Ο Αµερικανός και ο Ρώσος πρόεδρος θα µπορούσαν να είχαν διακηρύξει από την Αλάσκα το περίγραµµα της ειρηνευτικής συµφωνίας για το τέλος του πολέµου στην Ουκρανία, µε διακοπή των εχθροπραξιών, που θα επιβαλλόταν σε άµεσους χρόνους σε µια τριµερή στον πρόεδρο Ζελένσκι. Άλλωστε, όπως ήδη διεφάνη, υπήρχε άρτιο υπόβαθρο ως προς το Ουκρανικό, από τις άτυπες συνοµιλίες που είχαν προηγηθεί στο Κρεµλίνο µε τη συµµετοχή από την πλευρά των ΗΠΑ του ειδικού εκπροσώπου Γουίτκοφ, προσώπου εµπιστοσύνης του προέδρου Τραµπ. ∆εν συνέβησαν όλα αυτά. Αντίθετα, ο Ρώσος πρόεδρος στις δηλώσεις του ήταν εύχαρις και αισιόδοξος για µια νέα σελίδα στις αµερικανορωσικές σχέσεις και ο πρόεδρος Τραµπ αρκετά σύντοµος και ασυνήθιστα για τα δεδοµένα του «µετρηµένος». Πολλοί έσπευσαν να µιλήσουν για κερδισµένο Πούτιν και συµβιβασµένο Τραµπ, µην αποτιµώντας το βάθος µιας πολύ καλά προετοιµασµένης πολύωρης συζήτησης κορυφής, µέρος της οποίας ήταν το Ουκρανικό.

Στην Αλάσκα ο πρόεδρος Τραµπ θα µπορούσε να έχει πέσει σε µια «παγίδα» τακτικής που τα επιτελεία του δεν άφησαν να συµβεί. Να έχει επισηµοποιήσει το πλαίσιο της συµφωνίας και στη συνέχεια να έπρεπε µε κάθε τρόπο να πιέσει τον Ζελένσκι και τους Ευρωπαίους, το «κόµµα του πολέµου», όπως συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται η εν λόγω συµµαχία στην Ουάσινγκτον, να συγκλίνουν σε αυτήν. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο Λευκός Οίκος θα βρισκόταν σε πολύ δυσάρεστη θέση. Με δεδοµένο ότι τα κύρια δίκτυα των διεθνών media και η δεσπόζουσα ανάλυση ακόµη και στις ίδιες τις ΗΠΑ ελέγχονται από τους ακραία φιλελεύθερους, τους σοσιαλδηµοκράτες και τους υπερασπιστές της παγκοσµιοποίησης, ο πρόεδρος Τραµπ θα µπορούσε να βρεθεί αποµονωµένος στο πεδίο των δυτικών δυνάµεων, εµφανιζόµενος ως ανίσχυρος να επιβάλει την ηγετική βούλησή του για το τέλος του πολέµου στην Ουκρανία. Αυτό θα τον ανάγκαζε στη συνέχεια, προκειµένου να υπερασπιστεί τη στρατηγική του, να καταφύγει σε αποφάσεις όπως την πλήρη απόσυρση, µε φερόµενη ως εκδικητική λογική, των αµερικανικών δυνάµεων και της στήριξης κάθε τύπου -κρίσιµο το επίπεδο των πληροφοριών- εγκαταλείποντας το Κίεβο στις διαθέσεις της Μόσχας.

Ο πρόεδρος Τραµπ, που έχει κοντά του σε όλη αυτήν τη διαδικασία από τη µία τον επιστήθιο φίλο του, επιχειρηµατία Γουίτκοφ, και από την άλλη τον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτµεντ και σύµβουλο, επί του παρόντος, Εθνικής Ασφάλειας, Μ. Ρούµπιο, απέφυγε τους υφάλους αυτούς. Προτίµησε να εµφανιστεί µετριοπαθής στην Αλάσκα και µέσα από το αεροπλάνο του στην επιστροφή στην Ουάσινγκτον να θέσει τους κανόνες του παιχνιδιού τόσο στο Κίεβο όσο και στους Ευρωπαίους. Ο Ζελένσκι βρέθηκε χθες στην Ουάσινγκτον για να αναλάβει τις ευθύνες του και η ηγεσία της Ευρώπης, απρόσκλητοι µεν, «πρόθυµοι» δε και διπλωµατικά καλοδεχούµενοι, τις δικές τους. Ο Ντ. Τραµπ όµως είχε και έχει και το µαχαίρι και το καρπούζι. Και αυτό γιατί το πλαίσιο που έχει τεθεί έχει ρεαλισµό και πραγµατισµό στη βάση του πολέµου που έχει εξελιχθεί από τον Φεβρουάριο του 2022. Η πρόταση στο εδαφικό έχει λογική. Η Μόσχα διατίθεται να αποτραβηχτεί από τις βόρειες περιοχές της σηµερινής Ουκρανίας (Χάρκοβο και Σούµι), επιθυµεί κυριαρχία στις ανατολικές (Ντονµπάς - Ντονέτσκ, Λουχάνσκ) και να διαπραγµατευτεί έναν διάδροµο στον νότο που θα αποτελέσει τη «γέφυρα» µε την Κριµαία (Χερσώνα, Ζαπορίζια). Από πλευράς εγγυήσεων για την ασφάλεια της δυτικής Ουκρανίας (Κίεβο), είναι εφικτή η κάλυψη από ευρωπαϊκές και αµερικανικές δυνάµεις σε µια λογική συνδροµής τύπου «άρθρου 5» του ΝΑΤΟ, χωρίς όµως η Ουκρανία να ενταχθεί στον στρατιωτικό συνασπισµό. Από χθες οι ΗΠΑ επιχειρούν µια γρήγορη και σταθερή ειρήνη στην Ουκρανία, µε νέα σύνορα, στα δεδοµένα που δηµιούργησε ο πόλεµος. Ενώ οι Ευρωπαίοι, στηρίζοντας το Κίεβο και τον Ζελένσκι, επιδιώκουν τη συνέχιση του πολέµου στην αρχική φάση και µια de facto ειρήνη, επενδύοντας στην προσωρινότητα, ως «έντιµο συµβιβασµό».