Τον τελευταίο µισό αιώνα η Ελλάδα στην εθνική στρατηγική της καθορίστηκε και ευθυγραµµίστηκε πλήρως µε την ευρωπαϊκή κοινότητα. Στα χρόνια και τις δεκαετίες από τότε που αποτέλεσε το 10ο κατά σειρά µέλος της Κοινότητας, δεν διαφοροποιήθηκε σε τίποτα ουσιαστικό από τις γενικές νόρµες που οι κεντρικές δυνάµεις της Ενωσης υπαγόρευαν. Καµία ένσταση στο πέρασµα από την ΕΟΚ στην Ευρώπη του Μάαστριχτ, καµία δοµική προετοιµασία για την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, ουδεµία διαφορετικότητα στην εταιρική Ευρώπη.

Φυσικά, η Ελλάδα τη θέση της στην Ευρώπη τη συνυπολόγιζε µε τη θέση της στο ΝΑΤΟ. Στις διαφορετικές αυτές εποχές, από πλευράς διεθνών συσχετισµών, η ευρωπαϊκή ηγεσία και οι ΗΠΑ σε πολύ λίγα πράγµατα διαφώνησαν. Τουλάχιστον ως προς τη γενική γεωπολιτική θεώρηση, όπου Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον σε όλες τις κρίσιµες καµπές ευθυγραµµίστηκαν και εναρµόνισαν τις κεντρικές πολιτικές τους. Η Ελλάδα, άσχετα µε τις κυβερνήσεις της και τους συσχετισµούς στην κοινωνική συγκρότηση, ετεροκαθοριζόταν, διακηρύσσοντας την ταύτισή της µε την ευρωπαϊκή στρατηγική ακόµα και σε περιπτώσεις όπως στη Βαλκανική, στο πλαίσιο διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και των όσων ακολούθησαν µε το Σκοπιανό και όχι µόνον, που δεν τη βόλευαν από πλευράς εθνικών προτεραιοτήτων. Ακόµα και τις πάγιες διαφορές µε την Τουρκία η ελληνική ηγεσία επεχείρησε για δεκαετίες να τις «αποδεσµεύσει» προς την ευρωπαϊκή ενωσιακή αρµοδιότητα, υποστηρίζοντας το λογικά και διεθνοπολιτικά ανάρµοστο της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η κυρίαρχη γενική αντίληψη των πολιτικών και συστηµικών ελίτ της χώρας είχε ως όραµα την οµοσπονδία της Ευρώπης (φεντεραλισµός) και την απορρόφηση της Ελλάδας ως πολιτείας στην Ενωση. Σε µια τέτοια κατεύθυνση, συνήθως οι πρωθυπουργοί και οι κεντρικοί υπουργοί των κυβερνήσεων έστρεφαν το βλέµµα προς τα κέντρα αποφάσεων της Ενωσης -Κοµισιόν και άλλα- και στις ηγεσίες των κεντρικών δυνάµεων της Γαλλίας και της Γερµανίας, ρωτώντας τι πρέπει να κάνει η Αθήνα σε κάθε φάση της Ιστορίας. Φυσικά, υπήρχαν πάντα συσχετισµοί µε την αµερικανική πολιτική και στρατηγική, ενώ κατά περιόδους υπήρχε ένα νεύµα συναντίληψης µε το Λονδίνο. Στα τριάντα χρόνια της παγκοσµιοποίησης, η Ελλάδα διήλθε περιόδους νοµιζόµενου θριάµβου και άλλες «δηµιουργικής» καταστροφής. Σε όλες τις φάσεις όµως τόσο η φιλελεύθερη Κεντροδεξιά όσο και η γερµανόφιλη Κεντροαριστερά ένιωσαν, ασχέτως προσώπων και ηγεσιών, πολύ άνετα µέσα στο κοστούµι του Ευρωπαίου µε το σήµα του ΝΑΤΟ στο πέτο.

