Η φάση της «µεγάλης εξόδου» στον ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώθηκε την Πέµπτη.

Η οµάδα Αχτσιόγλου, Χαρίτση και των υπολοίπων της επονοµαζόµενης και «γενιάς των 40άρηδων» ακολούθησε τον δρόµο της «αριστερής φρουράς», κατορθώνοντας, όπως όλα δείχνουν, να τους αναγνωρισθεί και Κοινοβουλευτική Οµάδα, αφού συµπλήρωσαν αριθµό οι βουλευτές που ξεπερνά τη δεκάδα. Η οκτακοµµατική αρχικά Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του καλοκαιριού γίνεται ακόµα πιο κατακερµατισµένη, αλλά επί της ουσίας, σε επίπεδο διακυβέρνησης, αυτή η εξέλιξη δεν παίζει και τόσο σηµαντικό ρόλο από τη στιγµή που έχουµε πλειοψηφική κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τα κόµµατα της Κεντροαριστεράς - Αριστεράς δεν υπερβαίνουν έκαστο σε εκλογικά ποσοστά το 20% και σε αριθµό βουλευτών κινούνται πλέον κάτω από το όριο των 40.

Τα κόµµατα, αντίστοιχα, δεξιά της Νέας ∆ηµοκρατίας κινούνται πολύ κάτω από το όριο του 10% και διακρίνονται και αυτά για την πολυδιάσπασή τους και, κατά περίπτωση, τον ευκαιριακό χαρακτήρα τους. Ουσιαστικά, είµαστε σε µια φάση µετάβασης στο πολιτικό σύστηµα από την εποχή της Μεταπολίτευσης και του τακτικού δικοµµατισµού, που έχει καταλήξει µε τη δηµοσιονοµική χρεοκοπία του 2010, στη διαδροµή για µια επόµενη εποχή, που είναι πολύ νωρίς ακόµα να την προδιαγράψουµε ως προς τα χαρακτηριστικά της, τα κυρίαρχα κόµµατα ή τυχόν τακτικό συνασπισµό κοµµάτων, δύο στην Κεντροδεξιά - ∆εξιά και δύο στην Κεντροαριστερά - Αριστερά, που στη βάση προγραµµατικής σύγκλισης θα µπορούσαν να αντικαταστήσουν τον παλαιού τύπου δικοµµατισµό σε διπολισµό στο σύστηµα διακυβέρνησης. Αλλωστε, η νέα εποχή αφορά κατά κύριο λόγο την εικοσαετία 2030-2050 και όχι το σήµερα.

Στην παρούσα φάση, µε σταθερή διακυβέρνηση, τουλάχιστον µε ορίζοντα το 2027, που εγγυάται ο λειτουργικός πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και η µονοκοµµατική πλειοψηφία της Νέας ∆ηµοκρατίας στο Κοινοβούλιο, δίδεται µια σπάνια ευκαιρία για τον ελληνικό κοινοβουλευτισµό. Σε συνθήκες ανάταξης για τη χώρα και στρατηγικού προβληµατισµού εξαιτίας των σηµαντικών εξελίξεων στο διεθνές power game, στον προθάλαµο της εποχής της Τεχνητής Νοηµοσύνης, θα µπορούσαµε να υπερβούµε την ιστορία µας. Και αυτή είναι, πέρα από τις σελίδες της δόξας, οι περισσότερες στα «µέτωπα» του πολέµου και όχι στις «πεδιάδες» της ειρήνης, µια ιστορία εµφυλίων, καιροσκοπισµού, διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων, κακοδιοίκησης, χαµένων ευκαιριών, κοµµατισµού, διαφθοράς, καχυποψίας, πόλωσης και ελλείµµατος στρατηγικής στην παραγωγή και την ανάπτυξη. Στη βάση αυτής της «κακοδαιµονίας» βρίσκονται οι ανεύθυνες κυβερνήσεις, οι λαϊκιστικές και εσχατολογικές αντιπολιτεύσεις και µια κοινωνική πόλωση µε διάρκεια για διάφορους και διαφορετικούς λόγους.

Με τους σηµερινούς συσχετισµούς εντός και εκτός Κοινοβουλίου, όσο και αν αυτό φαντάζει περίεργο στην πρώτη ανάγνωση, µε όλα τα κόµµατα να επιθυµούν να εµπλακούν σε µια γενική συζήτηση περί στρατηγικής της χώρας και πολιτικών που θα εντείνουν τα θετικά της ελληνικής πραγµατικότητας στην προοπτική της, µειώνοντας ταυτόχρονα τα αρνητικά δεδοµένα και τις παραδοσιακές «εµπλοκές» της, δηµιουργείται ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για έναν συνολικό συντονισµό των δυνάµεων, κοινωνικών, πολιτικών και επιχειρηµατικών, της χώρας για το «κοινό καλό». Μέχρι τα µισά του 2026, που θα ξεκινήσει ουσιαστικά η νέα προεκλογική περίοδος, υπάρχει χρόνος για µια σοβαρή και δηµιουργική δηµόσια συζήτηση. Η εποχή διεθνώς, αλλά και η κατάσταση στην Ευρώπη, το σοκ της πανδηµίας που πέρασε, οι αιφνιδιασµοί από την κλιµατική αλλαγή και τα βίαια καιρικά φαινόµενα, οι κοινωνικές εντάσεις που κυριαρχούν, ο διεθνής και ο περιφερειακός ανταγωνισµός µε τα πολλά συµφέροντα και τους ξαφνικούς πολέµους µπορεί να αποτελέσουν τη βάση γι’ αυτήν την πολιτειακού και ιστορικού χαρακτήρα πρόκληση για τους Ελληνες. Αυτούς της Ελλάδας αλλά και των παροικιών στον κόσµο. Τα κόµµατα, το κυβερνητικό και της αντιπολίτευσης, αντί να ξοδέψουν τα «πολεµοφόδια» της επιχειρηµατολογίας τους σε καταγγελτικό λόγο, που ούτως ή άλλως δεν συγκινεί πλέον τους πολίτες και εν δυνάµει ψηφοφόρους τους, µπορούν να συζητήσουν επί του πεδίου είτε του Κοινοβουλίου είτε των µίντια είτε της κοινωνικής δράσης µε σοβαρότητα, συγκρότηση και προτάσεις το µέλλον της χώρας.

Μέσα από µια τέτοια διαδικασία θετικού συναγωνισµού µπορούν να παρουσιάσουν χαρακτηριστικά διακυβέρνησης ή αξιοπιστία παρέµβασης, τα µικρότερα, διεκδικώντας σε όλες τις περιπτώσεις ψήφο εµπιστοσύνης. Αιφνιδιάζοντας θετικά τους πολίτες. Θα διερωτηθεί κάποιος: Και σε ποια βάση θα εξελιχθεί αυτό το «consensus»; Τελικά, αυτό το διαδικαστικό θέµα µπορεί να είναι πιο απλό από όσο δείχνει. Η βάση µπορεί να είναι η πρόσκληση που απηύθυνε προς την αντιπολίτευση ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, στην τελευταία προ ηµερησίας διατάξεως συζήτηση στο Κοινοβούλιο. «Υπάρχει κάποια πρόταση; Αν έπρεπε να κάνουµε κάτι διαφορετικό, πώς; Και αν έπρεπε να το κάνουµε διαφορετικά, µε τι πόρους;». 

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 25/11