∆ύο σενάρια συγκυβέρνησης, µία παγίδα
Άρθρο γνώμης
Οι εµπλεκόµενοι σε τέτοια σενάρια καλό είναι να παρακολουθήσουν µε µεγαλύτερη προσοχή τα όσα εξελίσσονται στη Γαλλία από το καλοκαίρι του 2024

Την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας, του επιπέδου λειτουργίας του κοινοβουλευτισµού και τη διαµόρφωση των συνθηκών στο πολιτικό σκηνικό την έχουν οι πολιτικοί και τα κόµµατα µε τα οποία εκλέγονται. Ούτε οι κύκλοι επιρροής του παρασκηνίου, ισχυροί ή λιγότερο παρεµβατικοί, ούτε οι επιχειρηµατικοί όµιλοι, που µπορούν να έχουν και να προάγουν τις δικές τους επιλογές για την πολιτική. Γι' αυτό θα πρέπει να έχουν πλήρη αντίληψη οι κυβερνώντες, αλλά και σωρευτικά οι ηγεσίες και τα στελέχη της αντιπολίτευσης. Ουδείς, και περισσότερο οι πολίτες, όποιες και αν είναι οι κοµµατικές τους προτιµήσεις, θα αποδώσει ευθύνες στους «ανώνυµους» του παρασκηνίου ή σε κάποιον επιχειρηµατία για το πώς θα διαµορφωθεί το πολιτικό σκηνικό στο παρόν και τα επόµενα χρόνια, για τις κρατικές αποφάσεις που λαµβάνονται και προωθούνται, για το κλίµα αλλά και τις παραµέτρους των επερχόµενων, µε ορίζοντα την άνοιξη του 2027, εθνικών εκλογών.
Στην παρούσα φάση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός νιώθουν σηµαντική πίεση από την κοινή γνώµη αλλά και από τις συνθήκες που επικρατούν στο εσωτερικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές σκηνικό, που χαρακτηρίζεται από ανατροπές και νέα δεδοµένα. Οι δηµοσκοπήσεις στο τέλος του καλοκαιριού δείχνουν ακόµα πιο αρνητικά ποσοστά δηµοφιλίας από εκείνες της αρχής του καλοκαιριού, χωρίς να έχει µεσολαβήσει κάτι τραγικό µέσα στη θερινή περίοδο. Υπάρχει µια συσσωρευµένη δυσαρέσκεια πλέον στη µεγαλύτερη µερίδα των πολιτών -ψηφοφόρων για την ακρίβεια-, που σαρώνει τα πάντα, για φαινόµενα διαφθοράς, που υπήρχε δέσµευση ότι δεν θα υφίστανται πλέον, για χρονίζοντα προβλήµατα συµφυή µε την ελληνική πραγµατικότητα και την κατάσταση του κράτους, που κάθε τόσο θυµίζουν την ύπαρξή τους κυριαρχώντας στη δηµοσιότητα. Επίσης, υφίσταται µια γενικότερη απογοήτευση και απαξία στα θέµατα εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής, αφού η Ελλάδα ως «παίκτης» στη σκακιέρα της Μεσογείου, στο ευρωπαϊκό περιβάλλον αλλά και στις σχέσεις ακόµα και µε την ηγεσία των ΗΠΑ φαντάζει πολύ πιο αποµονωµένη και χωρίς ρόλο, όχι µόνο σε σχέση µε την Τουρκία, αλλά και έναντι του εαυτού της προ τριετίας.
Ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, δείχνει στον έκτο χρόνο της θητείας του αρκετά αιφνιδιασµένος από τις ανατροπές που προέκυψαν µε θυελλώδη ρυθµό µετά την εκλογή του Ντ. Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Την απαξίωση των διαδικασιών της φιλελεύθερης παγκοσµιοποίησης και της επονοµαζόµενης «πράσινης οικονοµίας», τις επιπτώσεις που υπάρχουν στη συνοχή και τη δοµή των επιλογών και των αποφάσεων στην Ευρώπη, όπως αυτές συσχετίζονται και µε τον πόλεµο στην Ουκρανία, τα νέα δεδοµένα στο παγκόσµιο εµπόριο. Οµως ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, επιδεικνύοντας και την κατάσταση εκτός ελέγχου που επικρατεί σε δοµικής ισχύος χώρες στην Ευρώπη, όπως η Γαλλία, ή βιοµηχανικές, όπως η Ιταλία, έχει να επιδείξει πολύ θετικά αποτελέσµατα στην πορεία της ελληνικής οικονοµίας. Υφίστανται υπερπλεονάσµατα, που επιτρέπουν να προχωρήσει στην αναµενόµενη θεαµατική δέσµη θετικών µέτρων από τη Θεσσαλονίκη, την ερχόµενη εβδοµάδα, µε συνέπεια την ενίσχυση των εισοδηµάτων στη µεσαία τάξη, τα νοικοκυριά, τους συνταξιούχους, αλλά και την περαιτέρω στήριξη των επιχειρήσεων.
Ετσι, ο πρωθυπουργός θα εµφανισθεί, και δικαίως, ως επιτυχηµένος και συνεπής µε τις στρατηγικές δεσµεύσεις του για αύξηση µισθών και µείωση φόρων, ενώ θα είναι σε θέση να κάνει έναν ευρύ απολογισµό σε δοµικά µεγάλα έργα σε όλη την Ελλάδα, σε προµήθειες για τον επανεξοπλισµό των Ενόπλων ∆υνάµεων, των κρατικών δοµών πολιτικής προστασίας, στην ψηφιοποίηση του κράτους, στην προσπάθεια που καταβάλλεται στους τοµείς της δηµόσιας Υγείας και της Παιδείας για την αναδιάταξή τους. Απέναντι σε αυτά τα θετικά δεν θα µπορέσει να επιδείξει ή, τουλάχιστον, δεν αναµένεται να πείσει για την αποτελεσµατικότητα και δέσµευση της διακυβέρνησης στον τοµέα της ακρίβειας, που εξακολουθεί να καλπάζει στη χώρα, µε κίνδυνο το αυξηµένο κόστος των σχολικών ειδών φέτος, όπως και το κόστος των καλοκαιρινών διακοπών να ανασχέσουν µια αλµατώδη ανάκαµψη στις δηµοσκοπήσεις του φθινοπώρου που έπονται.
Με δεδοµένο ότι κυριαρχεί κλίµα δυστοπίας και «γκρίνιας» στην κοινωνία, οι δυνάµεις που αντιπολιτεύονται τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, κόµµατα, κύκλοι επιρροής, επιχειρηµατικά συµφέρο ντα, και επιδιώκουν µε κάθε τρόπο και µέσον να αποτρέψουν την περίπτωση µιας τρίτης θητείας µε αυτοδύναµη κυβέρνησή του θα συνεχίσουν τις παρασκηνιακές διεργασίες τους. Ο στόχος τους θα παραµείνει να µεταλλάξουν το πολιτικό σκηνικό, ώστε να διασφαλίσουν ότι στις εκλογές του 2027, ακόµα και αν αυτές είναι διπλές, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα µπορέσει να ξεπεράσει σε ποσοστά το 33%-35%. Στη λογική αυτή συνεχίζονται οι πιέσεις από τον στενό πολιτικό του κύκλο αλλά και δυνάµεις επιρροής στον πρώην πρωθυπουργό κ. Σαµαρά να συγκροτήσει πόλο στα δεξιά της Νέας ∆ηµοκρατίας. Επίσης, στην Κεντροαριστερά, και ενόψει µιας ηγετικής επιστροφής του επίσης πρώην πρωθυπουργού κ. Τσίπρα µε νέο σχήµα, η οµάδα των επονοµαζόµενων από την εποχή Σηµίτη «εκσυγχρονιστών» δείχνουν να επιστρέφουν στην ενέργεια σε σχέση µε το ΠΑΣΟΚ, προκειµένου να συνδράµουν στη στρατηγική του απέναντι στις επιλογές της ηγεσίας Ανδρουλάκη, µε προοπτική κυβέρνηση συνασπισµού µε τη Νέα ∆ηµοκρατία την επόµενη ηµέρα των εκλογών του 2027.
Ετσι, µετά τις δεύτερες εκλογές του 2027 ο κ. Μητσοτάκης του περίπου 35% µπορεί να έχει δύο επιλογές σχηµατισµού κυβέρνησης πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο. Είτε σε συνασπισµό προς τα δεξιά µε το κόµµα Σαµαρά είτε προς τα αριστερά µε το ΠΑΣΟΚ. Εδώ όµως προκύπτει ένα ζήτηµα. Τόσο ένα κόµµα Σαµαρά όσο και το ΠΑΣΟΚ, που θα έχει ακόµη στην ηγεσία του τον κ. Ανδρουλάκη, να διαπραγµατευτούν κυβέρνηση συνασπισµού µε άλλον πρωθυπουργό, πλην Μητσοτάκη. Ετσι όµως οι πολίτες θα έχουν υπερψηφίσει ως πρωθυπουργό τον ηγέτη του κυρίαρχου κόµµατος, τον κ. Μητσοτάκη δηλαδή, και τα κάθε τύπου συµφέροντα και τα µικρά κόµµατα θα «διορίσουν» πρωθυπουργό κάποιον άλλον. Ενδεχοµένως για περιορισµένο χρόνο, µια διετία, για παράδειγµα, και µετά να ορισθούν νέες εκλογές. Αυτή είναι η «παγίδα» που µπορεί να οδηγήσει στο χάος την Ελλάδα. Οι εµπλεκόµενοι σε τέτοια σενάρια καλό είναι να παρακολουθήσουν µε µεγαλύτερη προσοχή τα όσα εξελίσσονται στη Γαλλία από το καλοκαίρι του 2024, µε κορύφωση την επερχόµενη 10η Σεπτεµβρίου και να προβληµατισθούν περισσότερο για τις επιλογές τους.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Στην παρούσα φάση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός νιώθουν σηµαντική πίεση από την κοινή γνώµη αλλά και από τις συνθήκες που επικρατούν στο εσωτερικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές σκηνικό, που χαρακτηρίζεται από ανατροπές και νέα δεδοµένα. Οι δηµοσκοπήσεις στο τέλος του καλοκαιριού δείχνουν ακόµα πιο αρνητικά ποσοστά δηµοφιλίας από εκείνες της αρχής του καλοκαιριού, χωρίς να έχει µεσολαβήσει κάτι τραγικό µέσα στη θερινή περίοδο. Υπάρχει µια συσσωρευµένη δυσαρέσκεια πλέον στη µεγαλύτερη µερίδα των πολιτών -ψηφοφόρων για την ακρίβεια-, που σαρώνει τα πάντα, για φαινόµενα διαφθοράς, που υπήρχε δέσµευση ότι δεν θα υφίστανται πλέον, για χρονίζοντα προβλήµατα συµφυή µε την ελληνική πραγµατικότητα και την κατάσταση του κράτους, που κάθε τόσο θυµίζουν την ύπαρξή τους κυριαρχώντας στη δηµοσιότητα. Επίσης, υφίσταται µια γενικότερη απογοήτευση και απαξία στα θέµατα εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής, αφού η Ελλάδα ως «παίκτης» στη σκακιέρα της Μεσογείου, στο ευρωπαϊκό περιβάλλον αλλά και στις σχέσεις ακόµα και µε την ηγεσία των ΗΠΑ φαντάζει πολύ πιο αποµονωµένη και χωρίς ρόλο, όχι µόνο σε σχέση µε την Τουρκία, αλλά και έναντι του εαυτού της προ τριετίας.
Ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, δείχνει στον έκτο χρόνο της θητείας του αρκετά αιφνιδιασµένος από τις ανατροπές που προέκυψαν µε θυελλώδη ρυθµό µετά την εκλογή του Ντ. Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Την απαξίωση των διαδικασιών της φιλελεύθερης παγκοσµιοποίησης και της επονοµαζόµενης «πράσινης οικονοµίας», τις επιπτώσεις που υπάρχουν στη συνοχή και τη δοµή των επιλογών και των αποφάσεων στην Ευρώπη, όπως αυτές συσχετίζονται και µε τον πόλεµο στην Ουκρανία, τα νέα δεδοµένα στο παγκόσµιο εµπόριο. Οµως ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, επιδεικνύοντας και την κατάσταση εκτός ελέγχου που επικρατεί σε δοµικής ισχύος χώρες στην Ευρώπη, όπως η Γαλλία, ή βιοµηχανικές, όπως η Ιταλία, έχει να επιδείξει πολύ θετικά αποτελέσµατα στην πορεία της ελληνικής οικονοµίας. Υφίστανται υπερπλεονάσµατα, που επιτρέπουν να προχωρήσει στην αναµενόµενη θεαµατική δέσµη θετικών µέτρων από τη Θεσσαλονίκη, την ερχόµενη εβδοµάδα, µε συνέπεια την ενίσχυση των εισοδηµάτων στη µεσαία τάξη, τα νοικοκυριά, τους συνταξιούχους, αλλά και την περαιτέρω στήριξη των επιχειρήσεων.
Ετσι, ο πρωθυπουργός θα εµφανισθεί, και δικαίως, ως επιτυχηµένος και συνεπής µε τις στρατηγικές δεσµεύσεις του για αύξηση µισθών και µείωση φόρων, ενώ θα είναι σε θέση να κάνει έναν ευρύ απολογισµό σε δοµικά µεγάλα έργα σε όλη την Ελλάδα, σε προµήθειες για τον επανεξοπλισµό των Ενόπλων ∆υνάµεων, των κρατικών δοµών πολιτικής προστασίας, στην ψηφιοποίηση του κράτους, στην προσπάθεια που καταβάλλεται στους τοµείς της δηµόσιας Υγείας και της Παιδείας για την αναδιάταξή τους. Απέναντι σε αυτά τα θετικά δεν θα µπορέσει να επιδείξει ή, τουλάχιστον, δεν αναµένεται να πείσει για την αποτελεσµατικότητα και δέσµευση της διακυβέρνησης στον τοµέα της ακρίβειας, που εξακολουθεί να καλπάζει στη χώρα, µε κίνδυνο το αυξηµένο κόστος των σχολικών ειδών φέτος, όπως και το κόστος των καλοκαιρινών διακοπών να ανασχέσουν µια αλµατώδη ανάκαµψη στις δηµοσκοπήσεις του φθινοπώρου που έπονται.
Με δεδοµένο ότι κυριαρχεί κλίµα δυστοπίας και «γκρίνιας» στην κοινωνία, οι δυνάµεις που αντιπολιτεύονται τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, κόµµατα, κύκλοι επιρροής, επιχειρηµατικά συµφέρο ντα, και επιδιώκουν µε κάθε τρόπο και µέσον να αποτρέψουν την περίπτωση µιας τρίτης θητείας µε αυτοδύναµη κυβέρνησή του θα συνεχίσουν τις παρασκηνιακές διεργασίες τους. Ο στόχος τους θα παραµείνει να µεταλλάξουν το πολιτικό σκηνικό, ώστε να διασφαλίσουν ότι στις εκλογές του 2027, ακόµα και αν αυτές είναι διπλές, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα µπορέσει να ξεπεράσει σε ποσοστά το 33%-35%. Στη λογική αυτή συνεχίζονται οι πιέσεις από τον στενό πολιτικό του κύκλο αλλά και δυνάµεις επιρροής στον πρώην πρωθυπουργό κ. Σαµαρά να συγκροτήσει πόλο στα δεξιά της Νέας ∆ηµοκρατίας. Επίσης, στην Κεντροαριστερά, και ενόψει µιας ηγετικής επιστροφής του επίσης πρώην πρωθυπουργού κ. Τσίπρα µε νέο σχήµα, η οµάδα των επονοµαζόµενων από την εποχή Σηµίτη «εκσυγχρονιστών» δείχνουν να επιστρέφουν στην ενέργεια σε σχέση µε το ΠΑΣΟΚ, προκειµένου να συνδράµουν στη στρατηγική του απέναντι στις επιλογές της ηγεσίας Ανδρουλάκη, µε προοπτική κυβέρνηση συνασπισµού µε τη Νέα ∆ηµοκρατία την επόµενη ηµέρα των εκλογών του 2027.
Ετσι, µετά τις δεύτερες εκλογές του 2027 ο κ. Μητσοτάκης του περίπου 35% µπορεί να έχει δύο επιλογές σχηµατισµού κυβέρνησης πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο. Είτε σε συνασπισµό προς τα δεξιά µε το κόµµα Σαµαρά είτε προς τα αριστερά µε το ΠΑΣΟΚ. Εδώ όµως προκύπτει ένα ζήτηµα. Τόσο ένα κόµµα Σαµαρά όσο και το ΠΑΣΟΚ, που θα έχει ακόµη στην ηγεσία του τον κ. Ανδρουλάκη, να διαπραγµατευτούν κυβέρνηση συνασπισµού µε άλλον πρωθυπουργό, πλην Μητσοτάκη. Ετσι όµως οι πολίτες θα έχουν υπερψηφίσει ως πρωθυπουργό τον ηγέτη του κυρίαρχου κόµµατος, τον κ. Μητσοτάκη δηλαδή, και τα κάθε τύπου συµφέροντα και τα µικρά κόµµατα θα «διορίσουν» πρωθυπουργό κάποιον άλλον. Ενδεχοµένως για περιορισµένο χρόνο, µια διετία, για παράδειγµα, και µετά να ορισθούν νέες εκλογές. Αυτή είναι η «παγίδα» που µπορεί να οδηγήσει στο χάος την Ελλάδα. Οι εµπλεκόµενοι σε τέτοια σενάρια καλό είναι να παρακολουθήσουν µε µεγαλύτερη προσοχή τα όσα εξελίσσονται στη Γαλλία από το καλοκαίρι του 2024, µε κορύφωση την επερχόµενη 10η Σεπτεµβρίου και να προβληµατισθούν περισσότερο για τις επιλογές τους.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά