Η επιστολική ψήφος και η Ελλάδα του κόσμου
Φέρνει πιο κοντά στις κάλπες και τις κοινές αποφάσεις για την ηγεσία και την εξέλιξη της χώρας τις νεότερες γενιές του διαδικτύου και των κινητών τηλεφώνων
Όχι τυχαία ο πρωθυπουργός ξεκίνησε τη χθεσινή εβδομαδιαία κυριακάτικη ανασκόπησή του αναφερόμενος στον νόμο που εισάγεται σήμερα στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου προς συζήτηση, με τον οποίο καθιερώνεται η επιστολική ψήφος ως αποδεκτή μέθοδος συμμετοχής στις ευρωεκλογές, αρχικά με προσδοκίες να μονιμοποιηθεί ως μεθοδολογία σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες πλην των περιφερειακών-αυτοδιοικητικών.
Ο Κ. Μητσοτάκης στην ανασκόπησή του αυτή χαρακτήρισε δικαίως την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου «ιστορική μεταρρύθμιση». Είναι αρκετοί στη χώρα μας και από την πλευρά των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και γενικότερα, που ανησυχούν για την επιστολική ψήφο, επειδή προφανώς θεωρούν ότι διαταράσσει πάγιους συσχετισμούς στις εκλογικές περιφέρειες της ελλαδικής επικράτειας, άρα και των εκλογικών υπολογισμών και συσχετισμών που προκύπτουν. Έτσι προτάσσουν το επιχείρημα, για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν ελληνικής υπηκοότητας πρόσωπα, δεύτερης και τρίτης γενιάς Έλληνες των παροικιών, να συμμετάσχουν στις εθνικές ή τις ευρωπαϊκές εκλογές στην Ελλάδα, ενώ ζουν σε άλλες χώρες ή και σε άλλες ηπείρους εκτός Ευρώπης. Το επιχείρημα αυτό αντιμετωπίζει επί της ουσίας την Ελλάδα ως μια περιφέρεια ή μια κοινότητα. Δεν τη βλέπει ως «μητέρα πατρίδα» του παγκόσμιου Ελληνισμού. Ως το εθνικό κράτος των Ελλήνων όπου γης. Και μάλιστα όχι μόνον αυτών που κατάγονται από Έλληνες, αλλά και αυτών που ενδεχομένως επιλέγουν την ελληνική υπηκοότητα και ταυτότητα από επιλογή. Αρνούνται δηλαδή, υπακούοντας σε μικροκομματικές και προσωπικές σκοπιμότητες, τον κοσμοπολιτισμό των Ελλήνων.
Αγνοούν προφανώς ότι ακόμη και η εθνικολαϊκή επανάσταση που οδήγησε πριν από δυο αιώνες στη συγκρότηση του νέου ελληνικού εθνικού κράτους στηρίχθηκε και είχε σαν αφετηρία τις παροικίες των Ελλήνων στο εξωτερικό, ενώ τα επίσημα κτίρια και τα πανεπιστήμια του νέου κράτους δομήθηκαν στις περιουσίες και τις δωρεές Ελλήνων των παροικιών σε μεγάλο βαθμό, που είχαν αποκτήσει τις περιουσίες τους σε άλλες χώρες και περιοχές του πλανήτη και με την προσφορά τους θεμελίωσαν το οικοδόμημα της «μητέρας πατρίδας» του Ελληνισμού. Η επιστολική ψήφος θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι δεν είναι απλώς μεταρρύθμιση ή εκσυγχρονισμός, αλλά ο «ομφάλιος λώρος» που συνδέει τους όπου γης Έλληνες με τη «μάνα γη». Και το πώς θα εξελιχθεί το εθνικό κράτος των Ελλήνων στους αιώνες δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα των επιλογών και της πρακτικής αποκλειστικά των εντός των τειχών πολιτών, αλλά της ταυτότητας του Ελληνισμού, που αναπαράγεται στον κόσμο και μεταφέρει δυνατότητες και εμπειρία από το εξωτερικό στον γενέθλιο κοινό τόπο. Αντί για τον συνήθη «θρήνο» του Δημογραφικού και των εκτιμήσεων ότι το 2050 για παράδειγμα ο εθνικός πληθυσμός εντός των ελληνικών συνόρων θα είναι κατά 1.500.000 ανθρώπους λιγότερος, ας δούμε την Ελλάδα του κόσμου, που σε όλες τις περιπτώσεις θα πολλαπλασιάζεται και θα ισχυροποιείται, ξεκινώντας από το παρόν, που υπολογίζεται ότι μετρά 20.000.000 Έλληνες και όχι 10, που διαβιούν εντός της εθνικής επικράτειας.
Πέραν αυτού δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουμε την Ελλάδα ως ένα σύνολο πληθυσμού που ενισχύεται μέσα από τις υπηκοότητες που προκύπτουν από την παράτυπη ή τη νόμιμη μετανάστευση αυτών που αναζητούν από την Ασία ή την Αφρική μια καλύτερη ζωή στα εδάφη μας, αποκλείοντας τις νεότερες γενιές Ελλήνων όπου γης. Και γιατί να ψηφίζουν και να ψηφίζονται αυτοί; Μα γιατί η Ελλάδα ανήκει σε όλους μας. Η εξέλιξή της, ο κοσμοπολιτισμός της, η παράδοσή της δεν σχετίζεται με ένα «κλειστό σύνολο» Ελλαδιτών, αλλά αφετηριακά με τους Έλληνες όπου γης. Πέραν αυτών και σε σχέση με το εσωτερικό της χώρας η επιστολική ψήφος φέρνει πιο κοντά στις κάλπες και τις κοινές αποφάσεις για την ηγεσία και την εξέλιξη της χώρας τις νεότερες γενιές του διαδικτύου και των κινητών τηλεφώνων. Αυτούς δηλαδή στους οποίους ανήκει η Ελλάδα του εγγύς μέλλοντος.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 22/1
Ο Κ. Μητσοτάκης στην ανασκόπησή του αυτή χαρακτήρισε δικαίως την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου «ιστορική μεταρρύθμιση». Είναι αρκετοί στη χώρα μας και από την πλευρά των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και γενικότερα, που ανησυχούν για την επιστολική ψήφο, επειδή προφανώς θεωρούν ότι διαταράσσει πάγιους συσχετισμούς στις εκλογικές περιφέρειες της ελλαδικής επικράτειας, άρα και των εκλογικών υπολογισμών και συσχετισμών που προκύπτουν. Έτσι προτάσσουν το επιχείρημα, για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν ελληνικής υπηκοότητας πρόσωπα, δεύτερης και τρίτης γενιάς Έλληνες των παροικιών, να συμμετάσχουν στις εθνικές ή τις ευρωπαϊκές εκλογές στην Ελλάδα, ενώ ζουν σε άλλες χώρες ή και σε άλλες ηπείρους εκτός Ευρώπης. Το επιχείρημα αυτό αντιμετωπίζει επί της ουσίας την Ελλάδα ως μια περιφέρεια ή μια κοινότητα. Δεν τη βλέπει ως «μητέρα πατρίδα» του παγκόσμιου Ελληνισμού. Ως το εθνικό κράτος των Ελλήνων όπου γης. Και μάλιστα όχι μόνον αυτών που κατάγονται από Έλληνες, αλλά και αυτών που ενδεχομένως επιλέγουν την ελληνική υπηκοότητα και ταυτότητα από επιλογή. Αρνούνται δηλαδή, υπακούοντας σε μικροκομματικές και προσωπικές σκοπιμότητες, τον κοσμοπολιτισμό των Ελλήνων.
Αγνοούν προφανώς ότι ακόμη και η εθνικολαϊκή επανάσταση που οδήγησε πριν από δυο αιώνες στη συγκρότηση του νέου ελληνικού εθνικού κράτους στηρίχθηκε και είχε σαν αφετηρία τις παροικίες των Ελλήνων στο εξωτερικό, ενώ τα επίσημα κτίρια και τα πανεπιστήμια του νέου κράτους δομήθηκαν στις περιουσίες και τις δωρεές Ελλήνων των παροικιών σε μεγάλο βαθμό, που είχαν αποκτήσει τις περιουσίες τους σε άλλες χώρες και περιοχές του πλανήτη και με την προσφορά τους θεμελίωσαν το οικοδόμημα της «μητέρας πατρίδας» του Ελληνισμού. Η επιστολική ψήφος θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι δεν είναι απλώς μεταρρύθμιση ή εκσυγχρονισμός, αλλά ο «ομφάλιος λώρος» που συνδέει τους όπου γης Έλληνες με τη «μάνα γη». Και το πώς θα εξελιχθεί το εθνικό κράτος των Ελλήνων στους αιώνες δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα των επιλογών και της πρακτικής αποκλειστικά των εντός των τειχών πολιτών, αλλά της ταυτότητας του Ελληνισμού, που αναπαράγεται στον κόσμο και μεταφέρει δυνατότητες και εμπειρία από το εξωτερικό στον γενέθλιο κοινό τόπο. Αντί για τον συνήθη «θρήνο» του Δημογραφικού και των εκτιμήσεων ότι το 2050 για παράδειγμα ο εθνικός πληθυσμός εντός των ελληνικών συνόρων θα είναι κατά 1.500.000 ανθρώπους λιγότερος, ας δούμε την Ελλάδα του κόσμου, που σε όλες τις περιπτώσεις θα πολλαπλασιάζεται και θα ισχυροποιείται, ξεκινώντας από το παρόν, που υπολογίζεται ότι μετρά 20.000.000 Έλληνες και όχι 10, που διαβιούν εντός της εθνικής επικράτειας.
Πέραν αυτού δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουμε την Ελλάδα ως ένα σύνολο πληθυσμού που ενισχύεται μέσα από τις υπηκοότητες που προκύπτουν από την παράτυπη ή τη νόμιμη μετανάστευση αυτών που αναζητούν από την Ασία ή την Αφρική μια καλύτερη ζωή στα εδάφη μας, αποκλείοντας τις νεότερες γενιές Ελλήνων όπου γης. Και γιατί να ψηφίζουν και να ψηφίζονται αυτοί; Μα γιατί η Ελλάδα ανήκει σε όλους μας. Η εξέλιξή της, ο κοσμοπολιτισμός της, η παράδοσή της δεν σχετίζεται με ένα «κλειστό σύνολο» Ελλαδιτών, αλλά αφετηριακά με τους Έλληνες όπου γης. Πέραν αυτών και σε σχέση με το εσωτερικό της χώρας η επιστολική ψήφος φέρνει πιο κοντά στις κάλπες και τις κοινές αποφάσεις για την ηγεσία και την εξέλιξη της χώρας τις νεότερες γενιές του διαδικτύου και των κινητών τηλεφώνων. Αυτούς δηλαδή στους οποίους ανήκει η Ελλάδα του εγγύς μέλλοντος.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 22/1