Μήπως τελικά καλύτερα δύο θητείες, κ. πρωθυπουργέ;
Άρθρο γνώμης
Για να διεκδικήσει µε αξιώσεις αυτοδυναµίας µια τρίτη τετραετία, θα πρέπει να προκύψει ξαφνικά ένας άλλος Κυριάκος Μητσοτάκης, µε άλλα επιτελεία και στρατηγικές. Είναι εφικτό κάτι τέτοιο;

Αν το 2019-2020 εξελισσόταν µια συζήτηση για την ολοκλήρωση της θητείας στην πρωθυπουργία του κ. Μητσοτάκη από φιλικές σε αυτόν δυνάµεις και όχι παράγοντες της αντιπολίτευσης, είναι βέβαιο ότι θα προβλεπόταν µια συνέντευξη ανάλογη µε αυτήν στο «Πρώτο Θέµα» το φετινό καλοκαίρι, στην οποία ο επικεφαλής της Κεντροδεξιάς θα έλεγε ότι ο δικός του κύκλος στη διακυβέρνηση κλείνει µε τις εκλογές του 2027 και ανοίγει τον δρόµο της διαδοχής του, ούτως ώστε η Νέα ∆ηµοκρατία να αποκτήσει νέα ηγεσία και νέο υποψήφιο πρωθυπουργό για την τετραετία 2027-2031. Ο κ. Μητσοτάκης από την πλευρά του θα έµενε στη θέση του και θα συνέχιζε τη στρατηγική του και την υλοποίηση του προγράµµατός του µέχρι την ώρα που θα παρέδιδε τα κλειδιά του Μεγάρου Μαξίµου στον επόµενο ένοικο. Αυτοµάτως ο κ. Μητσοτάκης θα έβγαινε από το περιβάλλον της τοξικότητας και θα εγγυάτο ένα κλίµα συναίνεσης για τα όσα καλείται να αντιµετωπίσει η Ελλάδα την επόµενη κρίσιµη διετία, ενώ θα συνέχιζε χωρίς το άγχος του πολιτικού ανταγωνισµού να υλοποιεί πολιτικές και πλάνα ανασυγκρότησης για τα όποια έχει δεσµευθεί προς τους πολίτες από το 2023 ή προκύπτουν ως ανάγκες για τα συµφέροντα της χώρας στους απροβλέπτους καιρούς στους όποιους έχει εµπλακεί ο παγκόσµιος και περιφερειακός συσχετισµός.
Οι εξελίξεις όµως ήταν διαφορετικές και αυτό οφείλεται στην πολιτική ατµόσφαιρα στην Ελλάδα και στις περιορισµένες επιλογές που προκύπτουν ως προς την πρωθυπουργία της χώρας. Με δεδοµένη την πολυδιάσπαση και την πολυµέρεια στην αντιπολίτευση, µε τον κ. Ανδρουλάκη, για παράδειγµα, ή τον κ. Βελόπουλο ή τον κ. Φάµελλο ή τον κ. Κουτσούµπα να καταγράφονται ως πολύ αδύναµες υποψηφιότητες για την πρωθυπουργία της χώρας την επόµενη τετραετία όχι µόνο στις δηµοσκοπήσεις αλλά και αντικειµενικά, καθώς και την ηγετική θέση από πλευράς δηµοφιλίας που διατηρεί τόσο η Νέα ∆ηµοκρατία όσο και προσωπικά ο πρωθυπουργός, ο κ. Μητσοτάκης ενθαρρύνθηκε να δηλώσει υποψήφιος και για µια τρίτη θητεία στην ηγεσία της διοίκησης της χώρας. Μια φιλοδοξία θεµιτή, µε δεδοµένο ότι από την αφετηρία της Μεταπολίτευσης, µισό αιώνα πριν, ουδείς άλλος πρωθυπουργός βρέθηκε σε πιο πλεονεκτική θέση από τον κ. Μητσοτάκη να διεκδικήσει 12 χρόνια στην πρωθυπουργία.
Όµως η διακηρυγµένη πλέον αυτή πολιτική φιλοδοξία έχει και τα αντικειµενικά προβλήµατά της, έστω και αν βρισκόµαστε περίπου δύο χρόνια πριν από τις επόµενες εθνικές εκλογές. Πρώτον ο κ. Μητσοτάκης είναι σαφές ότι νιώθει άνετα στην άσκηση των καθηκόντων του, εφόσον προΐσταται κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτοδύναµων. Η φθορά του χρόνου στη διοίκηση της χώρας και κάποια λανθάνοντα αποτελέσµατα σε διάφορές πολιτικές που ασκούνται, µαζί µε την απογοήτευση ως προς κάποιες προσδοκίες που υπήρχαν, µπορεί να κοστίσουν στον ίδιο και τη Νέα ∆ηµοκρατία την απώλεια της αυτοδυναµίας. Σε µια τέτοια περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να αποδεχθεί το πολύ πιο στενό κοστούµι µιας κυβέρνησης συνασπισµού. Άραγε µε ποιο κόµµα, µε ποια σύνθεση υπουργικού συµβουλίου και στη βάση ποιας προγραµµατικής συµφωνίας;
∆εύτερον και σηµαντικό. Ο κ. Μητσοτάκης ως πολιτικός, ως άνθρωπος, ως φορέας ιδεών και προσεγγίσεων, είναι εκπρόσωπος µιας άλλης εποχής. Αυτής που τελείωσε λίγο πριν και σίγουρα µετά την εκλογή Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Αυτό που για τον ηγέτη Μητσοτάκη ορίστηκε ως κανονικότητα, ως κυρίαρχη αντίληψη παγκόσµιου και ευρωπαϊκού συσχετισµού, τα εθνικά «στοιχήµατα» στρατηγικής που έθεσε από την εποχή που αναλάµβανε την ηγεσία της Κεντροδεξιάς, µια δεκαετία πριν, δεν ισχύουν. Ούτε καν η «πράσινη ανάπτυξη» και ο φιλελεύθερος κοσµοπολιτισµός και ευρωκεντρισµός που πίστεψε και πιστεύει σε συνθήκες παγκοσµιοποίησης και µη πολέµων. Για να διεκδικήσει µε αξιώσεις αυτοδυναµίας µια τρίτη θητεία, θα πρέπει να προκύψει ξαφνικά ένας άλλος Κυριάκος Μητσοτάκης, µε άλλα επιτελεία και στρατηγικές. Είναι εφικτό κάτι τέτοιο;
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Οι εξελίξεις όµως ήταν διαφορετικές και αυτό οφείλεται στην πολιτική ατµόσφαιρα στην Ελλάδα και στις περιορισµένες επιλογές που προκύπτουν ως προς την πρωθυπουργία της χώρας. Με δεδοµένη την πολυδιάσπαση και την πολυµέρεια στην αντιπολίτευση, µε τον κ. Ανδρουλάκη, για παράδειγµα, ή τον κ. Βελόπουλο ή τον κ. Φάµελλο ή τον κ. Κουτσούµπα να καταγράφονται ως πολύ αδύναµες υποψηφιότητες για την πρωθυπουργία της χώρας την επόµενη τετραετία όχι µόνο στις δηµοσκοπήσεις αλλά και αντικειµενικά, καθώς και την ηγετική θέση από πλευράς δηµοφιλίας που διατηρεί τόσο η Νέα ∆ηµοκρατία όσο και προσωπικά ο πρωθυπουργός, ο κ. Μητσοτάκης ενθαρρύνθηκε να δηλώσει υποψήφιος και για µια τρίτη θητεία στην ηγεσία της διοίκησης της χώρας. Μια φιλοδοξία θεµιτή, µε δεδοµένο ότι από την αφετηρία της Μεταπολίτευσης, µισό αιώνα πριν, ουδείς άλλος πρωθυπουργός βρέθηκε σε πιο πλεονεκτική θέση από τον κ. Μητσοτάκη να διεκδικήσει 12 χρόνια στην πρωθυπουργία.
Όµως η διακηρυγµένη πλέον αυτή πολιτική φιλοδοξία έχει και τα αντικειµενικά προβλήµατά της, έστω και αν βρισκόµαστε περίπου δύο χρόνια πριν από τις επόµενες εθνικές εκλογές. Πρώτον ο κ. Μητσοτάκης είναι σαφές ότι νιώθει άνετα στην άσκηση των καθηκόντων του, εφόσον προΐσταται κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτοδύναµων. Η φθορά του χρόνου στη διοίκηση της χώρας και κάποια λανθάνοντα αποτελέσµατα σε διάφορές πολιτικές που ασκούνται, µαζί µε την απογοήτευση ως προς κάποιες προσδοκίες που υπήρχαν, µπορεί να κοστίσουν στον ίδιο και τη Νέα ∆ηµοκρατία την απώλεια της αυτοδυναµίας. Σε µια τέτοια περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να αποδεχθεί το πολύ πιο στενό κοστούµι µιας κυβέρνησης συνασπισµού. Άραγε µε ποιο κόµµα, µε ποια σύνθεση υπουργικού συµβουλίου και στη βάση ποιας προγραµµατικής συµφωνίας;
∆εύτερον και σηµαντικό. Ο κ. Μητσοτάκης ως πολιτικός, ως άνθρωπος, ως φορέας ιδεών και προσεγγίσεων, είναι εκπρόσωπος µιας άλλης εποχής. Αυτής που τελείωσε λίγο πριν και σίγουρα µετά την εκλογή Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Αυτό που για τον ηγέτη Μητσοτάκη ορίστηκε ως κανονικότητα, ως κυρίαρχη αντίληψη παγκόσµιου και ευρωπαϊκού συσχετισµού, τα εθνικά «στοιχήµατα» στρατηγικής που έθεσε από την εποχή που αναλάµβανε την ηγεσία της Κεντροδεξιάς, µια δεκαετία πριν, δεν ισχύουν. Ούτε καν η «πράσινη ανάπτυξη» και ο φιλελεύθερος κοσµοπολιτισµός και ευρωκεντρισµός που πίστεψε και πιστεύει σε συνθήκες παγκοσµιοποίησης και µη πολέµων. Για να διεκδικήσει µε αξιώσεις αυτοδυναµίας µια τρίτη θητεία, θα πρέπει να προκύψει ξαφνικά ένας άλλος Κυριάκος Μητσοτάκης, µε άλλα επιτελεία και στρατηγικές. Είναι εφικτό κάτι τέτοιο;
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή