Η προκλητική παρουσία του προέδρου της Τουρκίας στο Βερολίνο σόκαρε πρώτα απ’ όλους τους Γερμανούς, από τους πλέον παραδοσιακούς και στενούς συμμάχους του νέου τουρκικού κράτους από την εποχή του Κεμάλ, αλλά έφερε σε δύσκολη θέση και όλες τις διπλωματικές υπηρεσίες των δυτικών.

Τουλάχιστον αυτές που υποστηρίζουν ακόμη ότι η Τουρκία είναι μια δυτική δύναμη, ως μέλος του ΝΑΤΟ, στην Ανατολή. Μεταξύ αυτών στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μεγάλο μέρος της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ενδεχομένως και τον ίδιο τον επικεφαλής του, τον πολύπειρο εξ διπλωματών κ. Μπλίνκεν. Και όμως, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είχε ως σκοπό την πρόκληση αντι-τουρκικών αισθημάτων στους Γερμανούς. Ούτε έδειχνε από το ύφος του να θέλει να προσβάλει τον πρόεδρο της Γερμανίας κ. Σταϊνμάγιερ ή τον καγκελάριο Σόλτς. Αντίθετα, ήθελε να δείξει στους δυτικούς εν συνόλω, πως τους οροθετεί κατά τη δεσπόζουσα άποψη της ισλαμικής πλέον και όχι απλά νεο-οθωμανικής Τουρκίας ως χριστιανούς και εβραίους. Στη βάση δηλαδή του θρησκεύματος και όχι της εθνότητας ή των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των κρατών τους και της Τουρκίας.

Ο πρόεδρος της Τουρκίας μίλησε εκ μέρους της ισλαμικής Ανατολίας προς τη Δύση συλλήβδην, χωρίς διαφοροποιήσεις ή τακτικισμούς στη βάση ειδικών συμφερόντων της Τουρκίας. Το ίδιο έκανε και για την προμήθεια των 40 αεροσκαφών Eurofighter που ασμένως επιθυμεί να προμηθευθεί. Εξήγησε ουσιαστικά ότι η Τουρκία δεν νιώθει «δεσμευμένη» στη Δύση, προφανώς ως μέλος του ΝΑΤΟ, και θα επαναλάβει ότι έκανε με τα πυραυλικά συστήματα όταν αρνήθηκαν να της τα δώσουν οι δυτικοί, ειδικά οι Αμερικανοί που είχαν προηγμένες τεχνολογίες στα όπλα τους, και πήρε από τους Ρώσους τους S-400. Τι λέει λοιπόν η Τουρκία; Θα αγοράσουμε ρωσικής κατασκευής μαχητικά ή και κινέζικα αν εσείς, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, δεν μας προμηθεύσετε αυτά που επιθυμούμε. Και τότε τι θα συμβεί; Αυτή τη φορά δεν θα μιλάμε για κυρώσεις του τύπου δεν θα συμμετάσχετε στο πρόγραμμα του F-35 ή δεν θα σας δώσουμε ανταλλακτικά, όπως προέκρινε στην προηγούμενη εμπλοκή η Ουάσινγκτον, αλλά για τη θέση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.

Οι δυτικές δυνάμεις που βρέθηκαν στους νικητές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Αμερικανοί και Βρετανοί ουσιαστικά, συγχώρεσαν την Τουρκία για τη θέση της πλησίον του άξονα του Ράιχ και τη διαπραγματεύθηκαν με τους επίσης νικητές του πολέμου Σοβιετικούς, λογίζοντάς τη στη Δύση και εντάσσοντας την στην Ατλαντική Συμμαχία, σε γεωπολιτική ενότητα με την Ελλάδα. Στην παρούσα, όμως, φάση της ιστορίας ο Ερντογάν -όχι τώρα με τον πόλεμο στη Γάζα, αλλά την τελευταία δεκαετία- και το δεσπόζον πνεύμα στην Τουρκία, AKP - αντιπολίτευση - εθνικιστές, συγκλίνουν σε έναν ρόλο Σαλαντίν στη βάση του ισλαμικού εθνικισμού που τους διακρίνει, είτε μιλούν για «γαλάζια πατρίδα» είτε για στρατιωτική παρουσία στη Μεσοποταμία και την Παλαιστίνη.

Ο Ερντογάν είναι εμφανές ότι επιθυμεί η Τουρκία μαζί με το Ισλάμ των Σιιτών, λέγε με Ιράν, αλλά και τους σουνίτες και ουαχαμπίτες Άραβες να διεκδικήσει την Ιερουσαλήμ, εν όπλοις. Πρεσβεύει τα οράματα του εκ Μαυριτανίας Σαλαντίν, άσχετα με το πόσο ακριβείς είναι οι παραλληλισμοί. Η Δύση λοιπόν θα αναγκασθεί σε αυτό το πεδίο να σκεφθεί την επόμενη 5ετία, το κατά πόσον θα είναι ορθό η Τουρκία να έχει υπό την κατοχή της την Κωνσταντινούπολη. Είναι θέμα εκτός της γεωπολιτικής, συμβολισμών. Δεν έχει σχέση με την Ελλάδα και τις προθέσεις των Ελλήνων και γι’ αυτό ο Ερντογάν δηλώνει ότι προτίθεται να συζητά μαζί τους... διμερώς.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 20/11