Η τουρκική διπλωµατία το 1982 στην Τζαµάικα γνώριζε ότι είχε υποστεί µια στρατηγική ήττα ως προς την εξέλιξη του κανονιστικού πλαισίου του ∆ιεθνούς ∆ικαίου της Θάλασσας. Υστερα από µία δεκαετία επίµονων πολυµερών διεθνών διαπραγµατεύσεων και πολύ πεισµατάρικης αντίδρασης της Τουρκίας, όπως και άλλων δυνάµεων, οι τελικές ρυθµίσεις που υιοθετήθηκαν έδιναν χωρικά ύδατα και ζώνες πλήρους εθνικής κυριαρχίας στα παράκτια κράτη 12 ναυτικών µιλίων, αντί 6 ναυτικών µιλίων που ίσχυε µέχρι τότε, σύµφωνα µε το νοµικό καθεστώς του 1959, αλλά και εξίσωναν τις ζώνες δικαιοδοσίας των νησιών µε το ηπειρωτικό έδαφος µιας χώρας. Αυτό έβρισκε δυσµενέστατη εφαρµογή στην περίπτωση του Αιγαίου για την Τουρκία, υπέρ των συµφερόντων της Ελλάδας, σε µια αντιδικία που είχε ξεκινήσει περίπου µία δεκαετία πριν, µε ευθύνη της επιθετικής Τουρκίας στην περιοχή µας. Πέραν αυτού, το πλέον συντριπτικό ως προς τα στρατηγικά συµφέροντα της Αγκυρας ήταν η θέσπιση Αποκλειστικών Οικονοµικών Ζωνών (ΑΟΖ), που σε έκταση ωκεανών ή ανοιχτών θαλασσών έφθαναν µέχρι τα 200 ναυτικά µίλια. Αυτές δεν είναι ζώνες εθνικής κυριαρχίας, αλλά προνοµιακές ζώνες οικονοµικής εκµετάλλευσης για τα παράκτια κράτη. Πέραν του ότι αυτές υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της εθνικής δικαιοδοσίας, ήταν κρίσιµο ότι, ακριβώς επειδή εξισώθηκε ως προς τα δικαιώµατα το ηπειρωτικό έδαφος µε τα νησιά, οι ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στο πιο στενό πέρασµα του Αιγαίου θα χαράσσονταν προς τεράστιο όφελος της Ελλάδας, που είχε στην εθνική της επικράτεια το σύµπλεγµα των νησιών από το Βόρειο Αιγαίο µέχρι τα ∆ωδεκάνησα και την Κρήτη στη Νότιο Μεσόγειο.

Με τις νέες ρυθµίσεις, µάλιστα, στη βάση της 3ης Συνδιάσκεψης για το ∆ίκαιο της Θάλασσας, που ολοκληρώθηκαν στον Μοντέγκο Μπέι της Τζαµάικα το 1982, προέκυπτε και ακόµα ένα µείζον αρνητικό αποτέλεσµα για τα στρατηγικά θαλάσσια, γεωπολιτικά και οι κονοµικά συµφέροντα της Τουρκίας: το Καστελλόριζο. Η θέση του συγκεκριµένου νησιού, που εντάσσεται στο σύµπλεγµα των ∆ωδεκανήσων, είναι διακριτή. Με τις νέες ρυθµίσεις περί ΑΟΖ, επειδή ακριβώς βρισκόταν στο άνοιγµα από το Αιγαίο στη Μεσόγειο, το δικαίωµά του σε ζώνη οικονοµικής εκµετάλλευσης είναι σε µια ευρεία έκταση, που φθάνει να τέµνεται µε την ΑΟΖ που δικαιούται δυτικά η Κύπρος. Μπορεί η Τουρκία να είχε καταλάβει µε ένοπλη έφοδο και εισβολή µεγάλο µέρος της Βορείου Κύπρου από τα µέσα της προηγούµενης δεκαετίας του 1970, όµως η µη διεθνής αναγνώριση της διοίκησης των κατεχοµένων τής δηµιουργούσε ένα µείζον ζήτηµα. ∆εν θα µπορούσε να κάτσει στο τραπέζι ως Βόρεια Κύπρος ως προς την εξέλιξη των οικονοµικών ζωνών, ενώ η Ελλάδα, σε εναρµόνιση µε τη Λευκωσία, θα µπορούσε να προχωρήσει σε επιχειρησιακή οικονοµική δραστηριότητα σχετικά, είτε στον ενεργειακό είτε στον εµπορικό είτε στον αλιευτικό τοµέα. Μάλιστα, στο πέρασµα των επόµενων δεκαετιών, η όλη αυτή εµπλοκή έγινε ακόµα πιο βαρύνουσα για την Τουρκία, αφού η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση µαζί µε την Ελλάδα, ενώ η Τουρκία ήταν και θα παραµείνει -και γεωγραφικά- εκτός Ευρώπης.

Η τουρκική στρατηγική είχε περίπου µία δεκαετία, από το 1982 µέχρι το 1994, όταν επικυρώθηκε η νέα σύµβαση από 120 κράτη του ΟΗΕ, για να αποκτήσει έννοµη εφαρµογή, για να υπολογίσει και να σχεδιάσει τη µακροπρόθεσµη αντίδρασή της, ως ανάσχεση στις προβλέψεις του νέου ∆ιεθνούς ∆ικαίου της Θάλασσας, στο πεδίο. Ουσιαστικά, να προβάλει de facto εµπόδια στη φυσική κίνηση των παράκτιων κρατών της ευρύτερης περιοχής να ασκήσουν τα νόµιµα, πλέον, δικαιώµατα και τις ευκαιρίες τους. Πονηροί οι Τούρκοι, δηµιούργησαν εµπόδια στον «πυρήνα» της διµερούς ελληνοτουρκικής διαφοράς, που προβληµάτιζε ως προς τις επιπτώσεις το ΝΑΤΟ και τη δυτική συµµαχία. Ετσι, έφεραν τη γεωπολιτική µπροστά από τις «big business», εγκλωβίζοντας σε απραξία ως προς τη χάραξη και την επιχειρησιακή αξιοποίηση των ΑΟΖ όχι µόνον την Ελλάδα, αλλά και την Αλβανία, την Ιταλία, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, τον Λίβανο και µέχρι πριν από δεκαπέντε χρόνια και την Κύπρο. Ουσιαστικά, δούλεψαν και δουλεύουν στη βάση µιας αρχής: ότι νόµος που δεν εφαρµόζεται χάνει βαθµηδόν την ισχύ του ως προς την εκτελεστική του δυνατότητα.

Η τουρκική στρατηγική κινήθηκε στις διαδροµές της δολιοφθοράς από τα µέσα της δεκαετίας του 1990 µε την κήρυξη του «casus belli» στην περίπτωση που η Ελλάδα αξιοποιούσε τα δικαιώµατα που προέκυπταν από το ∆ιεθνές ∆ίκαιο. Συνέχισε µε την πολεµικού τύπου περιπέτεια στα Ιµια και τις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, για να φθάσουµε στη θεωρία περί «γαλάζιας πατρίδας» τη δεκαετία 2000-2010, που απέκτησε ρόλο ανάλογο µε τον «ιερό όρκο» των Τούρκων έναν αιώνα πριν, µετά τη δροµολόγηση της Συνθήκης των Σεβρών. Συνεχή και µε διαφορετική ένταση ήταν τα επεισόδια µε την Ελλάδα, αλλά και οι προσπάθειες εξαγοράς της Αιγύπτου ή της υπό διάλυση Λιβύης την προηγούµενη δεκαετία από δικαιώµατα σε ζώνες οικονοµικής εκµετάλλευσης που δεν είχε δικαιοδοσία. Τελευταία πράξη του «δράµατος» η φαντασίωση του µνηµονίου Τουρκίας - Λιβύης. Το σηµαντικό: Κατόρθωσε η Τουρκία για σαράντα χρόνια να µην υπάρχουν ΑΟΖ αναγνωρισµένες στην Ανατολική και τη Νότια Μεσόγειο, ενώ ξεκίνησε από τη θέση του στρατηγικά ηττηµένου στην Τζαµάικα. Φθάσαµε στη διακυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, επί υπουργίας Ν. ∆ένδια, στο υπουργείο Εξωτερικών για να υπάρξει συµφωνία Ελλάδας - Ιταλίας για τις ΑΟΖ και µερική µε την Αίγυπτο.

Στην υπέρβαση αυτής της µόνιµης «παγίδας» της Τουρκίας και του εγκλωβισµού της Ελλάδας, αλλά και των άλλων κρατών, παίζουν ρόλο δύο Ελληνες υπουργοί Ενέργειας, που είδαν την εικόνα στο πεδίο διαφορετικά. Ο προερχόµενος από το ΠΑΣΟΚ κ. Γ. Μανιάτης, τοπογράφος-µηχανικός του ΕΜΠ, που συµµετείχε ως υφυπουργός και υπουργός στο εν λόγω χαρτοφυλάκιο από το 2011 έως το 2015 επί διαφορετικών κυ βερνήσεων (Γ. Παπανδρέου, Παπαδήµου, Σαµαρά), και ο δικηγόρος Στ. Παπασταύρου του Καποδιστριακού και του Χάρβαρντ από τη Νέα ∆ηµοκρατία, που ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο επί διακυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, τον Μάρτιο 2025. Οι ΑΟΖ είναι ζώνες για «big business» στα ενεργειακά ή την αλιεία και όχι σοκάκι για «µαχαιρώµατα» µε την Τουρκία.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά