ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ και συνταγματική ιστορία της χώρας κατά το παρελθόν υπήρξαν ευρείες χρονικές περίοδοι που οι υπουργοί δεν ψήφιζαν στο Κοινοβούλιο για όσο ήταν μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, αν και εκλεγμένοι βουλευτές. Στα Συντάγματα της Μεταπολίτευσης και στον κανονισμό της Βουλής μετά το 1974, ο πλήρης αυτός διαχωρισμός της εκτελεστικής από τη νομοθετική εξουσία δεν ίσχυσε. Οι υπουργοί και οι υφυπουργοί των κυβερνήσεων συμμετέχουν κανονικά στις ψηφοφορίες, από τη στιγμή που είναι εκλεγμένοι βουλευτές. Στην περίπτωση του σχεδίου νόμου για τους γάμους των ομόφυλων και το δικαίωμα στην τεκνοθεσία, παρουσιάζεται περιπλοκή υπό τύπον δημόσιας συζήτησης εντός και εκτός Κοινοβουλίου, στην οποία δεσπόζει το ζήτημα της υποχρέωσης των υπουργών να υπερψηφίσουν όχι κατά συνείδηση αλλά με πειθαρχία εξαιτίας της θέσης τους στην εκτελεστική εξουσία. Προβεβλημένη περίπτωση σχετικά, αυτή του υπουργού Επικρατείας Μ. Βορίδη. Αλλά και μιας σειράς υφυπουργών.

ΣΥΜΦΩΝΑ με την αρχική τοποθέτηση του πρωθυπουργού, κ. Μητσοτάκη, οι βουλευτές του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας στο εν λόγω σχέδιο νόμου -που δεν άπτεται άλλωστε ενός πολιτικού/κυβερνητικού ζητήματος του «πυρήνα», αλλά ενός ευρύτερου θέματος που άπτεται της δεσπόζουσας ηθικής, της κοινωνικής συγκρότησης, του θεσμού της οικογένειας, των σχέσεων με τη χριστιανική δοξασία όπως εκφράζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και των νοούμενων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή της ισότητας απέναντι στον νόμο- έχουν την ευχέρεια να ψηφίσουν κατά συνείδηση και σύμφωνα με τα «πιστεύω» τους και όχι στη βάση της επονομαζόμενης «κομματικής πειθαρχίας». Η σχετική τοποθέτηση του πρωθυπουργού, που άφησε μάλιστα και «παράθυρο ευκαιρίας» με μια ενδιάμεση στάση μέσω αποχής, απελευθέρωσε τους κυβερνητικούς βουλευτές και έδωσε δημοκρατική και πλουραλιστική διέξοδο στις διαφωνίες. Από εκεί και πέρα η κυβερνητική βούληση να θεσμοθετηθεί γάμος ομοφύλων με δικαίωμα στην τεκνοθεσία-υιοθεσία είναι ενιαία και σαφής. Το υπουργικό συμβούλιο δεν αποτελεί ούτε ενέχει πολιτειακά ρόλο Γερουσίας. Οι αποφάσεις λαμβάνονται στη βάση της βούλησης του πρωθυπουργού και όχι μιας πλειοψηφίας που σχηματίζεται στις συνεδριάσεις του διορισμένου από αυτόν υπουργικού συμβουλίου. Τα σχέδια νόμου όμως στο Κοινοβούλιο που φέρνει η κυβέρνηση υπερψηφίζονται ή καταψηφίζονται από τους βουλευτές, και μόνον και εφόσον υπάρξει πλειοψηφία, απλή ή ενισχυμένη ανάλογα με τα προβλεπόμενα, γίνονται νόμοι του κράτους και τίθενται σε ισχύ. Οι βουλευτές δεν διορίζονται στις θέσεις τους από τα κόμματα, αλλά εκλέγονται από τους ψηφοφόρους των εκλογικών περιφερειών τους, δίδοντας ψήφο εμπιστοσύνης στα κόμματα-κυβερνήσεις, ενώ αναφέρονται στο έθνος και το Σύνταγμα.

Η ΕΝΝΟΙΑ της «κομματικής πειθαρχίας» αποτελεί στρέβλωση ή παρερμηνεία ουσιαστικά και εισήχθη ως διατύπωση την εποχή του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980 από τον τότε επικεφαλής του και πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου. Δεν υφίσταται θεσμικά και οδηγεί επί της ουσίας σε μια δημοκρατία αλά καρτ στη βάση των εδρών των κομμάτων, κομματικοκεντρική και αρχηγική. Το ορθό θα ήταν να διαχωρίζεται πλήρως η νομοθετική από την εκτελεστική εξουσία στη βάση της διάκρισης των εξουσιών, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην παρούσα συγκυρία ο κ. Βορίδης έχει ένα δισυπόστατο ρόλο. Από τη μια είναι υπουργός και συμμετέχει στην ενιαία βούληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και από την άλλη βουλευτής και διαφωνεί με τον ιδιότυπο γάμο ομοφύλων και τη σχετική τεκνοθεσία. Επιλέγοντας την αποχή από την ψηφοφορία με εύσχημο τρόπο αντιμετωπίζει τους δύο ρόλους συνθετικά και διεξοδικά. Ομοίως και οι υφυπουργοί. Άρα δεν υπάρχει πρόβλημα ουσίας. Πολύ περισσότερο γιατί ο κ. Μητσοτάκης «απελευθερώνει» ορθά και συντεταγμένα δημοκρατικά την ψήφο κατά συνείδηση στους βουλευτές της πλειοψηφίας. Άλλωστε τον νόμο τον φέρνει η κυβέρνηση αλλά θα τον ψηφίσει το Κοινοβούλιο εν συνόλω, άσχετα αν υπάρχει «οριζόντια» διαφωνία σε όλα τα κόμματα.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»