Οι πιθανότητες να βγει κερδισµένη η Ελλάδα
Άρθρο γνώμης
Στην παρούσα φάση, της συνολικής αναδιάταξης των ζωνών επιρροής στο µπρα ντε φερ ΗΠΑ - Κίνας, αλλά και του status quo σε διάφορες γεωπολιτικές και οικονοµικές περιφέρειες του κόσµου, οι ηγεσίες στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν έχουν να σκεφθούν πολλά

Η ελληνική στρατηγική που διαµορφώθηκε από το 2009-2010 και µετά –υπηρετήθηκε ουσιαστικά στις βασικές της παραδοχές από όλες τις διαφορετικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν– διατηρεί την ενάργεια και τη διορατικότητά της και στην παρούσα συγκυρία των διεθνών ανατροπών. Η νέα στρατηγική αφετηριακά τοποθετούσε την Ελλάδα στη ∆ύση. Σε ευθεία σύνδεση συµφερόντων µε τις ΗΠΑ –και όχι µόνον–, το ΝΑΤΟ, σε οργανική σχέση χωρίς γεωπολιτική αφοσίωση µε το νοµισµατικό και εµπορικό κλαµπ της Ευρώπης, όντας το 10ο κατά σειρά ένταξης µέλος του, µετακινώντας την Ελλάδα από την παραδοσιακή «ουδετεροφιλία» σε σχέση µε τη Ρωσία, και σε απόκλιση από τον σφιχτό εναγκαλισµό µε την Κίνα, που από τότε εξελισσόταν.
Στη βασική παραδοχή της νέας αυτής στρατηγικής, που απεδείχθη εκ των πραγµάτων απολύτως εύστοχη, ήταν η παράκαµψη του µέχρι τότε «Ανατολικού Ζητήµατος» για τη χώρα µας, που ήταν η επιθετικότητα και ο εγκλωβισµός στην ανάσχεση της µόνιµης στις δεκαετίες επιθετικότητας της Τουρκίας. Επίσης, η διεύρυνση της διεθνούς πολιτικής της από τα επονοµαζόµενα «εθνικά» θέµατα (Μακεδονικό, Αιγαίο, Κύπρος, µειονότητες) καθώς και από τον στενό περίγυρο της Βαλκανικής στην Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Ο λόγος για την εποχή που στη βάση της κατάληψης από τους Ισραηλινούς του «Μαβί Μαρµαρά» άνοιγε το µέτωπο της αντιπαράθεσης της όλο και πιο ισλαµικής Τουρκίας του Ερντογάν. Αλλά το «κλειδί» στην ελληνική στρατηγική ήταν και είναι ότι η δόµηση και η θεαµατική αναβάθµιση των σχέσεων µε το εβραϊκό κράτος και σχεδόν ταυτόχρονα µε την Αίγυπτο, µετά την κατάρρευση του καθεστώτος Μόρσι και της Μουσουλµανικής Αδελφότητας, δεν σχετίζονταν µε µια ελληνοτουρκική αντιπαράθεση ή ανταγωνισµό, αλλά µε µια διευρυµένη οπτική της Ελλάδας µαζί µε την Κύπρο στην ενεργειακή, εµπορική, οικονοµική και πολιτισµική πολιτική τους προς τη Μεσόγειο. Με τον τρόπο αυτόν αναδιατάχτηκαν και τα γεωπολιτικά δόγµατα ασφάλειας των δύο κρατών των Ελλήνων, ανοίγοντας µια νέα περίοδο σύγκλισης αντιθέσεων σε µια πολύ ευρύτερη περιφέρεια. Αυτή που ιστορικά και γεωγραφικά συνδέει την Ευρώπη, την Αφρική και τη ∆υτική Ασία.
Μεταξύ του 2010 και του 2025 συνέβησαν πολλά. Από την «Αραβική Ανοιξη» και την απόπειρα πραξικοπήµατος ανατροπής του Ερντογάν, την πρώτη περίοδο Τραµπ και τις «Συµφωνίες του Αβραάµ», τη Συµφωνία των Πρεσπών µέχρι τους πολέµους στην Ανατολή µετά το µακελειό της «Χαµάς» σε βάρος του Ισραήλ και τον πόλεµο στην Ουκρανία. Το σηµαντικό είναι ότι η νέα αυτή στρατηγική της Ελλάδας όχι µόνον άντεξε στις αναταράξεις και στα δεδοµένα των διαφόρων περιόδων, αλλά απεδείχθη διεξοδική για τα συµφέροντα και, προπάντων, την ισχύ της Ελλάδας. Το γεγονός ότι η νέα αυτή στρατηγική δηµιούργησε εξαιρετικά θετικά δεδοµένα και µε τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία, τώρα πλέον µε τον Λίβανο ή βαθµηδόν µε το Κατάρ, αλλά τελικά συνδέεται άµεσα µε την προοπτική των σχέσεων στο ανατολικό σύνορο µιας ενιαίας ζώνης, την υπερδύναµη Ινδία, δείχνει ότι τα κέρδη για την ακόµα και σήµερα διστακτική Ελλάδα είναι πολύ σηµαντικά και καθοριστικά για τη γεωπολιτική της αξία.
Στην παρούσα φάση, της συνολικής αναδιάταξης των ζωνών επιρροής στο µπρα-ντε-φερ ΗΠΑ - Κίνας, αλλά και του status quo σε διάφορες γεωπολιτικές και οικονοµικές περιφέρειες του κόσµου, οι ηγεσίες στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν έχουν να σκεφθούν πολλά. Η δυτική και περιφερειακή τους στρατηγική –έχει ενταχθεί πλέον και η Λευκωσία στη δυτική συµµαχία µε πληρότητα και αξιοπιστία– έχει αποδειχθεί επιτυχής και ανθεκτική. Χρειάζεται φαντασία, τόλµη και οργάνωση ώστε και τα δύο κράτη του Ελληνισµού να βρεθούν µεταξύ των νικητών στον νέο παγκόσµιο καταµερισµό δυνάµεων. Η Τουρκία, όσο και να έχει προσπαθήσει τα τελευταία 15 χρόνια, από τη µια δεν µπόρεσε να ανατρέψει τη σύγκλιση αυτής της Μεσογειακής Συµµαχίας Ελλήνων, Εβραίων, Αιγυπτίων και Αράβων µε την ενεργό συνδροµή των ΗΠΑ και της Γαλλίας, ενώ από την άλλη επέλεξε εντελώς διαφορετική στρατηγική στη διεθνή πολιτική της, συντασσόµενη σε µια «επιτήδεια ουδετεροφιλία» έναντι των ΗΠΑ ή και της ∆ύσης, όχι έναντι της Ρωσίας, όπως αρχικά είχε διαφανεί, αλλά διευρύνοντας την εξάρτησή της από την Κίνα. Η Τουρκία, ασκώντας ηγεσία στο ισλαµικό µέτωπο, δεν έχει στόχο µόνον το Ισραήλ, αλλά προσφέρει έναν πολλαπλασιαστή ισχύος στο Πεκίνο, όχι µόνον απέναντι στη διαδροµή IMEC, αλλά στον εν γένει ανταγωνισµό έναντι των ΗΠΑ και της υπό διαµόρφωση νέας ∆ύσης στον Ατλαντικό, στον Ειρηνικό και στη Μεσόγειο. Οταν θα το καταλάβουν αυτό κάποιοι κύκλοι στην Ουάσινγκτον που υποστηρίζουν ακόµη ότι η Τουρκία είναι απλώς ένα µέλος του ΝΑΤΟ µε ιδιόµορφη στάση, η απάντηση στην Αγκυρα, ενδεχοµένως σε εναρµόνιση µε τη Ρωσία, θα είναι πολύ σκληρή.
Κάτι ανάλογο µε όσα συνέβησαν όταν οι ίδιοι κύκλοι συνειδητοποίησαν το κόστος που είχε η στήριξη στο ριζοσπαστικό Ισλάµ και την τζιχάντ ως µέτωπο ανάσχεσης της διεύρυνσης της επιρροής της Κίνας και της Ρωσίας. Στην Ελλάδα, απέναντι στη νέα στρατηγική εκδηλώνουν την αντίθεση ή επιφυλάξεις τους κύκλοι της παραδοσιακής ∆εξιάς και του κύκλου Καραµανλή, που επιµένουν στην ουδετεροφιλία. ∆εν αντιλαµβάνονται, εξάλλου, την αξία αυτής της µεθοδολογίας και στρατηγικής ευρωκρατούµενοι κύκλοι της Σοσιαλδηµοκρατίας. Αλλά το πλέον κρίσιµο πεδίο είναι αυτό της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών και προβεβληµένων καθηγητών και δηµόσιων διανοουµένων στα θέµατα διεθνούς πολιτικής, τύπου Ιωακειµίδη. Αυτοί πιστεύουν ότι η µόνη διέξοδος επιβίωσης για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι να προσφερθεί «γη και ύδωρ» στον «σουλτάνο» της Αγκυρας.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Στη βασική παραδοχή της νέας αυτής στρατηγικής, που απεδείχθη εκ των πραγµάτων απολύτως εύστοχη, ήταν η παράκαµψη του µέχρι τότε «Ανατολικού Ζητήµατος» για τη χώρα µας, που ήταν η επιθετικότητα και ο εγκλωβισµός στην ανάσχεση της µόνιµης στις δεκαετίες επιθετικότητας της Τουρκίας. Επίσης, η διεύρυνση της διεθνούς πολιτικής της από τα επονοµαζόµενα «εθνικά» θέµατα (Μακεδονικό, Αιγαίο, Κύπρος, µειονότητες) καθώς και από τον στενό περίγυρο της Βαλκανικής στην Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Ο λόγος για την εποχή που στη βάση της κατάληψης από τους Ισραηλινούς του «Μαβί Μαρµαρά» άνοιγε το µέτωπο της αντιπαράθεσης της όλο και πιο ισλαµικής Τουρκίας του Ερντογάν. Αλλά το «κλειδί» στην ελληνική στρατηγική ήταν και είναι ότι η δόµηση και η θεαµατική αναβάθµιση των σχέσεων µε το εβραϊκό κράτος και σχεδόν ταυτόχρονα µε την Αίγυπτο, µετά την κατάρρευση του καθεστώτος Μόρσι και της Μουσουλµανικής Αδελφότητας, δεν σχετίζονταν µε µια ελληνοτουρκική αντιπαράθεση ή ανταγωνισµό, αλλά µε µια διευρυµένη οπτική της Ελλάδας µαζί µε την Κύπρο στην ενεργειακή, εµπορική, οικονοµική και πολιτισµική πολιτική τους προς τη Μεσόγειο. Με τον τρόπο αυτόν αναδιατάχτηκαν και τα γεωπολιτικά δόγµατα ασφάλειας των δύο κρατών των Ελλήνων, ανοίγοντας µια νέα περίοδο σύγκλισης αντιθέσεων σε µια πολύ ευρύτερη περιφέρεια. Αυτή που ιστορικά και γεωγραφικά συνδέει την Ευρώπη, την Αφρική και τη ∆υτική Ασία.
Μεταξύ του 2010 και του 2025 συνέβησαν πολλά. Από την «Αραβική Ανοιξη» και την απόπειρα πραξικοπήµατος ανατροπής του Ερντογάν, την πρώτη περίοδο Τραµπ και τις «Συµφωνίες του Αβραάµ», τη Συµφωνία των Πρεσπών µέχρι τους πολέµους στην Ανατολή µετά το µακελειό της «Χαµάς» σε βάρος του Ισραήλ και τον πόλεµο στην Ουκρανία. Το σηµαντικό είναι ότι η νέα αυτή στρατηγική της Ελλάδας όχι µόνον άντεξε στις αναταράξεις και στα δεδοµένα των διαφόρων περιόδων, αλλά απεδείχθη διεξοδική για τα συµφέροντα και, προπάντων, την ισχύ της Ελλάδας. Το γεγονός ότι η νέα αυτή στρατηγική δηµιούργησε εξαιρετικά θετικά δεδοµένα και µε τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, τη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία, τώρα πλέον µε τον Λίβανο ή βαθµηδόν µε το Κατάρ, αλλά τελικά συνδέεται άµεσα µε την προοπτική των σχέσεων στο ανατολικό σύνορο µιας ενιαίας ζώνης, την υπερδύναµη Ινδία, δείχνει ότι τα κέρδη για την ακόµα και σήµερα διστακτική Ελλάδα είναι πολύ σηµαντικά και καθοριστικά για τη γεωπολιτική της αξία.
Στην παρούσα φάση, της συνολικής αναδιάταξης των ζωνών επιρροής στο µπρα-ντε-φερ ΗΠΑ - Κίνας, αλλά και του status quo σε διάφορες γεωπολιτικές και οικονοµικές περιφέρειες του κόσµου, οι ηγεσίες στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν έχουν να σκεφθούν πολλά. Η δυτική και περιφερειακή τους στρατηγική –έχει ενταχθεί πλέον και η Λευκωσία στη δυτική συµµαχία µε πληρότητα και αξιοπιστία– έχει αποδειχθεί επιτυχής και ανθεκτική. Χρειάζεται φαντασία, τόλµη και οργάνωση ώστε και τα δύο κράτη του Ελληνισµού να βρεθούν µεταξύ των νικητών στον νέο παγκόσµιο καταµερισµό δυνάµεων. Η Τουρκία, όσο και να έχει προσπαθήσει τα τελευταία 15 χρόνια, από τη µια δεν µπόρεσε να ανατρέψει τη σύγκλιση αυτής της Μεσογειακής Συµµαχίας Ελλήνων, Εβραίων, Αιγυπτίων και Αράβων µε την ενεργό συνδροµή των ΗΠΑ και της Γαλλίας, ενώ από την άλλη επέλεξε εντελώς διαφορετική στρατηγική στη διεθνή πολιτική της, συντασσόµενη σε µια «επιτήδεια ουδετεροφιλία» έναντι των ΗΠΑ ή και της ∆ύσης, όχι έναντι της Ρωσίας, όπως αρχικά είχε διαφανεί, αλλά διευρύνοντας την εξάρτησή της από την Κίνα. Η Τουρκία, ασκώντας ηγεσία στο ισλαµικό µέτωπο, δεν έχει στόχο µόνον το Ισραήλ, αλλά προσφέρει έναν πολλαπλασιαστή ισχύος στο Πεκίνο, όχι µόνον απέναντι στη διαδροµή IMEC, αλλά στον εν γένει ανταγωνισµό έναντι των ΗΠΑ και της υπό διαµόρφωση νέας ∆ύσης στον Ατλαντικό, στον Ειρηνικό και στη Μεσόγειο. Οταν θα το καταλάβουν αυτό κάποιοι κύκλοι στην Ουάσινγκτον που υποστηρίζουν ακόµη ότι η Τουρκία είναι απλώς ένα µέλος του ΝΑΤΟ µε ιδιόµορφη στάση, η απάντηση στην Αγκυρα, ενδεχοµένως σε εναρµόνιση µε τη Ρωσία, θα είναι πολύ σκληρή.
Κάτι ανάλογο µε όσα συνέβησαν όταν οι ίδιοι κύκλοι συνειδητοποίησαν το κόστος που είχε η στήριξη στο ριζοσπαστικό Ισλάµ και την τζιχάντ ως µέτωπο ανάσχεσης της διεύρυνσης της επιρροής της Κίνας και της Ρωσίας. Στην Ελλάδα, απέναντι στη νέα στρατηγική εκδηλώνουν την αντίθεση ή επιφυλάξεις τους κύκλοι της παραδοσιακής ∆εξιάς και του κύκλου Καραµανλή, που επιµένουν στην ουδετεροφιλία. ∆εν αντιλαµβάνονται, εξάλλου, την αξία αυτής της µεθοδολογίας και στρατηγικής ευρωκρατούµενοι κύκλοι της Σοσιαλδηµοκρατίας. Αλλά το πλέον κρίσιµο πεδίο είναι αυτό της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών και προβεβληµένων καθηγητών και δηµόσιων διανοουµένων στα θέµατα διεθνούς πολιτικής, τύπου Ιωακειµίδη. Αυτοί πιστεύουν ότι η µόνη διέξοδος επιβίωσης για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι να προσφερθεί «γη και ύδωρ» στον «σουλτάνο» της Αγκυρας.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά