«Το 2024 σφραγίζεται από το ορόσημο των 50 ετών της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Έχει έρθει η ώρα για μια επανεκκίνηση της Δημοκρατίας. Μια νέα πορεία για τη χώρα που θα στηρίζεται στα μεγάλα κεκτημένα της Μεταπολίτευσης, αλλά την ίδια στιγμή θα προωθεί αποφασιστικές τομές και προοδευτικές πολιτικές που δίνουν υπόσταση στο σύγχρονο περιεχόμενο της Δημοκρατίας: μια κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης. Μια κοινωνία ασφάλειας, συμπερίληψης και καλύτερης ζωής». Με αυτή τη διατύπωση κλείνει ουσιαστικά η δήλωση-διακήρυξη της αποχώρησης των 9 επιπλέον βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ χθες το πρωί, της επονομαζόμενης «ομάδας Αχτσιόγλου», που προστίθενται στους Τσακαλώτο και Πέρκα που έχουν ήδη αποχωρήσει και τους τρεις ευρωβουλευτές μαζί με τον Παπαδημούλη που ανεξαρτητοποιήθηκε επίσης χθες -έχουν προηγηθεί οι Κόκκαλης και Κούλογλου-, που μειώνουν την ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ σε δύο μόνο πλέον ευρωβουλευτές (Αρβανίτης, Κουντουρά).

Η συγκεκριμένη διατύπωση έχει ειδικό ενδιαφέρον που δεν περιορίζεται στις εξελίξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογή Κασσελάκη στην ηγεσία. Και αυτό γιατί πράγματι συμπληρώνεται μισός αιώνας από την αφετηρία της επονομαζόμενης Μεταπολίτευσης, της πιο μακράς και σταθερής περιόδου για την Ελληνική Δημοκρατία, τον ερχόμενο Ιούλιο. Φυσικά ο κύκλος της Μεταπολίτευσης έχει κλείσει ουσιαστικά με τη δημοσιονομική χρεοκοπία του 2010-2011 και το τέλος του δικομματισμού μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Στην παρούσα όμως φάση και με δεδομένη την επιλογή των Ελλήνων στις εθνικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου, όχι τόσο ως προς την ψήφο εμπιστοσύνης και συνέχειας που δόθηκε στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη όσο με την αρνητική ψήφο για τον ΣΥΡΙΖΑ και την «ισχνή» ψήφο που δόθηκε στα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης, ειδικά στο ΠΑΣΟΚ, κατέρρευσε ο διπολισμός στον κυβερνητισμό, ενώ στη συνέχεια με την εκλογή Κασσελάκη από τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και τις αντιδράσεις από παραδοσιακούς πυρήνες της επονομαζόμενης ανανεωτικής Αριστεράς άλλαξαν όλες οι ισορροπίες και τα δεδομένα στην Κεντροαριστερά - Αριστερά του πολιτικού συστήματος. Ουσιαστικά στη διαδικασία αυτή ραγδαίων εξελίξεων, μετακινήσεων και ανατροπών μέσα σε λίγους μήνες έκλεισε από τη μία το κεφάλαιο των κυβερνήσεων της μνημονιακής εποχής και της πρώτης εμφάνισης «κυβερνώσας Αριστεράς» και οδεύουμε ως πολιτειακό σύστημα σε μια συνεχή ρευστότητα σε πρόσωπα, πολιτικά σχήματα, κόμματα και ταυτότητες από την Αριστερά προς τη Δεξιά, μέχρι κάποια στιγμή τα επόμενα χρόνια να

Ακόμα είναι πρόωρο και πολύ επισφαλές να της προσδώσουμε «γνωρίσματα» μέσα από τη διαδικασία διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ

δημιουργηθεί μια νέα πολιτική πραγματικότητα και κομματικός συσχετισμός για τη χώρα. Ο λόγος για την Τέταρτη Ελληνική Δημοκρατία, η οποία είναι πολύ πρόωρο και πολύ επισφαλές να της δώσουμε χαρακτηριστικά ή να της προσδώσουμε «γνωρίσματα» μέσα από τη διαδικασία διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ ως συνέχειας του ΚΚΕ Εσωτερικού (διάσπασης του ΚΚΕ) και του παλιού Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, που αποτελεί αρχική φάση μιας επόμενης χρονικά εποχής που θα αφορά τις δεκαετίες 2030-2050.

Στο παρόν Κοινοβούλιο είναι ήδη φανερό και τελικά προδιαγεγραμμένο να κυριαρχηθεί από αυξανόμενη ρευστότητα και διαρκείς ανατροπές στα έδρανα των βουλευτών και την κατανομή των δυνάμεων των κομμάτων. Το κρίσιμο όμως είναι ότι η κινητικότητα αυτή δεν αφορά τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, τη σταθερότητα, τη συνοχή, αλλά και το έργο της, που είναι σε κάθε περίπτωση καθοριστικό για το μέλλον της χώρας. Αφού η επόμενη φάση της ιστορίας της χώρας καθορίζεται ως προς τις προδιαγραφές και τις λειτουργίες του κράτους, των δομών των σχέσεων πολιτείας - πολιτών, αλλά και της ισχύος της στην οικονομία, τις υποδομές, την παραγωγή, τη διεθνή και γεωπολιτική της οντότητα από το επίπεδο επιτυχίας και ενάργειας των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και του τελικού απολογισμού του έργου και της εποχής του, που θα αποτελέσουν το κραταιό κληροδότημα για την επόμενη πολιτική και ιστορική φάση.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 24/11