H επόμενη Ευρώπη και η ελληνική ψήφος
Άρθρο γνώμης
Η Ελλάδα προβάλλει αρκετά ξεκάθαρες θέσεις και στρατηγικέςγια το εγγύς µέλλον, έχοντας ουσιαστικά ξεκαθαρίσει την πρόθεσή της να υποστηρίξει και να «επενδύσει» σε µια ενιαία και πιο αποφασιστική ∆ύση
Ο πρωθυπουργός λίγες ηµέρες πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές ζητά ισχυρή ψήφο στήριξης στη Νέα ∆ηµοκρατία, προκειµένου να συνεχίσει να αποτελεί ένα από τα πλέον ισχυρά κόµµατα στην κεντροδεξιά ευρωπαϊκή οµάδα, το ΕΛΚ.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει κάθε λόγο να κάνει κάτι τέτοιο και να φέρνει σε δεύτερη µοίρα το εσωτερικό µέτωπο και την πολιτική σταθερότητα στη διακυβέρνηση, αφού αυτή έχει κριθεί από τις περσινές διπλές εθνικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, θα έχουµε τον ίδιο πρωθυπουργό, την ίδια κυβερνητική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και έναν ορίζοντα µέχρι τον Ιούνιο του 2027 µε σταθερή διακυβέρνηση, όποια και να είναι η επιλογή των ψηφοφόρων στην κάλπη της επόµενης Κυριακής. Οι δηµοσκοπήσεις, πάντως, δείχνουν ότι η Νέα ∆ηµοκρατία έχει αυξήσει τη συσπείρωσή της στη µάλλον αδιάφορη προεκλογική περίοδο, έχοντας ξεπεράσει τις πικρίες που είχαν δηµιουργηθεί το προηγούµενο πολιτικό διάστηµα στην πιο παραδοσιακή πτέρυγα των ψηφοφόρων της. Επίσης, σε µεγάλο βαθµό έχει ξεκαθαρίσει και το κλίµα για τα κόµµατα της αντιπολίτευσης, µε το ποσοστό της αποχής φυσικά να παραµένει ο αστάθµητος παράγοντας ως προς το εύρος της επιρροής τους.
Αρα τα ζητούµενα στην τελευταία φάση πριν από την Κυριακή των εκλογών δεν βρίσκονται στο εσωτερικό µέτωπο, αλλά στον συσχετισµό των δυνάµεων που θα προκύψουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το βράδυ της 9ης Ιουνίου. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι θα καταγραφεί ένα ισχυρό σοκ για την «πολιτική ορθότητα» που κυριαρχούσε την τελευταία εικοσαετία και χαρακτήριζε ως «λαϊκισµό» οποιαδήποτε προσπάθεια εκτροπής από τις νόρµες της «πράσινης µετάβασης», την Ευρώπη των λόµπι και των ανώνυµων τεχνοκρατών της Κοµισιόν στις Βρυξέλλες, που καθόριζαν τον τρόπο ζωής και τους ρυθµούς της καθηµερινότητας των πολιτών στη βάση των προδιαγραφών που αυτοί αποφάσιζαν, χωρίς κανενός τύπου τελικά δηµοκρατική νοµιµοποίηση ουσίας. Η επερχόµενη πραγµατικότητα φέρνει τις δυνάµεις της εναλλακτικής ∆εξιάς και σε κάποιες περιπτώσεις και χώρες και την Ακροδεξιά στο προσκήνιο δίδοντας περιθώρια για αλλαγές στις «µεγάλες πολιτικές» του γκρουπ. Υπάρχουν δύο µεγάλες ευρωπαϊκές οµάδες που διαφαίνεται να αποκτούν κυριαρχία στο επόµενο Κοινοβούλιο. Αυτές είναι οι «Ευρωπαίοι Συντηρητικοί, Μεταρρυθµιστές», µε ηγετική προσωπικότητα σε αυτούς την Ιταλίδα πρωθυπουργό, Τζόρτζια Μελόνι, και η «Ταυτότητα και ∆ηµοκρατία», µε ηγετικές προσωπικότητες τη Γαλλίδα πολιτικό Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Συναγερµού και τον Ιταλό επικεφαλής της Λέγκας, Σαλβίνι. Οι δεξιές αυτές δυνάµεις µαζί µε µια δέσµη εθνικών, ταυτοτικών κοµµάτων ή κινηµάτων της πέραν της χριστιανοδηµοκρατίας ∆εξιάς, που διατηρούν τη διαφορετικότητά τους ακόµα και µεταξύ τους, προτίθενται να ανατρέψουν τα δεδοµένα που σχετίζονται µε την παγκοσµιοποίηση, αλλά και τη δεσπόζουσα woke κουλτούρα στη ∆ύση.
Από την άλλη πλευρά, οι δυνάµεις και τα σχήµατα της Κεντροαριστεράς - Αριστεράς, όχι µόνον στη χώρα µας, αλλά σε όλη την Ευρώπη, χάνουν τη δυναµική τους και την επιρροή τους στις κοινωνίες και µάλλον δεν θα έχουν τη δυνατότητα και ως ευρωπαϊκές οµάδες να καθορίσουν σε σύµπραξη µε το ΕΛΚ τις τύχες της Ενωσης την επόµενη καθοριστική για την εξέλιξη πενταετία. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η πρόταση του παραµένοντος σε δεσπόζουσα θέση ΕΛΚ για την επικεφαλής της Κοµισιόν, Γερµανίδα φον ντερ Λάιεν, για µια δεύτερη θητεία, µπορεί να προκύψει ως αποτέλεσµα, όχι όµως στη βάση της σύγκλισης µε την Αριστερά της Ευρώπης -Σοσιαλιστές ή Πράσινους- και τους Φιλελευθέρους, αλλά µε τη ∆εξιά της ∆εξιάς.
Τι θα σηµάνει κάτι τέτοιο; Είναι διαφορετικό το εν λόγω consensus από το συνηθισµένο την τελευταία 20ετία, που αποτελούσε, άλλωστε, αντικατοπτρισµό του «µεγάλου συνασπισµού» διακυβέρνησης στη Γερµανία. Μια τέτοια νέα πραγµατικότητα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο πώς θα διαµορφωθεί το πλέγµα ηγεσίας στην Ενωση, στην Κοµισιόν ή στο Συµβούλιο. Αλλά και στο µείγµα και στις παραµέτρους ή στους µηχανισµούς που θα αποφασισθούν στην Ευρώπη στην εξέλιξή της από µια µονοδιάστατα «πράσινη ήπειρο» σε µια παγκόσµια δύναµη µε πολεµική οικονοµία. Είναι ήδη καταγεγραµµένο ότι τα κονδύλια για την «πράσινη οικονοµία» είναι υπέρογκα και δεν επιτρέπουν την πολεµική οικονοµία. Οι λαοί δε της Ευρώπης, αποξενωµένοι από την υπερεθνική ηγεσία της ενότητάς τους, έχουν ήδη στραφεί εναντίον της για τα πλήγµατα που υποδέχονται στην καθηµερινότητά τους είτε από την αγροτική πολιτική που αποφασίζεται είτε από το έλλειµµα ανταγωνιστικότητας στις οικονοµίες τους είτε από την ανισότητα στη διάχυση του πλούτου και των ευκαιριών που σηµειώνεται. Το όλο ζήτηµα στη βάση του δεν είναι ιδεολογικό ανάµεσα στη ∆εξιά και την Αριστερά, αφού η εταιρική διακυβέρνηση της Ευρώπης, όπως έχει εξελιχθεί στη βάση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, βασίζεται σε λειτουργικό πραγµατισµό των συµφερόντων τραπεζών και κονσόρτσιουµ εταιρειών. ∆εν έχει καθαρά πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά µόνον συσχετισµό επίδειξης ισχύος κεντρικών βιοµηχανικών δυνάµεων και περιφερειακών δυνατοτήτων παρέµβασης στις αποφάσεις.
Οι εξελίξεις θα καθορισθούν µε κάποιες χώρες πιο ωφεληµένες από άλλες και µε την ευρωπαϊκή οντότητα τελικά να καταλήγει είτε σε µια πιο στενή σχέση µε τις ΗΠΑ είτε σε µια κατάσταση ανταγωνισµού µαζί της, αναζητώντας το περιθώριο «ουδετερότητας» ανάµεσα στη ∆ύση και την Ευρασία υπό την ηγεσία της Κίνας. Η Ελλάδα προβάλλει αρκετά ξεκάθαρες θέσεις και στρατηγικές για το εγγύς µέλλον, έχοντας ουσιαστικά ξεκαθαρίσει την πρόθεσή της να υποστηρίξει και να «επενδύσει» σε µια ενιαία και πιο αποφασιστική ∆ύση, αλλά και σε µια Ευρώπη ενδεχοµένως πιο πλουραλιστική και εθνοκεντρικά δηµιουργική, αλλά όχι υπερβολικά αντισυστηµική σε σχέση µε τον εαυτό της µετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης έχει πετύχει µια πλεονεκτική θέση µε διαπραγµατευτική δεινότητα για τη χώρα, αλλά επιζητά µια ισχυρή ψήφο στις ευρωεκλογές για να συνεχίσει να χρησιµοποιεί την πολιτική κανονικότητά µας ως «παράθυρο ευκαιρίας» θετικών συσχετισµών για τις εθνικές µας επιδιώξεις στο νέο, υπό διαµόρφωση ευρωπαϊκό περιβάλλον των πιο εθνικών κρατών.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Ο κ. Μητσοτάκης έχει κάθε λόγο να κάνει κάτι τέτοιο και να φέρνει σε δεύτερη µοίρα το εσωτερικό µέτωπο και την πολιτική σταθερότητα στη διακυβέρνηση, αφού αυτή έχει κριθεί από τις περσινές διπλές εθνικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, θα έχουµε τον ίδιο πρωθυπουργό, την ίδια κυβερνητική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και έναν ορίζοντα µέχρι τον Ιούνιο του 2027 µε σταθερή διακυβέρνηση, όποια και να είναι η επιλογή των ψηφοφόρων στην κάλπη της επόµενης Κυριακής. Οι δηµοσκοπήσεις, πάντως, δείχνουν ότι η Νέα ∆ηµοκρατία έχει αυξήσει τη συσπείρωσή της στη µάλλον αδιάφορη προεκλογική περίοδο, έχοντας ξεπεράσει τις πικρίες που είχαν δηµιουργηθεί το προηγούµενο πολιτικό διάστηµα στην πιο παραδοσιακή πτέρυγα των ψηφοφόρων της. Επίσης, σε µεγάλο βαθµό έχει ξεκαθαρίσει και το κλίµα για τα κόµµατα της αντιπολίτευσης, µε το ποσοστό της αποχής φυσικά να παραµένει ο αστάθµητος παράγοντας ως προς το εύρος της επιρροής τους.
Αρα τα ζητούµενα στην τελευταία φάση πριν από την Κυριακή των εκλογών δεν βρίσκονται στο εσωτερικό µέτωπο, αλλά στον συσχετισµό των δυνάµεων που θα προκύψουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το βράδυ της 9ης Ιουνίου. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι θα καταγραφεί ένα ισχυρό σοκ για την «πολιτική ορθότητα» που κυριαρχούσε την τελευταία εικοσαετία και χαρακτήριζε ως «λαϊκισµό» οποιαδήποτε προσπάθεια εκτροπής από τις νόρµες της «πράσινης µετάβασης», την Ευρώπη των λόµπι και των ανώνυµων τεχνοκρατών της Κοµισιόν στις Βρυξέλλες, που καθόριζαν τον τρόπο ζωής και τους ρυθµούς της καθηµερινότητας των πολιτών στη βάση των προδιαγραφών που αυτοί αποφάσιζαν, χωρίς κανενός τύπου τελικά δηµοκρατική νοµιµοποίηση ουσίας. Η επερχόµενη πραγµατικότητα φέρνει τις δυνάµεις της εναλλακτικής ∆εξιάς και σε κάποιες περιπτώσεις και χώρες και την Ακροδεξιά στο προσκήνιο δίδοντας περιθώρια για αλλαγές στις «µεγάλες πολιτικές» του γκρουπ. Υπάρχουν δύο µεγάλες ευρωπαϊκές οµάδες που διαφαίνεται να αποκτούν κυριαρχία στο επόµενο Κοινοβούλιο. Αυτές είναι οι «Ευρωπαίοι Συντηρητικοί, Μεταρρυθµιστές», µε ηγετική προσωπικότητα σε αυτούς την Ιταλίδα πρωθυπουργό, Τζόρτζια Μελόνι, και η «Ταυτότητα και ∆ηµοκρατία», µε ηγετικές προσωπικότητες τη Γαλλίδα πολιτικό Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Συναγερµού και τον Ιταλό επικεφαλής της Λέγκας, Σαλβίνι. Οι δεξιές αυτές δυνάµεις µαζί µε µια δέσµη εθνικών, ταυτοτικών κοµµάτων ή κινηµάτων της πέραν της χριστιανοδηµοκρατίας ∆εξιάς, που διατηρούν τη διαφορετικότητά τους ακόµα και µεταξύ τους, προτίθενται να ανατρέψουν τα δεδοµένα που σχετίζονται µε την παγκοσµιοποίηση, αλλά και τη δεσπόζουσα woke κουλτούρα στη ∆ύση.
Από την άλλη πλευρά, οι δυνάµεις και τα σχήµατα της Κεντροαριστεράς - Αριστεράς, όχι µόνον στη χώρα µας, αλλά σε όλη την Ευρώπη, χάνουν τη δυναµική τους και την επιρροή τους στις κοινωνίες και µάλλον δεν θα έχουν τη δυνατότητα και ως ευρωπαϊκές οµάδες να καθορίσουν σε σύµπραξη µε το ΕΛΚ τις τύχες της Ενωσης την επόµενη καθοριστική για την εξέλιξη πενταετία. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η πρόταση του παραµένοντος σε δεσπόζουσα θέση ΕΛΚ για την επικεφαλής της Κοµισιόν, Γερµανίδα φον ντερ Λάιεν, για µια δεύτερη θητεία, µπορεί να προκύψει ως αποτέλεσµα, όχι όµως στη βάση της σύγκλισης µε την Αριστερά της Ευρώπης -Σοσιαλιστές ή Πράσινους- και τους Φιλελευθέρους, αλλά µε τη ∆εξιά της ∆εξιάς.
Τι θα σηµάνει κάτι τέτοιο; Είναι διαφορετικό το εν λόγω consensus από το συνηθισµένο την τελευταία 20ετία, που αποτελούσε, άλλωστε, αντικατοπτρισµό του «µεγάλου συνασπισµού» διακυβέρνησης στη Γερµανία. Μια τέτοια νέα πραγµατικότητα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο πώς θα διαµορφωθεί το πλέγµα ηγεσίας στην Ενωση, στην Κοµισιόν ή στο Συµβούλιο. Αλλά και στο µείγµα και στις παραµέτρους ή στους µηχανισµούς που θα αποφασισθούν στην Ευρώπη στην εξέλιξή της από µια µονοδιάστατα «πράσινη ήπειρο» σε µια παγκόσµια δύναµη µε πολεµική οικονοµία. Είναι ήδη καταγεγραµµένο ότι τα κονδύλια για την «πράσινη οικονοµία» είναι υπέρογκα και δεν επιτρέπουν την πολεµική οικονοµία. Οι λαοί δε της Ευρώπης, αποξενωµένοι από την υπερεθνική ηγεσία της ενότητάς τους, έχουν ήδη στραφεί εναντίον της για τα πλήγµατα που υποδέχονται στην καθηµερινότητά τους είτε από την αγροτική πολιτική που αποφασίζεται είτε από το έλλειµµα ανταγωνιστικότητας στις οικονοµίες τους είτε από την ανισότητα στη διάχυση του πλούτου και των ευκαιριών που σηµειώνεται. Το όλο ζήτηµα στη βάση του δεν είναι ιδεολογικό ανάµεσα στη ∆εξιά και την Αριστερά, αφού η εταιρική διακυβέρνηση της Ευρώπης, όπως έχει εξελιχθεί στη βάση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, βασίζεται σε λειτουργικό πραγµατισµό των συµφερόντων τραπεζών και κονσόρτσιουµ εταιρειών. ∆εν έχει καθαρά πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά µόνον συσχετισµό επίδειξης ισχύος κεντρικών βιοµηχανικών δυνάµεων και περιφερειακών δυνατοτήτων παρέµβασης στις αποφάσεις.
Οι εξελίξεις θα καθορισθούν µε κάποιες χώρες πιο ωφεληµένες από άλλες και µε την ευρωπαϊκή οντότητα τελικά να καταλήγει είτε σε µια πιο στενή σχέση µε τις ΗΠΑ είτε σε µια κατάσταση ανταγωνισµού µαζί της, αναζητώντας το περιθώριο «ουδετερότητας» ανάµεσα στη ∆ύση και την Ευρασία υπό την ηγεσία της Κίνας. Η Ελλάδα προβάλλει αρκετά ξεκάθαρες θέσεις και στρατηγικές για το εγγύς µέλλον, έχοντας ουσιαστικά ξεκαθαρίσει την πρόθεσή της να υποστηρίξει και να «επενδύσει» σε µια ενιαία και πιο αποφασιστική ∆ύση, αλλά και σε µια Ευρώπη ενδεχοµένως πιο πλουραλιστική και εθνοκεντρικά δηµιουργική, αλλά όχι υπερβολικά αντισυστηµική σε σχέση µε τον εαυτό της µετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης έχει πετύχει µια πλεονεκτική θέση µε διαπραγµατευτική δεινότητα για τη χώρα, αλλά επιζητά µια ισχυρή ψήφο στις ευρωεκλογές για να συνεχίσει να χρησιµοποιεί την πολιτική κανονικότητά µας ως «παράθυρο ευκαιρίας» θετικών συσχετισµών για τις εθνικές µας επιδιώξεις στο νέο, υπό διαµόρφωση ευρωπαϊκό περιβάλλον των πιο εθνικών κρατών.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