Η χώρα των πειρατών και η έκκληση του µαέστρου
Άρθρο γνώμης
∆εν υπάρχει ηθική στο χρήµα. Ούτε έχει πατρίδα. ∆εν υπάρχει κοινωνική συνείδηση. Ούτε εθνική ενότητα. Ούτε προορισµοί πέραν του πλουτισµού

Η νομενκλατούρα της χώρας βρίσκεται σε διακοπές. Ξαπλωμένοι στα σκάφη τους, στις βίλες τους ή σε πολυτελή καταλύματα που έχουν επιλέξει, συζητούν, γκρινιάζουν, εκφράζουν τον ναρκισσισμό και την απόλυτη αυταρέσκειά τους. Ο κόσμος τους μοιάζει με σκηνές από το Instagram· αφορά μόνο τον εαυτό τους και τις δουλειές τους. Δεν έχουν μεγάλες ιδέες ούτε για τον κόσμο, ούτε φυσικά για την πατρίδα τους.
Γκρεμίζουν κυβερνήσεις, χτίζουν άλλες, συνωμοτούν, διασκεδάζουν, οργίζονται, καταγγέλλουν, χαριεντίζονται — όλα αυτά μαζί. Κάπως ανέμελα και κάπως αγχωμένα. Στη βάση όμως όλων βρίσκεται η επίδειξη και η βαρβαρότητα της ακραίας ματαιοδοξίας και του εγωισμού. Είναι επιθετικές προσωπικότητες τα μέλη της ελληνικής νομενκλατούρας. Οι περισσότεροι θέλουν να νομίζουν ότι είναι — ή τουλάχιστον αυτό δηλώνουν — γόνοι πειρατών. Δεν υπάρχει ηθική στο χρήμα, ούτε το χρήμα έχει πατρίδα. Δεν υπάρχει κοινωνική συνείδηση, ούτε εθνική ενότητα. Δεν υπάρχουν κράτη, ούτε ιδέες, ούτε προορισμοί πέραν του πλουτισμού, με όλους τους τρόπους και σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Έτσι βλέπουν και την πολιτική· την ευθύνη της διακυβέρνησης, προσαρμοσμένη στο προσωπικό τους συμφέρον και στις εγωπαθείς εμμονές τους.
Άλλωστε, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ελίτ. Δεν επέζησε κάποια αριστοκρατία μιας ανώτερης τάξης. Δεν υπάρχει ιεραρχημένη κοινωνία. Η δημοκρατία, ανακατεμένη με τον λαϊκισμό, την κομματοκρατία και τη φαυλότητα του μύθου των «αυτοδημιούργητων», καταλήγει σε μια χοάνη παρακμής που καταπίνει τους πάντες.
Η Ελλάδα είναι μια ιδιότυπη χώρα. Δεν διαθέτει «βαθύ κράτος» ούτε προβεβλημένες ελίτ. Η πολιτική της τάξη είναι, σε μεγάλο βαθμό, ευκαιριακή και προϊόν δημοσίων σχέσεων και επικοινωνιακών τεχνασμάτων. Η χώρα χάθηκε· ο λαός και η ιντελιγκέντσια χάθηκαν σε μια εμμονή με το τέλος των εθνών και σε έναν εταιρικό φιλελευθερισμό, που συνοδεύτηκε από την αποδόμηση κάθε τύπου ιδεολογιών και οδήγησε ουσιαστικά σε έναν ύμνο στον ατομισμό.
Ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα δεν υπήρξε τίποτα παραπάνω από μια εμμονή στα «σοβιέτ» των συνδικαλιστών και των κομματικών αρχών, με μοναδική αποστολή την κατάληψη διά εφόδου της ιδιοκτησίας του κράτους προς όφελος μιας επιλεγμένης ολιγαρχίας «μαύρου χρήματος».
Η Ελλάδα δεν έχει αισθητική, δεν έχει αξιοπρέπεια, δεν έχει σοβαρότητα, δεν έχει κοινωνισμό, δεν έχει αρχιτεκτονική, φιλοσοφία, ποίηση, αξιακό κώδικα. Και αυτό είναι φυσικό· έχει να παραγάγει σοβαρή κουλτούρα από τον Μεσοπόλεμο του προηγούμενου αιώνα. Χωρίς κουλτούρα δεν μπορεί να υπάρξει όραμα. Χωρίς όραμα δεν μπορεί να υπάρξει στρατηγική. Χωρίς στρατηγική, η διακυβέρνηση εξελίσσεται σε ένα σύνολο αποσπασματικών εικόνων, χωρίς συνοχή.
Η Ελλάδα, πριν από τρεις δεκαετίες, φαντασιωνόταν. Στη συνέχεια, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, έζησε τον μύθο της: πλούτος με δανεικά, λάμψη σαν αντανάκλαση καθρέφτη. Έπειτα κατέρρευσε. Εκποιήθηκε με θεσμικό και επίσημο τρόπο. Και τελικά άρχισε η ανάκαμψή της. Αυτή συνεχίζεται· υπάρχουν προβλήματα, αναζητούνται λύσεις. Είναι ένας πόλεμος· μάχες δίδονται, κάποιες κερδίζονται, κάποιες όχι. Χρειάζεται συνοχή.
Είναι αναγκαία η συνευθύνη στη διακυβέρνηση. Αυτό είναι πολιτική. Η Ελλάδα ζει μονίμως σε έναν ιδιότυπο πολιτικό εμφύλιο — χωρίς σκοπό και στόχο — απλώς και μόνο για να διατηρείται ένα σύμπαν πειρατών και λαθρεπιβατών. Εμμονή με τον μαέστρο: όποιος είναι πρωθυπουργός πρέπει να πετροβολείται, να εκβιάζεται, να εξουθενώνεται, να καταγγέλλεται.
Υπάρχει όμως κάτι πιο ενδιαφέρον που κάποιοι πλέον σκέφτονται για την Ελλάδα: αντί να γκρεμίσουμε τον Μητσοτάκη, να αλλάξουμε νομενκλατούρα. Δείχνει πιο ενδιαφέρον το εγχείρημα — και πιο λογικό για τη νέα Ελλάδα.
Διαφορετικά, κάποιοι θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους κάτι που είπε ο «μαέστρος» σε μια τελευταία του συνέντευξη:
«Μπορούμε να καθίσουμε τουλάχιστον να συνεννοηθούμε, αντί να βλέπουμε ποιον θέλουμε να βάλουμε φυλακή; Να δούμε αφενός πώς θα διορθώσουμε τις αδυναμίες μας και πώς δεν θα επαναλάβουμε τα ίδια λάθη; Δυστυχώς, κάθε φορά που δοκιμάζω να το κάνω αυτό, αισθάνομαι ότι σπρώχνω έναν τοίχο».
Γκρεμίζουν κυβερνήσεις, χτίζουν άλλες, συνωμοτούν, διασκεδάζουν, οργίζονται, καταγγέλλουν, χαριεντίζονται — όλα αυτά μαζί. Κάπως ανέμελα και κάπως αγχωμένα. Στη βάση όμως όλων βρίσκεται η επίδειξη και η βαρβαρότητα της ακραίας ματαιοδοξίας και του εγωισμού. Είναι επιθετικές προσωπικότητες τα μέλη της ελληνικής νομενκλατούρας. Οι περισσότεροι θέλουν να νομίζουν ότι είναι — ή τουλάχιστον αυτό δηλώνουν — γόνοι πειρατών. Δεν υπάρχει ηθική στο χρήμα, ούτε το χρήμα έχει πατρίδα. Δεν υπάρχει κοινωνική συνείδηση, ούτε εθνική ενότητα. Δεν υπάρχουν κράτη, ούτε ιδέες, ούτε προορισμοί πέραν του πλουτισμού, με όλους τους τρόπους και σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Έτσι βλέπουν και την πολιτική· την ευθύνη της διακυβέρνησης, προσαρμοσμένη στο προσωπικό τους συμφέρον και στις εγωπαθείς εμμονές τους.
Άλλωστε, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ελίτ. Δεν επέζησε κάποια αριστοκρατία μιας ανώτερης τάξης. Δεν υπάρχει ιεραρχημένη κοινωνία. Η δημοκρατία, ανακατεμένη με τον λαϊκισμό, την κομματοκρατία και τη φαυλότητα του μύθου των «αυτοδημιούργητων», καταλήγει σε μια χοάνη παρακμής που καταπίνει τους πάντες.
Η Ελλάδα είναι μια ιδιότυπη χώρα. Δεν διαθέτει «βαθύ κράτος» ούτε προβεβλημένες ελίτ. Η πολιτική της τάξη είναι, σε μεγάλο βαθμό, ευκαιριακή και προϊόν δημοσίων σχέσεων και επικοινωνιακών τεχνασμάτων. Η χώρα χάθηκε· ο λαός και η ιντελιγκέντσια χάθηκαν σε μια εμμονή με το τέλος των εθνών και σε έναν εταιρικό φιλελευθερισμό, που συνοδεύτηκε από την αποδόμηση κάθε τύπου ιδεολογιών και οδήγησε ουσιαστικά σε έναν ύμνο στον ατομισμό.
Ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα δεν υπήρξε τίποτα παραπάνω από μια εμμονή στα «σοβιέτ» των συνδικαλιστών και των κομματικών αρχών, με μοναδική αποστολή την κατάληψη διά εφόδου της ιδιοκτησίας του κράτους προς όφελος μιας επιλεγμένης ολιγαρχίας «μαύρου χρήματος».
Η Ελλάδα δεν έχει αισθητική, δεν έχει αξιοπρέπεια, δεν έχει σοβαρότητα, δεν έχει κοινωνισμό, δεν έχει αρχιτεκτονική, φιλοσοφία, ποίηση, αξιακό κώδικα. Και αυτό είναι φυσικό· έχει να παραγάγει σοβαρή κουλτούρα από τον Μεσοπόλεμο του προηγούμενου αιώνα. Χωρίς κουλτούρα δεν μπορεί να υπάρξει όραμα. Χωρίς όραμα δεν μπορεί να υπάρξει στρατηγική. Χωρίς στρατηγική, η διακυβέρνηση εξελίσσεται σε ένα σύνολο αποσπασματικών εικόνων, χωρίς συνοχή.
Η Ελλάδα, πριν από τρεις δεκαετίες, φαντασιωνόταν. Στη συνέχεια, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, έζησε τον μύθο της: πλούτος με δανεικά, λάμψη σαν αντανάκλαση καθρέφτη. Έπειτα κατέρρευσε. Εκποιήθηκε με θεσμικό και επίσημο τρόπο. Και τελικά άρχισε η ανάκαμψή της. Αυτή συνεχίζεται· υπάρχουν προβλήματα, αναζητούνται λύσεις. Είναι ένας πόλεμος· μάχες δίδονται, κάποιες κερδίζονται, κάποιες όχι. Χρειάζεται συνοχή.
Είναι αναγκαία η συνευθύνη στη διακυβέρνηση. Αυτό είναι πολιτική. Η Ελλάδα ζει μονίμως σε έναν ιδιότυπο πολιτικό εμφύλιο — χωρίς σκοπό και στόχο — απλώς και μόνο για να διατηρείται ένα σύμπαν πειρατών και λαθρεπιβατών. Εμμονή με τον μαέστρο: όποιος είναι πρωθυπουργός πρέπει να πετροβολείται, να εκβιάζεται, να εξουθενώνεται, να καταγγέλλεται.
Υπάρχει όμως κάτι πιο ενδιαφέρον που κάποιοι πλέον σκέφτονται για την Ελλάδα: αντί να γκρεμίσουμε τον Μητσοτάκη, να αλλάξουμε νομενκλατούρα. Δείχνει πιο ενδιαφέρον το εγχείρημα — και πιο λογικό για τη νέα Ελλάδα.
Διαφορετικά, κάποιοι θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους κάτι που είπε ο «μαέστρος» σε μια τελευταία του συνέντευξη:
«Μπορούμε να καθίσουμε τουλάχιστον να συνεννοηθούμε, αντί να βλέπουμε ποιον θέλουμε να βάλουμε φυλακή; Να δούμε αφενός πώς θα διορθώσουμε τις αδυναμίες μας και πώς δεν θα επαναλάβουμε τα ίδια λάθη; Δυστυχώς, κάθε φορά που δοκιμάζω να το κάνω αυτό, αισθάνομαι ότι σπρώχνω έναν τοίχο».