Για χρόνια η Ελλάδα λογιζόταν ως βαλκανική δύναμη, ισχυρή εξαιτίας της θέσης της στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ αλλά βαλκανική.

Στη συνέχεια, με το πέρασμα των δεκαετιών και εξαιτίας της ένταξής της και στη ζώνη του ευρώ η Ελλάδα θεωρήθηκε χώρα του ευρωπαϊκού νότου με τη Βαλκανική να αποτελεί πεδίο για οικονομική εξωστρέφεια, δημιουργώντας φιλοδοξίες για περιφερειακή ισχύ. H προσέγγιση δεν επιβεβαιώθηκε από τις συνθήκες και τις εξελίξεις. Η «μεγάλη στροφή» της Ελλάδας και η συμμετοχή της γεωπολιτικά στη «μεγάλη σκακιέρα» της Μεσογείου συνέβη όταν η Αθήνα εν μέσω οικονομικής καταστροφής και δημοσιονομικής χρεοκοπίας επεχείρησε την προηγούμενη μόλις δεκαετία μαζί με την Κύπρο τη σύγκλιση με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Δύο αντίθετες δυνάμεις δηλαδή, με εχθρικό παρελθόν μεταξύ τους, που όμως αν αυτό ανετρέπετο θα σήμαινε μια νέα πορεία για μια ευρύτερη και πολύ «θορυβώδη» ευρεία περιφερειακή συγκρότηση.

Η ενότητα αυτή της Ανατολικής Μεσογείου εξελίχθηκε από τον ενεργειακό τομέα στον οικονομικό, τον εμπορικό και τον στρατιωτικό μέσα από διπλωματικά «τρίγωνα», με σύνδεσμο ανάμεσα στο εβραϊκό κράτος και τους Άραβες, την Ελλάδα και την Κύπρο. Με τα χρόνια η ενότητα αυτή, με τη μορφή «εταιρικής σχέσης» -που από την αρχή και μέχρι σήμερα αγνοούσε και αγνοεί τον παράγοντα Τουρκίαδιευρύνθηκε με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, το «άνοιγμα» στη Σαουδική Αραβία, την εμπέδωση των σχέσεων με την Ιορδανία.

Η «μεσογειακή ταυτότητα» απογείωσε τη γεωπολιτική αξία της Ελλάδας αλλά και την ασφάλεια της Κύπρου, που ανέπτυξε και μια εδική σχέση εκτός των άλλων χωρών και με το Κατάρ, που δεν διατηρεί η Ελλάδα. Η Μεσόγειος «άνοιξε» τον δρόμο στην Ελλάδα και στην Κύπρο προς τις αραβικές χώρες του Κόλπου και τελικά πρόσφατα προς την Ινδία. Ελλάδα και Κύπρος σε συγκλίνουσες διαδρομές ανέπτυξαν στενή διμερή σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά και αναβαθμισμένη σχέση με την πάντα συμμαχική για την Ελλάδα Γαλλία από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η πραγματικότητα σήμερα είναι πολύ διαφορετική για τις δυο χώρες από πλευράς γεωπολιτικής σημασίας από ό,τι πριν από 15 ή 20 χρόνια, και αυτό είναι εξόχως σημαντικό για το μέλλον.

Καταρχήν και για την παραδοσιακή μορφή ανάλυσης που όλα τα συνδέει με τον ανταγωνισμό αλλά και την γεωπολιτική αλληλεξάρτηση με την Τουρκία, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΝΑΤΟ, τα κράτη των Ελλήνων απόκτησαν αυτοτέλεια και γεωπολιτική ισχύ που δεν συνδέεται με την Τουρκία. Πέραν αυτών όμως και όπως και αν εξελιχθεί η διεθνής πολιτική, έχουν επιβεβαιώσει τον ρόλο τους και τη συνάρτησή τους με τον άξονα των «ναυτικών δυνάμεων» στις οποίες δεν εντάσσεται παραδοσιακά η Τουρκία. Αλλά ούτε το Ισραήλ ούτε η Αίγυπτος ούτε φυσικά τα Εμιράτα ή η Σαουδική Αραβία, έστω και αν έχουν Πολεμικό Ναυτικό ή οικονομικά συμφέροντα στην παγκόσμια ναυτιλία και το χρηματιστηριακό κεφάλαιο. Ελλάδα και Κύπρος μαζί λογίζονται -ως Έλληνες- ως μια από τις πλέον σημαντικές εμπορικές αρμάδες στη Δύση και παγκοσμίως, όχι ως κρατικές δομές αλλά ως ιδιωτικές πλοιοκτησίες, λιμάνια και σχετικές υποδομές.

Στην παρούσα πλέον φάση άλλωστε έχουμε μπροστά μας μια δομική παγκόσμια σύγκρουση ως προς τις διαδρομές, χερσαίες ή θαλάσσιες, του παγκόσμιου εμπορίου, όπως αυτό συνίσταται στην πορεία από την Ασία και τον Ειρηνικό προς τη Δύση και ειδικά στις διαδρομές μέσω Μεσογείου προς την Ευρώπη. Η Ελλάδα πλέον επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη έχει ανακτήσει τη δεινότητα του Πολεμικού Ναυτικού της αλλά και τα ναυπηγεία της, ενισχύοντας την ισχυρή «ταυτότητα» της ναυτικής δύναμης , εκπροσωπώντας και την Κύπρο σε παγκόσμιες αποστολές ασφαλείας της Δύσης, όπως η προς συγκρότηση υπό τις ΗΠΑ στη διαδρομή προς Σουέζ, μέσω Ερυθράς Θάλασσας.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 3/1