Η Ελλάδα επιθυµεί να είναι µια δύναµη ειρήνης και σταθερότητας στην Ανατολική και Νότιο Μεσόγειο. Επιχειρεί σε διάφορες εποχές, διαφορετικές συγκυρίες και ποικίλες κυβερνήσεις στην Αθήνα να εξυπηρετήσει αυτό το µοντέλο διεθνούς πολιτικής. Ταυτόχρονα βρίσκεται διαχρονικά σε µια νευρική αναµονή εξελίξεων στον συσχετισµό µε την πάντα ανταγωνιστική και επιθετική Τουρκία. Η Άγκυρα στη διπλωµατία της να προβάλλει πάντα θεωρίες σύµφωνα µε τις οποίες η Ελλάδα προκαλεί και αυτή κρατάει την πιο σταθερή και αµυντική θέση. Η Ελλάδα έχει δικαιώµατα και διεκδικήσεις µέσω υφιστάµενου δικαίου.

Η Τουρκία διεκδικεί δικαιώµατα και ζώνες εκµετάλλευσης ή και κυριαρχίας βάσει του όγκου της, της θέσης της στο σηµείο τοµής Ασίας και Ευρώπης αλλά και µε στρατιωτικές επιχειρήσεις όταν βρει την ευκαιρία. Η Ελλάδα µπορεί να αντλεί επιχειρήµατα βάσει των νοµικών κειµένων ∆ιεθνούς ∆ικαίου, αλλά καταλήγει φλύαρη µέσα από την αναµενόµενη από όλους, άρα βαρετά προβλεπτή επίκληση της ιδίας επιχειρηµατολογίας σε βάθος δεκαετιών. Στο πεδίο ταυτόχρονα που ενδιαφέρει κεντρικά υπουργεία Εξωτερικών στο κόσµο αλλά και σε αναφορά µε επιχειρηµατικά συµφέροντα και οικονοµικά πλάνα σε διεθνές επίπεδο όλα µένουν σε στασιµότητα, αφού δεν υπάρχει εξέλιξη, άρα και σταθερότητα πλαισίου για διεθνείς επενδύσεις στις περιοχές, κυρίως θαλάσσιες, που ακουµπούν τα ελληνικά δικαιώµατα που αµφισβητεί µονίµως η Τουρκία.

Με την έννοια αυτή τι νόηµα έχει το ότι από τη δεκαετία του 1990 η Ελλάδα δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 στα 12 ναυτικά µίλια ή να κηρύξει ΑΟΖ µε τις παρακείµενες ή απέναντι χώρες ή, τέλος, το ότι τα νησιά της δικαιούνται, πέραν των χωρικών τους υδάτων, οικονοµικές ζώνες εκµετάλλευσης; Στη Σαµοθράκη για παράδειγµα οι Τούρκοι ψαράδες πυροβολούν τους Έλληνες, θεωρώντας ότι έχουν αυξηµένα δικαιώµατα αλιείας, ενώ δεν έχουν. Πριν από ελάχιστα χρόνια για δεκαετίες γινόταν το ίδιο, χωρίς πυροβολισµούς εκεί, µεταξύ Ελλήνων και Ιταλών ψαράδων στη θάλασσα της Αδριατικής. Για να σπάσει ο φαύλος αυτός κύκλος του ανταγωνισµού Ελλάδας - Τουρκίας, όπως συνήθως τον αντιµετωπίζουν τουλάχιστον οι άλλοι, θα πρέπει από ελληνικής πλευράς τουλάχιστον να γίνει ένα στέρεο βήµα εξέλιξης που να έχει ενδιαφέρον.

Ποιο µπορεί να είναι αυτό; Η λύση θα µπορούσε να είναι, ειδικά στους παρόντες καιρούς, να διαφύγουµε από το επίπεδο της διµερούς διαφοράς µε την Τουρκία και να αναζητήσουµε ή να συµµετάσχουµε σε µια µόνιµη λύση, µε ειρηνικά µέσα, µιας ευρύτερης γεωπολιτικής και ενεργειακής περιοχής. Όπως είναι αυτή που συµπεριλαµβάνει τα παράκτια κράτη της Ανατολικής (Αιγαίο) και της Νότιας Μεσογείου (Κρήτη). Αν κρατήσουµε την τελευταία επίσηµη δήλωση της Κάγια Κάλας, αντιπροέδρου και ύπατης εκπροσώπου της ΕΕ, σχετικά, έχουµε τη βάση µιας πολυµερούς συζήτησης στην περιοχή άσχετα µε τις εθνικές προτεραιότητες της κάθε χώρας που δικαιούται µια θέση στο τραπέζι. Η Ελλάδα µε αυτή την ευρωπαϊκή δήλωση ανά χείρας προσφεύγει στην Ουάσινγκτον, αφού είναι συνεχής η επικοινωνία της µε το Στέιτ Ντιπάρτµεντ και τον υπουργό Ρούµπιο. Ζητά από την Αµερική µια ανάλογη τοποθέτηση διακήρυξης αποδοχής στο κανονιστικό πλαίσιο της συνθήκης UNCLOS και, αφού αυτή προκύψει, ισχυρή µεσολάβηση και πρόσκληση στον Λευκό Οίκο των ηγεσιών των χωρών της περιοχής προκειµένου να υπάρξει ένα γενικό πλαίσιο συµφωνίας για τα χωρικά ύδατα και τις ΑΟΖ της ευρύτερης περιοχής.

Φυσικά µετά τη «Συνθήκη της Ουάσινγκτον», που θα ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού στη βάση της νοµοθεσίας της 3ης Συνδιάσκεψης για το ∆ιεθνές ∆ίκαιο της Θάλασσας, θα υπάρξουν επιµέρους τεχνικές διαπραγµατεύσεις για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων και των ζωνών µεταξύ των χωρών που γειτνιάζουν µε παρακείµενες ή απέναντι ακτές. Αν η Τουρκία δεν δεχθεί την πρόσκληση σε αυτό το πλαίσιο, απλώς... χάνει.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή