Η Ελλάδα, στο πέρασµα στην επόµενη εποχή για τον πλανήτη και τη µεσογειακή Ευρώπη, έχει ένα κύριο στοίχηµα. Να κατοικηθεί εκ νέου η επικράτειά της. Οι Έλληνες κλεισµένοι σε δύο βασικές πόλεις και µια σειρά από περιφερειακές για σειρά δεκαετιών, που υπερβαίνουν τον µισό αιώνα, δεν αξιοποίησαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια στον µέγιστο βαθµό για να ανακτήσουν τη χώρα τους. Προφανώς γιατί έλειπε η στρατηγική από τις κυβερνήσεις αλλά και από τις εγχώριες δεξαµενές σκέψης, πανεπιστηµιακές, τεχνοκρατικές και τραπεζικές, να ανακτηθεί η χώρα. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν προχώρησαν, άλλοτε µέσω οικονοµικών σκανδάλων και άλλοτε µε ταχύτητα και τεχνική επάρκεια, µεγάλα δοµικά έργα. Αυτοκινητόδροµοι, λιµάνια, αεροδρόµια, ηλεκτροδότηση, επικοινωνίες, φράγµατα. Όµως αφού δεν διατυπώθηκε και δεν µονοπώλησε τον δηµόσιο διάλογο, όχι µόνον στο πεδίο της πολιτικής, η συζήτηση για µια αναστροφή της αντιπαροχής των µεταπολεµικών δεκαετιών αλλά και για µια στρατηγική για νέο παραγωγικό µοντέλο, που να αφορά τις ζώνες της χώρας στην ολότητά τους, ηπειρωτική ζώνη και νησιωτικές ζώνες, βρισκόµαστε εγκλωβισµένοι σε ιδέες και πραγµατικότητες και σήµερα.

Οι τεχνολογίες όµως προχωρούν. Ζητήµατα αποµόνωσης που απασχολούσαν στο παρελθόν σήµερα πλέον είναι απολύτως ξεπερασµένα. Η εξέλιξη από τις τηλεφωνικού τύπου επικοινωνίες προχωρά στην τηλεϊατρική, την εργασία µακρόθεν, την προβολή προϊόντων διεθνώς από το σπίτι σου, την αγορά καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών χωρίς επαφή. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, χωρίς φανφάρες και µεγάλα λόγια, προχωρά µε επιµεληµένο και µεθοδικό τρόπο στα σχέδια ανάπτυξης της κάθε περιφέρειας της χώρας ξεχωριστά. Αυτό τελικά συνιστά έναν εθνικό σχεδιασµό για µια επόµενη Ελλάδα. Ίσως να πρέπει η δηµόσια συζήτηση αυτή να αναβαθµισθεί επικοινωνιακά. Αλλά από την άλλη, προφανώς χρειάζεται χρόνος για να συγκροτηθεί ο συγκεκριµένος περιφερειακός σχεδιασµός. ∆ιαφεύγει της δηµοσιότητας αιχµής το γεγονός ότι πολυεθνικές εταιρείες µελετών και συµβουλευτικές επενδύσεων έχουν ήδη δραστηριοποιηθεί σε διάφορες σηµαίνουσες αλλά και δευτερεύουσες από πλευράς προβολής περιοχές της Ελλάδας µακριά από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Φυσικά, για να υπάρξει λειτουργικότητα στην επικράτεια, προϋποτίθεται ότι θα επιστρέψει ένα µεγάλο µέρος του πληθυσµού των πόλεων στους τόπους καταγωγής του στην επικράτεια ή και σε διάφορα σηµεία της χώρας που θα επιλέξουν ειδικά οι νεότερες γενιές. Το συγκεκριµένο εθνικό στοίχηµα έρχεται µετά την πλήρη αποτυχία των λογιζόµενων ως «εκσυγχρονιστών» να αναπτύξουν τη χώρα. Αυτοί έµειναν τις προηγούµενες δεκαετίες εγκλωβισµένοι ως σκέψη στις πόλεις. Αυτό σήµερα πλέον κοστίζει σε όλους. Η Ελλάδα µετά την εποχή των µνηµονίων ή και της πανδηµίας παραµένει µια χώρα σε παρακµή ή και σε µηδενιστική κατάθλιψη, αναζητώντας µε όρους πλέµπας των πόλεων µια εξαιρετικά «µικροαστική» µε σύγχρονους όρους επόµενη ηµέρα.

Η κυβέρνηση όµως και ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δείχνουν ότι έχουν αντιληφθεί το επείγον της ανάκτησης της ζωής στην επικράτεια. Και ότι λειτουργούν στη σωστή κατεύθυνση. Αλλά η Ελλάδα παραµένει έρηµη και χέρσα στο µεγαλύτερο µέρος της. Πέραν λοιπόν των δοµικών έργων, είναι πολύ κρίσιµο να υπάρξει συζήτηση για τα επιµέρους προβλήµατα σε τοπικό επίπεδο. Οι βουλευτές όλων των κοµµάτων σε συνεργασία µε τις ηγεσίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα πρέπει να υπερβούν τον κοµµατισµό και τα προσωπικά τους και να µεταφέρουν εικόνες και ανάγκες της επικράτειας στην κεντρική διοίκηση. Να ανακτήσουν δηλαδή τον ρόλο τους ως εκπροσώπων των περιφερειών στο κέντρο. 

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη και ειδικά ο πρωθυπουργός έχουν να σκεφτούν την αναγκαιότητα να κηρυχθεί µια νέα περίοδος ανασυγκρότησης τύπου 1955-1961 για την Ελλάδα µε τα νέα δεδοµένα, της εικοσαετίας 2030-2050. Και να προωθήσουν ηγετικά την εθνική προσπάθεια την τετραετία 2027-2031. Είναι κύρια αποστολή τους, εφόσον ζητούν την ψήφο των πολιτών για την επόµενη τετραετία.