Η επίκληση και η προβολή του στενού ορίζοντα των εθνικών κινδύνων και απειλών, είτε από την Τουρκία είτε από τη βαλκανική ενδοχώρα, που υπήρξαν η µόνιµη επωδός της ελληνικής ιδιαιτερότητας, όπως χαρακτηριζόταν, ή της κυπριακής κατοχής -που εν τω µεταξύ είχε εξελιχθεί σε µόνιµη στρέβλωση της κανονικότητας-, αντιµετωπίζονταν από Ευρωπαίους και Αµερικανούς µε κατανόηση και υποµονή. Την προηγούµενη δεκαετία, η ελληνική ηγεσία εν µέσω µνηµονίων και δηµοσιονοµικής καταστροφής κινήθηκε θαρραλέα για τα δεδοµένα της και σε εναρµόνιση µε την κυπριακή ηγεσία στη γεωστρατηγική της Ανατολικής Μεσογείου. Μια περίπλοκη δηλαδή οπτική, µε πολλά «στοιχήµατα» πάνω της από διεθνείς δυνάµεις και έναν βεβαρηµένο συσχετισµό. Αυτόν της ιστορικής αντίθεσης µεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου. Παρά τον ασυνήθιστο και τολµηρό προσανατολισµό για τα ελληνικά δεδοµένα, το σχήµα µε τα δύο τρίγωνα αρχικά προχώρησε έχοντας ενθουσιώδη αποδοχή σε κέντρα αποφάσεων της ∆ύσης, που δεν συνυπολόγιζαν ως «παίκτες» στρατηγικής την Ελλάδα και την Κύπρο.

Η πορεία αυτή προς Νότο και Ανατολή παρέκαµπτε την Τουρκία και όδευε προς τη ∆υτική Ασία και τις χώρες του Κόλπου, δηµιουργώντας τη βάση µιας κατ’ αρχάς εταιρικής σχέσης σε θέµατα ενέργειας, στρατιωτικών ασκήσεων, µεταφορών - logistics, αλλά και συνάντησης πολιτισµών, και οδήγησε τελικά στη διακήρυξη του οράµατος των «Συµφωνιών του Αβραάµ» από την πλευρά της Ουάσινγκτον, στην πρώτη θητεία του Ντ. Τραµπ στον Λευκό Οίκο. Σήµερα, η Ευρώπη ως Ενωση αποσυντίθεται. Οι ευρωπαϊκές δυνάµεις υιοθετούν εθνικές ή και νεο-αυτοκρατορικές στρατηγικές στα µεγάλα ζητήµατα. Από την οικονοµία και την ενέργεια µέχρι τη γεωπολιτική. Οι κεντρικές δυνάµεις της Ευρώπης είναι εµφανές ότι επιστρέφουν στον Μεσοπόλεµο ή θυµούνται τον 19ο αιώνα των παγκόσµιων ανακατατάξεων. Ο διαφορετικός συσχετισµός, εξάλλου, µεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης και οι παράγοντες Κίνα και Ρωσία διασπούν τη δυτική εναρµόνιση. Οι ΗΠΑ επικεντρώνουν την προσοχή τους στον διάδροµο και άξονα από την Ελλάδα µέχρι την Ινδία µέσω της Μέσης Ανατολής και των χωρών του Κόλπου, που σχετίζεται τουλάχιστον µε το βόρειο µέτωπο της Αφρικής και τη διώρυγα του Σουέζ.

Οι νέες αυτές στρατηγικές επενδύσεων και µεταφοράς τεχνολογιών αιχµής, αλλά και η αύξηση του γεωπολιτικού αποτυπώµατος στο βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας και των άλλων αραβικών χωρών, που θα πρέπει να λειτουργήσουν σε µια γενικότερη εναρµόνιση µε το Ισραήλ στον δρόµο µε την Ινδία, αφορούν µε άµεσο τρόπο την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο. Η Ελλάδα µπορεί και πρέπει πλέον να είναι καταλύτης θετικών εξελίξεων, που, αν πιστέψουµε τον εκπρόσωπο και στενό συνεργάτη του προέδρου Τραµπ, Στιβ Γουίντκοφ, είναι µια ζώνη που σε όγκο πληθυσµού, οικονοµικές και στρατιωτικές δυνατότητες και δυνάµεις υπερβαίνει την Ευρώπη.

Για την ελληνική στρατηγική, ο δρόµος προς την Ανατολή θα µπορέσει να συµπληρώσει τη θέση στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, λύνοντας ζητήµατα που για τις κεντρικές χώρες της Ευρώπης εξελίσσονται σε «γόρδιο δεσµό».

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά