµίας των Ιδεών», που, αντί για αφετηρία τη Γουόλ Στριτ, έχουν τον Πλάτωνα.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 7/10