Εχει περάσει ένας χρόνος από το δυστύχηµα στα Τέµπη µε 57 νεκρούς, οι περισσότεροι φοιτητές. Ένα δυστύχηµα που δεν προέκυψε έτσι ξαφνικά, αλλά οφείλεται, όπως από τις πρώτες ώρες διεφάνη, σε προσωπικά λάθη χειριστών και σταθµαρχών, σε κενά ασφαλείας ή σε σηµαντικά ελλείµµατα υποδοµών και τεχνολογικών εφαρµογών. Η παραίτηση του αρµόδιου υπουργού τότε, κ. Καραµανλή, αλλά όχι του αρµόδιου υφυπουργού, για παράδειγµα, υπήρξε µια πρώτη αντίδραση απέναντι στις δραµατικές εξελίξεις. Καµία ανάληψη ευθυνών ταυτόχρονα από την ιταλική εταιρεία που λειτουργεί τους σιδηρόδροµους στην Ελλάδα. Από εκεί και πέρα και ενώ αναλάµβανε έργο η τακτική ∆ικαιοσύνη, το Κοινοβούλιο ενεπλάκη στην όλη υπόθεση της απόδοσης ευθυνών πολιτικών προσώπων κυρίως, σχετικά µε τις συνθήκες του δυστυχήµατος.

Αποφασίστηκε η συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής. Οι συνεδριάσεις της που ακολούθησαν, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις µεγάλων υποθέσεων και σκανδάλων, συνέτειναν στη «συκοφάντηση» του κύρους και της λειτουργικότητας του Ελληνικού Κοινοβουλίου . Για µια ακόµη φορά αποδείχθηκε ότι το Κοινοβούλιο στην Ελλάδα λειτουργεί στη βάση του συσχετισµού των κοµµάτων και των προτεραιοτήτων τους και αδυνατεί να αντιµετωπίσει και την πιο δραµατική υπόθεση υπερκοµµατικά και αντικειµενικά. Το λάθος λοιπόν ήταν αφετηριακό: το ότι αποφασίστηκε να συγκροτηθεί Εξεταστική για να διαλευκάνει, έστω πολιτικά, τις ευθύνες για το σιδηροδροµικό δυστύχηµα.

Πολλές φορές οι παράγοντες του κοινοβουλευτισµού στην Ελλάδα έχουν ζηλέψει τη φήµη και την αποτελεσµατικότητα ειδικών επιτροπών του αµερικανικού Κογκρέσου ή και άλλων ευρωπαϊκών κοινοβουλίων και θέλησαν να εµπλακούν και να κάνουν χρήση της ευχέρειας που δίδεται σχετικά στο Κοινοβούλιο µε εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές. Απέτυχαν για µια ακόµη φορά στο έργο που ανέλαβαν. Όχι µόνον δεν κατέληξαν πουθενά, αλλά η εικόνα της Επιτροπής και οι συνθήκες κοµµατικού ανταγωνισµού µεταξύ κυβέρνησης και κοµµάτων της αντιπολίτευσης ήταν τέτοια, που είχε σαν αποτέλεσµα την επιπλέον αγανάκτηση και οργή από τους συγγενείς των θυµάτων, αλλά και την αίσθηση θεσµικής απαξίας για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου σε σχέση µε αυτές τις ειδικές επιτροπές.

Το καλύτερο για το Ελληνικό Κοινοβούλιο είναι να περιορίζει τις φιλοδοξίες του στη διαδικασία της άρσης ασυλίας για µέλη του στην περίπτωση που αυτό ζητείται από την τακτική ∆ικαιοσύνη και σε συζητήσεις προ ηµερησίας διάταξης, όπου τουλάχιστον µε σχετικά εύσχηµο, ευθύ και περισσότερο ειλικρινή τρόπο θα εξελιχθεί η πολιτική αντιπαράθεση. Θα ήταν µάλιστα ενδιαφέρον και περισσότερο νοµιµοποιητικό για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, αν στην περίπτωση αυτών των συζητήσεων υπήρχε από τις ηγεσίες και τους εκπροσώπους των κοµµάτων λιγότερο κοµµατική και περισσότερο ουσιαστική και στρατηγική σύνθεση για το τι πρέπει να γίνει, παρά σύγκρουση για το ποια κυβέρνηση ποιου κόµµατος είναι υπαίτια για την καταστροφή ή το οικονοµικό σκάνδαλο. Συγγενείς και πολίτες έχουν στραµµένη τη µατιά τους προς την τακτική ∆ικαιοσύνη για την απαγγελία κατηγοριών και την εκδίκαση της υπόθεσης, ώστε να υπάρξει δικαιοσύνη για την τραγωδία των Τεµπών, και όχι στα κόµµατα. Πολλές φορές έχει απογοητεύσει η ∆ικαιοσύνη στην εξέταση υποθέσεων και σκανδάλων και στην απόδοση ευθυνών, αλλά σε καµία περίπτωση δεν ισχύει αυτό που συµβαίνει µε το Κοινοβούλιο, που σε όλες τις περιπτώσεις διασύρεται και αυτοσυκοφαντείται όταν επιχειρεί να αναλάβει ανακριτικά και δικαστικά καθήκοντα. Αυτό που από την άλλη πλευρά θα πρέπει να απασχολήσει το Κοινοβούλιο είναι να εξετάσει µε ψύχραιµο τρόπο και να καταλήξει τι πρέπει να γίνει ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει σιδηροδροµικό δίκτυο ευρωπαϊκών προδιαγραφών, ώστε να µην έχουµε και άλλες τραγωδίες τύπου Τεµπών. Σηµειωτέον ότι στον φετινό προϋπολογισµό τα κονδύλια για το σιδηροδροµικό δίκτυο δεν εντυπωσιάζουν…

*Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»