Γιατί τώρα πλέον συζητά η Τουρκία
Στην Αθήνα ο Ερντογάν ήρθε ήρεμα για να αλλάξει τα δεδομένα και να ''σπάσει'' βαθμηδόν την εμπιστοσύνη των ''εταίρων'' στην Ανατολική Μεσόγειο
Η Τουρκία κάθισε στο τραπέζι των συζητήσεων με την Ελλάδα, όχι γιατί η διάθεση άλλαξε, αλλά γιατί έχει πέσει εντελώς έξω η στρατηγική της. Τουλάχιστον αυτή που έχει ακολουθήσει την τελευταία πενταετία.
Η Άγκυρα για χρόνια έδειξε ένα απολύτως επιθετικό πρόσωπο με τη θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», που ανέπτυξε σε συνδυασμό με το αυθαίρετο σύμφωνο με τη Λιβύη, ως προς την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών δικαιοδοσίας και οικονομικής εκμετάλλευσης, κυρίως σε βάρος των συμφερόντων και των δικαιωμάτων σχετικά της Ελλάδας. Επίσης η Τουρκία έχει εξαντλήσει την επιθετικότητά της, ρηματική και ψυχροπολεμική, απέναντι σε μια σειρά χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Σε πλήρη κλιμάκωση με την Ελλάδα, αναπτύσσοντας επιθετικά τη θεωρία των δύο κρατών απέναντι στην Κύπρο, σε απόλυτη εναρμόνιση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα απέναντι στην Αίγυπτο του Αλ Σίσι, σε άξονα με το Κατάρ και το Ιράν απέναντι στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, σε πλήρη ρήξη με το Ισραήλ και τον Νετανιάχου μετά τον πόλεμο στη Γάζα.
Πλήρης είναι και η αντιδυτική στροφή, με έμφαση απέναντι στις ΗΠΑ και τις πολιτικές τους ή τις επιλογές τους, της στρατηγικής της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο που ξεκίνησε στην Ουκρανία το 2022 μετά την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στα εδάφη της. Αλλά και πριν από αυτόν είναι αξιοσημείωτη η συγκεκριμένη παράμετρος, όταν η Ουάσινγκτον της επέβαλε κυρώσεις για την προμήθεια των συστημάτων S-400 από τη Μόσχα, αλλά και με τη θεαματική πλέον αναβάθμιση των σχέσεων ΗΠΑ - Ελλάδας - Κύπρου μέσω διμερών και περιφερειακών συμφωνιών. Η Τουρκία, έχοντας ταυτόχρονα απολέσει τις προσδοκίες της για μια ειδική σχέση, μάλλον ευνοούμενου κράτους, με την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει στρέψει τη στρατηγική της αποκλειστικά προς την Ασία, Ρωσία - Κίνα, επενδύοντας τα «assets» της στην ισλαμική ενότητα στο παγκόσμιο «power game». Βασικό πεδίο ανάπτυξης και προτεραιότητας της στρατηγικής της είναι το ανατολικό μέτωπο που ξεκινά από τις μουσουλμανικές χώρες του Καυκάσου και μέσω της Μεσοποταμίας «κατεβαίνει» στις περιοχές της Παλαιστίνης, την Αραβία και το «μέτωπο» της Αφρικής.
Στη διαδρομή για τη θάλασσα κρατά έναν αρχικό πυρήνα που συνδέεται ως τρίγωνο βάσης: Αζερμπαϊτζάν - Τουρκία - Βόρεια Κύπρος (κατεχόμενα). Η Τουρκία με την επιθετική στρατηγική που ακολούθησε τα τελευταία χρόνια, με μια προβολή ισχύος περιφερειακής νεοαυτοκρατορικής δύναμης του Ισλάμ, με δεσμούς μέσω ΝΑΤΟ με τη Δύση, σχεδόν στο «νήμα» των τελευταίων εκλογών για την προεδρία της χώρας και το νέο Κοινοβούλιο βρισκόταν ήδη σε δύσκολη θέση. Το «μέτωπο» με τη Δύση και ειδικά με τις ΗΠΑ την είχε φέρει σε δύσκολη θέση.
Η Τουρκία είχε αφοπλισθεί στον αέρα σε σχέση με τα μαχητικά τόσο F-16 όσο και F-35, με την Ελλάδα για παράδειγμα αντίστοιχα να έχει σημειώσει ένα ποιοτικό και ποσοτικό άλμα στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της ειδικά σε αέρα και θάλασσα, ενώ η στάση της Άγκυρας στο Ουκρανικό μπορεί να έχει εμπεδωθεί ως «επιτήδεια ουδετερότητα», ειδικά στο πεδίο των σιτηρών, αλλά την αποκλείει από την προνομιακή θέση που είχε γεωπολιτικά στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Θεμελιώδης ήττα για την επιθετική στρατηγική της Τουρκίας υπήρξε ο πόλεμος στη Γάζα. Εκεί που θέλησε να είναι εγγυήτρια με στρατιωτικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη την επόμενη μέρα, αλλά καμία πλευρά δεν της αφήνει περιθώριο για έναν τέτοιο ρόλο. Ούτε οι δυτικοί, ούτε οι κεντρικές δυνάμεις της Ασίας, Ρωσία - Κίνα, ούτε οι «στενοί σύμμαχοι» Κατάρ, Ιράν, που κρατούν τους κεντρικούς ρόλους διαμεσολάβησης για τον εαυτό τους, ούτε φυσικά οι «συνέταιροι» στις «συμφωνίες του Αβραάμ» Άραβες, Έλληνες, Εβραίοι, Ινδοί.
Στην Αθήνα ο Ερντογάν ήρθε ήρεμα για να αλλάξει τα δεδομένα αυτά και να «σπάσει» βαθμηδόν την εμπιστοσύνη των «εταίρων» στην Ανατολική Μεσόγειο και των ισχυρών συμμάχων τους, ειδικά των ΗΠΑ, ψάχνοντας μια «κερκόπορτα» για να μπει εκ νέου στο παιχνίδι…
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 12/12
Η Άγκυρα για χρόνια έδειξε ένα απολύτως επιθετικό πρόσωπο με τη θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», που ανέπτυξε σε συνδυασμό με το αυθαίρετο σύμφωνο με τη Λιβύη, ως προς την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών δικαιοδοσίας και οικονομικής εκμετάλλευσης, κυρίως σε βάρος των συμφερόντων και των δικαιωμάτων σχετικά της Ελλάδας. Επίσης η Τουρκία έχει εξαντλήσει την επιθετικότητά της, ρηματική και ψυχροπολεμική, απέναντι σε μια σειρά χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Σε πλήρη κλιμάκωση με την Ελλάδα, αναπτύσσοντας επιθετικά τη θεωρία των δύο κρατών απέναντι στην Κύπρο, σε απόλυτη εναρμόνιση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα απέναντι στην Αίγυπτο του Αλ Σίσι, σε άξονα με το Κατάρ και το Ιράν απέναντι στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, σε πλήρη ρήξη με το Ισραήλ και τον Νετανιάχου μετά τον πόλεμο στη Γάζα.
Πλήρης είναι και η αντιδυτική στροφή, με έμφαση απέναντι στις ΗΠΑ και τις πολιτικές τους ή τις επιλογές τους, της στρατηγικής της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο που ξεκίνησε στην Ουκρανία το 2022 μετά την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στα εδάφη της. Αλλά και πριν από αυτόν είναι αξιοσημείωτη η συγκεκριμένη παράμετρος, όταν η Ουάσινγκτον της επέβαλε κυρώσεις για την προμήθεια των συστημάτων S-400 από τη Μόσχα, αλλά και με τη θεαματική πλέον αναβάθμιση των σχέσεων ΗΠΑ - Ελλάδας - Κύπρου μέσω διμερών και περιφερειακών συμφωνιών. Η Τουρκία, έχοντας ταυτόχρονα απολέσει τις προσδοκίες της για μια ειδική σχέση, μάλλον ευνοούμενου κράτους, με την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει στρέψει τη στρατηγική της αποκλειστικά προς την Ασία, Ρωσία - Κίνα, επενδύοντας τα «assets» της στην ισλαμική ενότητα στο παγκόσμιο «power game». Βασικό πεδίο ανάπτυξης και προτεραιότητας της στρατηγικής της είναι το ανατολικό μέτωπο που ξεκινά από τις μουσουλμανικές χώρες του Καυκάσου και μέσω της Μεσοποταμίας «κατεβαίνει» στις περιοχές της Παλαιστίνης, την Αραβία και το «μέτωπο» της Αφρικής.
Στη διαδρομή για τη θάλασσα κρατά έναν αρχικό πυρήνα που συνδέεται ως τρίγωνο βάσης: Αζερμπαϊτζάν - Τουρκία - Βόρεια Κύπρος (κατεχόμενα). Η Τουρκία με την επιθετική στρατηγική που ακολούθησε τα τελευταία χρόνια, με μια προβολή ισχύος περιφερειακής νεοαυτοκρατορικής δύναμης του Ισλάμ, με δεσμούς μέσω ΝΑΤΟ με τη Δύση, σχεδόν στο «νήμα» των τελευταίων εκλογών για την προεδρία της χώρας και το νέο Κοινοβούλιο βρισκόταν ήδη σε δύσκολη θέση. Το «μέτωπο» με τη Δύση και ειδικά με τις ΗΠΑ την είχε φέρει σε δύσκολη θέση.
Η Τουρκία είχε αφοπλισθεί στον αέρα σε σχέση με τα μαχητικά τόσο F-16 όσο και F-35, με την Ελλάδα για παράδειγμα αντίστοιχα να έχει σημειώσει ένα ποιοτικό και ποσοτικό άλμα στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της ειδικά σε αέρα και θάλασσα, ενώ η στάση της Άγκυρας στο Ουκρανικό μπορεί να έχει εμπεδωθεί ως «επιτήδεια ουδετερότητα», ειδικά στο πεδίο των σιτηρών, αλλά την αποκλείει από την προνομιακή θέση που είχε γεωπολιτικά στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Θεμελιώδης ήττα για την επιθετική στρατηγική της Τουρκίας υπήρξε ο πόλεμος στη Γάζα. Εκεί που θέλησε να είναι εγγυήτρια με στρατιωτικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη την επόμενη μέρα, αλλά καμία πλευρά δεν της αφήνει περιθώριο για έναν τέτοιο ρόλο. Ούτε οι δυτικοί, ούτε οι κεντρικές δυνάμεις της Ασίας, Ρωσία - Κίνα, ούτε οι «στενοί σύμμαχοι» Κατάρ, Ιράν, που κρατούν τους κεντρικούς ρόλους διαμεσολάβησης για τον εαυτό τους, ούτε φυσικά οι «συνέταιροι» στις «συμφωνίες του Αβραάμ» Άραβες, Έλληνες, Εβραίοι, Ινδοί.
Στην Αθήνα ο Ερντογάν ήρθε ήρεμα για να αλλάξει τα δεδομένα αυτά και να «σπάσει» βαθμηδόν την εμπιστοσύνη των «εταίρων» στην Ανατολική Μεσόγειο και των ισχυρών συμμάχων τους, ειδικά των ΗΠΑ, ψάχνοντας μια «κερκόπορτα» για να μπει εκ νέου στο παιχνίδι…
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 12/12