ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ για τη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου ομοφύλων ήταν γνωστό εξαρχής ότι θα προκαλέσει προβλήματα. Συνοχής για το κυβερνητικό κόμμα και συσχετισμών για τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης. Για τη δεξιά αντιπολίτευση στη Νέα Δημοκρατία, αντίθετα, θα δημιουργούσε θετικά επιχειρήματα για την απομάκρυνση της Κεντροδεξιάς από τις παραδοσιακές αξίες του έθνους και της χριστιανικής θρησκείας. Πράγματι, το σχέδιο νόμου, ακόμη και στη φάση της επεξεργασίας του, πολύ περισσότερο όταν μπήκε σε δημόσια διαβούλευση και σε διαδικασία ψήφισης δέσποζε στον δημόσιο διάλογο, δημιούργησε αναταραχή στα κόμματα και έντονες συζητήσεις στην κοινωνία και το διαδίκτυο. Ο πρωθυπουργός λειτουργώντας με σωφροσύνη, πολιτική ωριμότητα και δημοκρατικό πνεύμα ορθοκρισίας σε πολύ πρώιμη φάση των εξελίξεων ξεκαθάρισε ότι ο πολιτικός γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών δεν θα αντιμετωπισθεί με την κλειστή έννοια ως πολιτικό ζήτημα, άρα δεν θα ζητηθεί από τους βουλευτές κομματική πειθαρχία. Στο ίδιο το νομοσχέδιο ταυτόχρονα δεν υιοθετήθηκε ρύθμιση που να επιτρέπει «παρένθετη μητέρα», δεν καταργήθηκαν τα «πατέρας» και «μητέρα», δεν προκρίθηκαν το επαίσχυντο γραφειοκρατικό «γονέας 1» και «γονέας 2». Στα θέματα υιοθεσίας τέκνων διατηρήθηκε το καθεστώς του 1946 που ισχύει στη χώρα μας και απλώς δόθηκε η ευκαιρία μετά την αναγνώριση πολιτικού γάμου ομόφυλων ζευγαριών να έχουν από κοινού και υιοθετημένα τέκνα και όχι αποκλειστικά στη βάση της μονογονεϊκής οικογένειας που ίσχυε μέχρι και χθες.

ΑΠΟ ΤΗΝ αφετηρία ακόμη λοιπόν ήταν εμφανές ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα έμπαινε προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο με κυβερνητική πρωτοβουλία, όμως, για να πάρει θετική ψήφο επί του συνόλου των βουλευτών και όχι από την κυβερνητική πλειοψηφία. Κανένα πρόβλημα για έναν ώριμο κοινοβουλευτισμό, έστω και αν κάτι τέτοιο χαρακτηρίζεται πρόβλημα για τα ελληνικά ειωθότα. Παρά ταύτα, από την αντιπολίτευση, αριστερά και δεξιά, προβλήθηκαν επιχειρήματα περί «δεδηλωμένης». Κατά πόσον, δηλαδή, εφόσον το σύνολο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ δεν υπερψήφιζε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έχει την αυτοδύναμη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Αστεία πράγματα, που δείχνουν όμως πόσο εμπεδωμένη αλλά και πόσο βαρετή είναι η κομματοκρατία στην Ελλάδα, που ουσιαστικά καταργεί ή υποβαθμίζει δραστικά τον κοινοβουλευτισμό. Οι βουλευτές σε όλες τις περιπτώσεις είναι εθνικοί και λαϊκοί αντιπρόσωποι και ως τέτοιοι απευθύνονται στη βάση της συνείδησής τους και της λογοδοσίας τους όχι προς την εκλογική τους περιφέρεια αλλά προς το έθνος -αυτό το ορίζει ρητά το Σύνταγμα-, για τη θέση και την άποψη που υποστηρίζουν. Τελικά, για την ψήφο που δίνουν σε κάθε νομοσχέδιο. Στην απλοϊκή όμως και υποβαθμισμένη ως προς τον κοινοβουλευτισμό της Ελλάδα, οι βουλευτές ανήκουν στα κόμματα και ψηφίζουν ή καταψηφίζουν με κομματική συνείδηση και πειθαρχία τα νομοσχέδια, υποβάλλοντας τα σέβη τους στην ηγεσία και την κομματική νομενκλατούρα και όχι στο έθνος και τον λαό.

Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ κ. Μητσοτάκης με την έννοια αυτή και φέροντας το συγκεκριμένο, πολωτικό ως προς τον χαρακτήρα του, νομοσχέδιο προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο επιχείρησε με σαφήνεια μια πολιτειακού χαρακτήρα πειθαρχία. Ζήτησε από το Κοινοβούλιο να αναλάβει τις ευθύνες του εν σώματι. Και ή να υπερψηφίσει ή να καταψηφίσει τη θεσμοποίηση του πολιτικού γάμου των ομοφύλων, μετά την έντονη και μακρά κοινοβουλευτική συζήτηση που προηγήθηκε. Τα κόμματα στην προκειμένη περίπτωση τοποθετήθηκαν και οι βουλευτές που ήταν παρόντες ψήφισαν. Η στάση της αποχής, που δόθηκε ως διέξοδος, αποτελεί «ευγενή ισορροπία» θεσμικών ρόλων, ειδικά για όσους βουλευτές τυγχάνουν και στελέχη της κυβέρνησης διορισμένα από τον πρωθυπουργό. Ο κ. Μητσοτάκης με τους χειρισμούς του σε ένα δύσκολο εγχείρημα πήρε, έτσι, επιπλέον ψήφο εμπιστοσύνης από όλους όσοι ομνύουν σε έναν αρτιότερο κοινοβουλευτισμό, με λιγότερη κομματοκρατία.

*Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»