Ηταν 16-17 Ιανουαρίου 2020. Στην Αθήνα, σε κεντρικό ξενοδοχείο, έκανε µια περισπούδαστη εµφάνιση ο ηγέτης της Κυρηναϊκής και απόλυτος στρατιωτικός ηγέτης της Ανατολικής Λιβύης, Χαλίφα Χαφτάρ. Τόσο το πρωθυπουργικό γραφείο όσο και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχαν διαφορετική διάρθρωση και στρατηγική απ’ ό,τι µετά το 2023. ∆εν ήταν τυχαίες οι συνοµιλίες και οι φωτογραφίες που υπάρχουν µε τον τότε υπουργό κ. Ν. ∆ένδια στο πλευρό του Λίβυου στρατάρχη, όπως και στελεχών των ελληνικών υπηρεσιών πληροφοριών. Η Λιβύη, ένα failed state µετά τη βίαιη κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι, απότοκο της περίφηµης Αραβικής Άνοιξης, βρισκόταν σε συνθήκες διχασµού και εσωτερικής σύγκρουσης. Με την κυβέρνηση της χώρας να ελέγχεται επί της ουσίας από την Τουρκία και να χαίρει διεθνούς νοµιµοποίησης, και το κοινοβούλιο της χώρας να έχει την έδρα του στη Βεγγάζη και να χαίρει επίσης διεθνούς νοµιµοποίησης. Έναν χρόνο πριν από τη δηµόσια συνάντηση των Αθηνών, το 2019, είχε υπογραφεί από την κυβέρνηση Αλ Σαράτζ στην Τρίπολη το περίφηµο µνηµόνιο µε την Τουρκία και η Άγκυρα, µεταφέροντας µισθοφορικές δυνάµεις ισλαµιστών, υπό την καθοδήγηση στελεχών των ειδικών της δυνάµεων και των µυστικών της υπηρεσιών, είχε συµβάλει τα µέγιστα στο να µην καταληφθεί η Τρίπολη από τις δυνάµεις του Χαφτάρ.

Στις συζητήσεις µε τους Έλληνες αξιωµατούχους, ο στρατάρχης είχε ζητήσει συνδροµή από την Αθήνα στο να ανακοπεί η «αερογέφυρα» µεταξύ Άγκυρας και Τρίπολης, εκπαίδευση των δυνάµεών του από Έλληνες αξιωµατικούς, στήριξη προκείµενου να ανασχεθούν οι δυνάµεις της τζιχάντ και η ανάµειξη της Τουρκίας στα ζητήµατα της Λιβύης. Σηµειωτέον ότι τα κύρια πετρελαϊκά αποθέµατα της Λιβύης ιχνηλατούνται στην Κυρηναϊκή και όχι στην Τριπολίτιδα, ενώ το κρίσιµο µέγεθος για τη χάραξη θαλάσσιων συνόρων και ΑΟΖ σε σχέση µε την Κρήτη και την ελληνική επικράτεια συνίσταται γεωγραφικάστην Ανατολική Λιβύη και όχι στη ∆υτική. Όταν εξελίχθηκε η εν λόγω συνάντηση, η Αθήνα είχε κάθε λόγο, ενδεχοµένως µε πιο διακριτική διπλωµατία από αυτήν που ακολουθήθηκε, να συνδράµει τον στρατάρχη, τις στρατιωτικές δυνάµεις του και το κοινοβούλιο της Λιβύης να αποσχισθούν από τη ∆υτική Λιβύη. Αυτό θα ήταν προτιµότερο από µια εξέλιξη όπου Ελλάδα και Αίγυπτος θα «έκλειναν» τον εναέριο χώρο τους στον τουρκικό εφοδιασµό προς την Τρίπολη, αυξάνοντας τις πιθανότητες µιας γενικότερης πολεµικής εµπλοκής. Η ανεξαρτησία της Κυρηναϊκής θα προέκυπτε από τη συντονισµένη στήριξη στον Χαφτάρ όχι µόνον από την Ελλάδα, αλλά και από την Αίγυπτο, την Κύπρο, τη Σαουδική Αραβία και τα Εµιράτα, ενώ από την πλευρά της Ευρώπης η Γαλλία και φυσικά οι πιο αδιάφορες ΗΠΑ θα έβλεπαν µε ενδιαφέρον την όλη εξέλιξη. Αντίστοιχα η Αθήνα θα µπορούσε τότε να ενθαρρύνει την Ιταλία αντί της Τουρκίας να αναλάβει ρόλο στη ∆υτική Λιβύη.

Με δεδοµένο ότι η ενιαία Λιβύη έχει υπογράψει τη διεθνή συµφωνία για το ∆ίκαιο της Θάλασσας του 1982, θα µπορούσαν να κλείσουν, µέσω προσφυγής στη διεθνή διαιτησία αλλά κυρίως µε διµερείς συµφωνίες, όλες οι θαλάσσιες ζώνες οικονοµικής εκµετάλλευσης (ΑΟΖ) Κυρηναϊκής, Ελλάδας, Αιγύπτου, Κύπρου -όπως στον ενδιάµεσο χρόνο συνέβη µε την Ιταλία- και στην παρούσα πλέον φάση οι αµερικανικές Exxon Mobil και Cevron, σε συνεργασία ενδεχοµένως µε την ιταλική Eni, θα αναλάµβαναν δράση σε όλη τη γεωπολιτική περιφέρεια

∆υστυχώς όµως η Ελλάδα έχασε πολύτιµο χρόνο και επέδειξε παροιµιώδη αδράνεια, µε αποκορύφωµα ότι από το 2023 και µετά µε την ίδια κυβέρνηση άλλαξε στρατηγική στην εξωτερική της πολιτική, «ποντάροντας» τα συµφέροντά της στα «ήρεµα νερά» µε την Τουρκία. Σήµερα στο Λιβυκό θέµα και σε όλη τη συγκεκριµένη ζώνη µετράµε διαδοχικές ήττες και µόνον. Τα λάθη, οι εµµονές και οι φοβίες στη διεθνή πολιτική πληρώνονται σκληρά.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή