Μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να έχει µια τρίτη θητεία;
Άρθρο γνώμης
Στην παρούσα φάση δεν έχουµε ∆ύση µε τους κανόνες που γνωρίζαµε. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα κάηκε και το νατοϊκό διαβατήριο δεν αρκεί

Ένα ζήτηµα που προσάπτουν στον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη σε σχέση µε τρίτη θητεία του στη διακυβέρνηση της χώρας είναι ότι δεν έχει όραµα για το πού θα πρέπει να πάει η χώρα στο µέλλον. Ουσιαστικά τι λένε οι πολιτικοί αλλά και οι εσωκοµµατικοί αντίπαλοι ή σχολιαστές του πρωθυπουργού; Ο κ. Μητσοτάκης εξελέγη πρόεδρος µε τις προβλεπόµενες εσωκοµµατικές διαδικασίες της Νέας ∆ηµοκρατίας το 2016.
Οι προσλαµβάνουσες που είχε, οι σκέψεις, οι σχεδιασµοί του αλλά και η οργάνωση των προτεραιοτήτων για τη χώρα αναφέρονταν και αναφέρονται στα δεδοµένα του τότε. Τι ίσχυε δηλαδή για την Ελλάδα και τα «στοιχήµατα» που είχε µπροστά της η διακυβέρνηση και η διοίκηση της χώρας σε µια πορεία αρχικά εξόδου από τη µνηµονιακή χειραγώγηση ευρωπαϊκών θεσµών και ∆ΝΤ και στη συνέχεια επιστροφής της στην αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια µιας χώρας µέλους της Ευρωζώνης. Πέραν αυτών όµως, ο κ. Μητσοτάκης και τα επιτελεία του προσωπικά, κοµµατικά και στην εξέλιξη κυβερνητικά, είχαν βεβαιότητα για τη λειτουργικότητα της Ευρώπης, την ισχύ των δοµών της και τη σταθερότητά της ως διεθνούς δρώσας στο σύστηµα της παγκοσµιοποιηµένης οικονοµίας και της αποδεκτής ως κανονικότητας γεωπολιτικής.
Ο κ. Μητσοτάκης είχε χρόνο να προετοιµάσει τη διακυβέρνησή του και να µιλήσει στους πολίτες για σταθερότητα µοντέλων ανασυγκρότησης και κανονικότητα µέσα στο δυτικό σύστηµα, µε δεδοµένο ότι όταν ανέλαβε την προεδρία και την ευθύνη της ελληνικής Κεντροδεξιάς, µε κύριο ζητούµενο την επιστροφή της στην εξουσία, τη διακυβέρνηση ασκούσε ο συνασπισµός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, µε ορίζοντα το 2018-2019.
Ο κ. Μητσοτάκης µε την έννοια αυτή δεν αποτέλεσε συνέχεια της δεύτερης κατά σειρά διακυβέρνησης του συνασπισµού Ν∆ - ΠΑΣΟΚ (Σαµαράς - Βενιζέλος), των περιόδων των µνηµονίων, αλλά την πρώτη διακυβέρνηση µετά την έξοδο της Ελλάδας από τη µνηµονιακή αβελτηρία.
Η διοίκησή του λοιπόν, από τη φάση της προετοιµασίας και της συγκρότησης της στρατηγικής του για την προοπτική της χώρας, είχε ως βάση την ανάκτηση της κρατικής αυτοτέλειας στις αποφάσεις από µια εθνική κυβέρνηση, εντός φυσικά των δεσµεύσεων προς τους Ευρωπαίους κρατικούς πιστωτές, σύµφωνα µε τα κριτήρια των διεθνών αγορών χρήµατος και επενδύσεων, στους χρόνους που η παγκοσµιοποίηση της οικονοµίας, το ελεύθερο εµπόριο, σε συνθήκες του τέλους των εθνών και σύγκλισης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, θεωρείτο δόγµα που παρέπεµπε στο «τέλος της ιστορίας» των προηγούµενων αιώνων. Ο κ. Μητσοτάκης στα χρόνια της διακυβέρνησής του, από το 2019 µέχρι και τον Ιανουάριο του 2025, στηρίχθηκε σε ένα µοντέλο που επιζητούσε σταθεροποίηση και στη συνέχεια ανάπτυξη στη βάση της δηµιουργίας πλεονασµάτων, µέρος των οποίων θα επέστρεφε προς στήριξη των εισοδηµάτων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Ο κ. Μητσοτάκης ήταν και είναι κατά βάση ένας συστηµικός παίκτης, θεσµικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολότητα καταρχήν. Αυτός όπως και οι προκάτοχοί του σε βάθος δεκαετιών δεν µπορούσε και δεν µπορεί να δει την Ελλάδα ως µια αυτόνοµη εθνική οντότητα. Αυτό δεν είναι δυνατόν να του χρεώνεται, αφού το συνολικό και δοµικό σύστηµα διοίκησης και κουλτούρας της χώρας, πέρα και πάνω από κόµµατα και φάσεις διακυβέρνησης, συνέκλινε στην ευρωπαϊκή «απορρόφηση» από την εποχή του Καραµανλή του πρεσβύτερου και σίγουρα µετά τη διακυβέρνηση του Α. Παπανδρέου και την ένταξη στην Ευρωζώνη τη δεκαετία του 1990.
Ο κ. Μητσοτάκης µάλιστα διατήρησε τη θαρραλέα βεβαιότητα ότι η Ελλάδα επιτέλους θα πρέπει να αποτελέσει έναν εθελούσια στενό σύµµαχο της ∆ύσης, τόσο σε σχέση µε το ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ και τους κανόνες της Ευρωζώνης όσο και σε σχέση µε τις ΗΠΑ διµερώς. Στην παρούσα, όµως, φάση δεν έχουµε ∆ύση µε τους κανόνες που γνωρίζαµε. Ούτε Ευρώπη των Πολιτειών µπορούµε να ανιχνεύσουµε στην προοπτική. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα κάηκε και το νατοϊκό διαβατήριο δεν αρκεί. Αυτό όµως δεν είναι πρόβληµα µόνο για τον Μητσοτάκη, αλλά για το σύνολο της ελληνικής πολιτικής και τη διακυβέρνηση. Ναι αλλά ο κ. Μητσοτάκης είναι ο πρωθυπουργός και είτε θα πρέπει να βρει ορίζοντα για να πορευθεί η χώρα, είτε θα δυσκολευτεί πολύ να µείνει πρωθυπουργός, αν και δεν έχει αξιόπιστο αντίπαλο, µέχρι το 2030-31. Μιαν άλλη εποχή που ξηµέρωσε στον κόσµο...
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Οι προσλαµβάνουσες που είχε, οι σκέψεις, οι σχεδιασµοί του αλλά και η οργάνωση των προτεραιοτήτων για τη χώρα αναφέρονταν και αναφέρονται στα δεδοµένα του τότε. Τι ίσχυε δηλαδή για την Ελλάδα και τα «στοιχήµατα» που είχε µπροστά της η διακυβέρνηση και η διοίκηση της χώρας σε µια πορεία αρχικά εξόδου από τη µνηµονιακή χειραγώγηση ευρωπαϊκών θεσµών και ∆ΝΤ και στη συνέχεια επιστροφής της στην αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια µιας χώρας µέλους της Ευρωζώνης. Πέραν αυτών όµως, ο κ. Μητσοτάκης και τα επιτελεία του προσωπικά, κοµµατικά και στην εξέλιξη κυβερνητικά, είχαν βεβαιότητα για τη λειτουργικότητα της Ευρώπης, την ισχύ των δοµών της και τη σταθερότητά της ως διεθνούς δρώσας στο σύστηµα της παγκοσµιοποιηµένης οικονοµίας και της αποδεκτής ως κανονικότητας γεωπολιτικής.
Ο κ. Μητσοτάκης είχε χρόνο να προετοιµάσει τη διακυβέρνησή του και να µιλήσει στους πολίτες για σταθερότητα µοντέλων ανασυγκρότησης και κανονικότητα µέσα στο δυτικό σύστηµα, µε δεδοµένο ότι όταν ανέλαβε την προεδρία και την ευθύνη της ελληνικής Κεντροδεξιάς, µε κύριο ζητούµενο την επιστροφή της στην εξουσία, τη διακυβέρνηση ασκούσε ο συνασπισµός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, µε ορίζοντα το 2018-2019.
Ο κ. Μητσοτάκης µε την έννοια αυτή δεν αποτέλεσε συνέχεια της δεύτερης κατά σειρά διακυβέρνησης του συνασπισµού Ν∆ - ΠΑΣΟΚ (Σαµαράς - Βενιζέλος), των περιόδων των µνηµονίων, αλλά την πρώτη διακυβέρνηση µετά την έξοδο της Ελλάδας από τη µνηµονιακή αβελτηρία.
Η διοίκησή του λοιπόν, από τη φάση της προετοιµασίας και της συγκρότησης της στρατηγικής του για την προοπτική της χώρας, είχε ως βάση την ανάκτηση της κρατικής αυτοτέλειας στις αποφάσεις από µια εθνική κυβέρνηση, εντός φυσικά των δεσµεύσεων προς τους Ευρωπαίους κρατικούς πιστωτές, σύµφωνα µε τα κριτήρια των διεθνών αγορών χρήµατος και επενδύσεων, στους χρόνους που η παγκοσµιοποίηση της οικονοµίας, το ελεύθερο εµπόριο, σε συνθήκες του τέλους των εθνών και σύγκλισης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, θεωρείτο δόγµα που παρέπεµπε στο «τέλος της ιστορίας» των προηγούµενων αιώνων. Ο κ. Μητσοτάκης στα χρόνια της διακυβέρνησής του, από το 2019 µέχρι και τον Ιανουάριο του 2025, στηρίχθηκε σε ένα µοντέλο που επιζητούσε σταθεροποίηση και στη συνέχεια ανάπτυξη στη βάση της δηµιουργίας πλεονασµάτων, µέρος των οποίων θα επέστρεφε προς στήριξη των εισοδηµάτων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Ο κ. Μητσοτάκης ήταν και είναι κατά βάση ένας συστηµικός παίκτης, θεσµικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολότητα καταρχήν. Αυτός όπως και οι προκάτοχοί του σε βάθος δεκαετιών δεν µπορούσε και δεν µπορεί να δει την Ελλάδα ως µια αυτόνοµη εθνική οντότητα. Αυτό δεν είναι δυνατόν να του χρεώνεται, αφού το συνολικό και δοµικό σύστηµα διοίκησης και κουλτούρας της χώρας, πέρα και πάνω από κόµµατα και φάσεις διακυβέρνησης, συνέκλινε στην ευρωπαϊκή «απορρόφηση» από την εποχή του Καραµανλή του πρεσβύτερου και σίγουρα µετά τη διακυβέρνηση του Α. Παπανδρέου και την ένταξη στην Ευρωζώνη τη δεκαετία του 1990.
Ο κ. Μητσοτάκης µάλιστα διατήρησε τη θαρραλέα βεβαιότητα ότι η Ελλάδα επιτέλους θα πρέπει να αποτελέσει έναν εθελούσια στενό σύµµαχο της ∆ύσης, τόσο σε σχέση µε το ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ και τους κανόνες της Ευρωζώνης όσο και σε σχέση µε τις ΗΠΑ διµερώς. Στην παρούσα, όµως, φάση δεν έχουµε ∆ύση µε τους κανόνες που γνωρίζαµε. Ούτε Ευρώπη των Πολιτειών µπορούµε να ανιχνεύσουµε στην προοπτική. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα κάηκε και το νατοϊκό διαβατήριο δεν αρκεί. Αυτό όµως δεν είναι πρόβληµα µόνο για τον Μητσοτάκη, αλλά για το σύνολο της ελληνικής πολιτικής και τη διακυβέρνηση. Ναι αλλά ο κ. Μητσοτάκης είναι ο πρωθυπουργός και είτε θα πρέπει να βρει ορίζοντα για να πορευθεί η χώρα, είτε θα δυσκολευτεί πολύ να µείνει πρωθυπουργός, αν και δεν έχει αξιόπιστο αντίπαλο, µέχρι το 2030-31. Μιαν άλλη εποχή που ξηµέρωσε στον κόσµο...
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή