Από τον Ερντογάν στον Φιντάν; ∆εν θα είναι κάτι απλό
Άρθρο γνώμης
Η Τουρκία φαντάζει µέχρι και σήµερα «πολύ µεγάλη για να διαλυθεί» (too big to fail), αλλά αυτό το δόγµα του παρελθόντος δεν εκβιάζει τα σενάρια για την επόµενη µέρα

Η Ελλάδα δείχνει χαµένη στην εσωστρέφειά της και την πολιτική παραφιλολογία. Εστω κι αν δεν επίκεινται εκλογές. Ούτε, όµως, πολλές συγκροτηµένες πολιτικές προτάσεις για τη διακυβέρνηση 2027-2031. Ούτε καν πολλοί υποψήφιοι πρωθυπουργοί, πέραν από τον εξής έναν: τον σηµερινό πρωθυπουργό. Το ότι η Ελλάδα χάνεται σε αυτήν την προεκλογική µαταιότητα, χωρίς να προβλέπονται για τους επόµενους πολλούς µήνες εκλογές, δεν σηµαίνει ότι η ιστορία και οι διεθνείς συσχετισµοί στις εν γένει γεωπολιτικές περιοχές της δεν προχωρούν.
Αυτά που αποκτούν δυναµική σε άλλες χώρες ή µεταξύ άλλων χωρών -άλλες από αυτές συµµαχικές για την Ελλάδα και άλλες ευθέως ή πλαγίως ανταγωνιστικές- τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο αφορούν την Ελλάδα πολύ πιο καθοριστικά από την προεκλογική φλυαρία και τοξικότητα που κυριαρχεί στο εσωτερικό της. Γιατί, κακά τα ψέµατα, η πολιτική πραγµατικότητα στην Ελλάδα είναι προσδιορισµένη και έχει δυναµική, σε συνδυασµό µε τη στρατηγική της θέση και τη διεθνή πολιτική της, που εδώ και µία δεκαετία δεν είναι «ουδέτερη», αλλά «δυτική» και διαρκής, µε συγκεκριµένα γεωπολιτικά πρόσηµα. Πολύ περισσότερο µετά το 2019, όταν ανέκτησαν οι κυβερνήσεις της εκ νέου λελογισµένη θεσµική αυτοτέλεια, η οποία είχε καταπέσει µετά τη δηµοσιονοµική καταστροφή. Την επόµενη πενταετία θα κριθεί η τύχη της Τουρκίας. Ούτε η συζήτηση ούτε τα σενάρια προέκυψαν τώρα, µετά την ανατροπή των δεδοµένων της παγκοσµιοποίησης και την επικράτηση Τραµπ στις τελευταίες εκλογές στις ΗΠΑ. Είχαν ξεκινήσει από τις αρχές της προηγούµενης δεκαετίας σε λέσχες και κέντρα απoφάσεων, στρατηγικής και προβληµατισµού ισχυρά. Αυτά που µπορούν να αλλάξουν τη µοίρα µιας χώρας, ακόµα και τα εθνικά σύνορα σε µια γεωπολιτική περιοχή µε σηµασία.
Η Τουρκία φαντάζει µέχρι και σήµερα «πολύ µεγάλη για να διαλυθεί» (too big to fail), αλλά αυτό το δόγµα του παρελθόντος δεν εκβιάζει τα σενάρια για την επόµενη µέρα στην Τουρκία. Κοµβικό πρόσωπο στην ηγεσία της χώρας, ο Ταγίπ Ερντογάν, που αποτελεί τη δεσπόζουσα προσωπικότητα της τελευταίας 25ετίας στη γείτονα. Η παρουσία και η στρατηγική του, που συνδύασε το πολιτικό Ισλάµ µε τον τουρκικό εθνικισµό, όπως αυτός εκφράζεται από την πολιτική σέχτα των «Γκρίζων Λύκων», έδωσε χώρο και όγκο, αλλά όχι σταθερή προοπτική. Ούτε οικονοµική ούτε γεωπολιτική ούτε ενεργειακή. Το καθεστώς Ερντογάν στη µεγάλη πορεία του στον χρόνο και τη συγκυρία έχει προσπαθήσει να δώσει εξέλιξη στην «επιτήδεια ουδετερότητα» της πάγιας στρατηγικής της χώρας του. Αυτή η στρατηγική, που πολλοί και προβεβληµένοι θεωρούν ως ενδεδειγµένη και προς µίµηση, αποτέλεσε όµως και τη βάση της επιχειρηµατολογίας σε βάρος της συνοχής της Τουρκίας. Αφού ο ισχυρός αυτός γεωπολιτικός «παίκτης» µε τη µεγάλη έκταση και τον ογκώδη, αλλά όχι οµοιογενή πληθυσµό δεν αποτελεί στενό και συνεπή σύµµαχο ούτε για τη ∆ύση ούτε για την Ανατολή, αλλά τελικά έναν αστάθµητο παράγοντα για όλους, µπορεί και να διαλυθεί. Φυσικά, για να υπάρξει ακόµα και µια τέτοια σκέψη, υπήρχαν σηµαντικές και καθόλου αυτονόητες προϋποθέσεις. Για παράδειγµα, η Ελλάδα αλλά και η Κύπρος να είναι όχι µόνον Ευρωπαίοι εταίροι ή µέλη του ΝΑΤΟ, αλλά στενοί σύµµαχοι των ΗΠΑ διµερώς ή του Ισραήλ περιφερειακά. Υπήρξαν προσδοκίες ως προς το σχήµα του µεσογειακού «κουαρτέτου» Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ - Αίγυπτος, που η Μουσουλµανική Αδελφότητα, που εδρεύει από τότε στην Τουρκία και όχι πλέον στην Αίγυπτο, µετά την πτώση του Μόρσι, δεν µπόρεσε να εµποδίσει.
Το καθοριστικό είναι ότι οι προσδοκίες αυτές ευοδώθηκαν και άνοιξαν τον δρόµο, και πάλι επί προεδρίας Τραµπ στις ΗΠΑ, για τη διακήρυξη των «Συµφωνιών του Αβραάµ» σε επόµενο στάδιο, το 2018. Ναι, αλλά στην προοπτική αυτή έχουν ρόλο τα κράτη των Αράβων, το Ισραήλ και οι Ελληνες. Η Τουρκία παρακάµπτεται και, όσο κι αν ο Ταγίπ Ερντογάν και τα εκάστοτε επιτελεία του άνοιξαν διαδροµές προς την Κίνα ή τη Ρωσία, συµµετέχοντας, έστω περιφερειακά, στους BRICS, η συγκεκριµένη πραγµατικότητα δεν ισολογίσθηκε. Αντίθετα, η Τουρκία, έχοντας χάσει τη στενή σχέση µε το Ισραήλ, αλλά και την Αίγυπτο, έµεινε εκτεθειµένη ανάµεσα σε δύο κόσµους. Ειδικά η σχέση της µε το Ισραήλ, του οποίου προσέφερε στρατηγικό βάθος στην Ανατολή και υπήρξε ο πυρήνας της ισχύος και της δυτικής προστασίας από την πλευρά της Ουάσινγκτον. Ολα τα άλλα είναι τουρκικός µύθος. Το καθεστώς Ερντογάν στην πορεία έγινε δεσποτικό και αυτό προσέφερε στην Αγκυρα δυνατότητα ελέγχου της εσωτερικής συνοχής της απέναντι σε επαναστάσεις τύπου Αραβικής Ανοιξης ή «πορτοκαλί κινηµάτων». Ταυτόχρονα, υιοθέτησε µια στρατηγική τύπου Σαλαντίν: Κωνσταντινούπολη - ∆αµασκός - Ιερουσαλήµ - Β. Αφρική. Ευθεία σύγκρουση για µια «νέα τάξη πραγµάτων» στην Ανατολή από την πλευρά του Ισλάµ και κυριαρχία όχι µόνον επί του Ισραήλ, αλλά και επί των Αράβων. Πριν και µετά την 7η Οκτωβρίου 2023. Φθάνουµε στο σήµερα. Η Ουάσινγκτον υποδέχεται «µετά βαΐων και κλάδων» τον Τούρκο ηγέτη. Και ο πρόεδρος Τραµπ τού θέτει το δίληµµα «ή µε εµάς ή µε τους άλλους».
Η Τουρκία δεν µπορεί, εκ των πραγµάτων, να επιλέξει στρατόπεδο µεταξύ της «στενής ∆ύσης» και, από την άλλη, της Ρωσίας και της Κίνας. Είναι εγκλωβισµένη και όµηρος της ίδιας της στρατηγικής ουδετερότητάς της. Προκύπτουν σενάρια για την επόµενη ηµέρα του ηλικιωµένου πλέον Ερντογάν. Ο δυτικότροπος και Οθωµανός Χ. Φιντάν, φυσική συνέχεια του Νταβούτογλου, µπορεί να βρεθεί στην ηγεσία του νέου «Βυζαντίου». Η ισχυρή οικογένεια Ερντογάν του σουλτανάτου της Τουρκίας στην ηγεσία της Ανατολίας. Αλλά µάλλον κανείς στην ηγεσία του συνόλου της Τουρκίας, µε δεδοµένο µάλιστα ότι η «νέα τάξη» στη Μεσοποταµία το πιο πιθανό είναι να συµπαρασύρει τα εδάφη των Κούρδων στη συγκρότηση Κουρδιστάν µαζί µε τα εδάφη στο Ιράκ, στη Συρία και στο Ιράν. Οσοι «ουδετερόφιλοι» ή «εθνικιστές» (στα µοντέλα του 19ου αιώνα) βιάζονται να δικάσουν τον Μητσοτάκη, που φυσικά και έχει κάνει λάθη, ειδικά στη διετία 2023-2025, ας αυτοσυγκρατηθούν. Η διανοµή µιας «ενδιάµεσης» περιφερειακής δύναµης, όπως η Τουρκία, είναι σκάκι και όχι πόκερ... Για να συµβεί, θα πρέπει να κερδίσουν πολλοί και διαφορετικοί.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Αυτά που αποκτούν δυναµική σε άλλες χώρες ή µεταξύ άλλων χωρών -άλλες από αυτές συµµαχικές για την Ελλάδα και άλλες ευθέως ή πλαγίως ανταγωνιστικές- τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο αφορούν την Ελλάδα πολύ πιο καθοριστικά από την προεκλογική φλυαρία και τοξικότητα που κυριαρχεί στο εσωτερικό της. Γιατί, κακά τα ψέµατα, η πολιτική πραγµατικότητα στην Ελλάδα είναι προσδιορισµένη και έχει δυναµική, σε συνδυασµό µε τη στρατηγική της θέση και τη διεθνή πολιτική της, που εδώ και µία δεκαετία δεν είναι «ουδέτερη», αλλά «δυτική» και διαρκής, µε συγκεκριµένα γεωπολιτικά πρόσηµα. Πολύ περισσότερο µετά το 2019, όταν ανέκτησαν οι κυβερνήσεις της εκ νέου λελογισµένη θεσµική αυτοτέλεια, η οποία είχε καταπέσει µετά τη δηµοσιονοµική καταστροφή. Την επόµενη πενταετία θα κριθεί η τύχη της Τουρκίας. Ούτε η συζήτηση ούτε τα σενάρια προέκυψαν τώρα, µετά την ανατροπή των δεδοµένων της παγκοσµιοποίησης και την επικράτηση Τραµπ στις τελευταίες εκλογές στις ΗΠΑ. Είχαν ξεκινήσει από τις αρχές της προηγούµενης δεκαετίας σε λέσχες και κέντρα απoφάσεων, στρατηγικής και προβληµατισµού ισχυρά. Αυτά που µπορούν να αλλάξουν τη µοίρα µιας χώρας, ακόµα και τα εθνικά σύνορα σε µια γεωπολιτική περιοχή µε σηµασία.
Η Τουρκία φαντάζει µέχρι και σήµερα «πολύ µεγάλη για να διαλυθεί» (too big to fail), αλλά αυτό το δόγµα του παρελθόντος δεν εκβιάζει τα σενάρια για την επόµενη µέρα στην Τουρκία. Κοµβικό πρόσωπο στην ηγεσία της χώρας, ο Ταγίπ Ερντογάν, που αποτελεί τη δεσπόζουσα προσωπικότητα της τελευταίας 25ετίας στη γείτονα. Η παρουσία και η στρατηγική του, που συνδύασε το πολιτικό Ισλάµ µε τον τουρκικό εθνικισµό, όπως αυτός εκφράζεται από την πολιτική σέχτα των «Γκρίζων Λύκων», έδωσε χώρο και όγκο, αλλά όχι σταθερή προοπτική. Ούτε οικονοµική ούτε γεωπολιτική ούτε ενεργειακή. Το καθεστώς Ερντογάν στη µεγάλη πορεία του στον χρόνο και τη συγκυρία έχει προσπαθήσει να δώσει εξέλιξη στην «επιτήδεια ουδετερότητα» της πάγιας στρατηγικής της χώρας του. Αυτή η στρατηγική, που πολλοί και προβεβληµένοι θεωρούν ως ενδεδειγµένη και προς µίµηση, αποτέλεσε όµως και τη βάση της επιχειρηµατολογίας σε βάρος της συνοχής της Τουρκίας. Αφού ο ισχυρός αυτός γεωπολιτικός «παίκτης» µε τη µεγάλη έκταση και τον ογκώδη, αλλά όχι οµοιογενή πληθυσµό δεν αποτελεί στενό και συνεπή σύµµαχο ούτε για τη ∆ύση ούτε για την Ανατολή, αλλά τελικά έναν αστάθµητο παράγοντα για όλους, µπορεί και να διαλυθεί. Φυσικά, για να υπάρξει ακόµα και µια τέτοια σκέψη, υπήρχαν σηµαντικές και καθόλου αυτονόητες προϋποθέσεις. Για παράδειγµα, η Ελλάδα αλλά και η Κύπρος να είναι όχι µόνον Ευρωπαίοι εταίροι ή µέλη του ΝΑΤΟ, αλλά στενοί σύµµαχοι των ΗΠΑ διµερώς ή του Ισραήλ περιφερειακά. Υπήρξαν προσδοκίες ως προς το σχήµα του µεσογειακού «κουαρτέτου» Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ - Αίγυπτος, που η Μουσουλµανική Αδελφότητα, που εδρεύει από τότε στην Τουρκία και όχι πλέον στην Αίγυπτο, µετά την πτώση του Μόρσι, δεν µπόρεσε να εµποδίσει.
Το καθοριστικό είναι ότι οι προσδοκίες αυτές ευοδώθηκαν και άνοιξαν τον δρόµο, και πάλι επί προεδρίας Τραµπ στις ΗΠΑ, για τη διακήρυξη των «Συµφωνιών του Αβραάµ» σε επόµενο στάδιο, το 2018. Ναι, αλλά στην προοπτική αυτή έχουν ρόλο τα κράτη των Αράβων, το Ισραήλ και οι Ελληνες. Η Τουρκία παρακάµπτεται και, όσο κι αν ο Ταγίπ Ερντογάν και τα εκάστοτε επιτελεία του άνοιξαν διαδροµές προς την Κίνα ή τη Ρωσία, συµµετέχοντας, έστω περιφερειακά, στους BRICS, η συγκεκριµένη πραγµατικότητα δεν ισολογίσθηκε. Αντίθετα, η Τουρκία, έχοντας χάσει τη στενή σχέση µε το Ισραήλ, αλλά και την Αίγυπτο, έµεινε εκτεθειµένη ανάµεσα σε δύο κόσµους. Ειδικά η σχέση της µε το Ισραήλ, του οποίου προσέφερε στρατηγικό βάθος στην Ανατολή και υπήρξε ο πυρήνας της ισχύος και της δυτικής προστασίας από την πλευρά της Ουάσινγκτον. Ολα τα άλλα είναι τουρκικός µύθος. Το καθεστώς Ερντογάν στην πορεία έγινε δεσποτικό και αυτό προσέφερε στην Αγκυρα δυνατότητα ελέγχου της εσωτερικής συνοχής της απέναντι σε επαναστάσεις τύπου Αραβικής Ανοιξης ή «πορτοκαλί κινηµάτων». Ταυτόχρονα, υιοθέτησε µια στρατηγική τύπου Σαλαντίν: Κωνσταντινούπολη - ∆αµασκός - Ιερουσαλήµ - Β. Αφρική. Ευθεία σύγκρουση για µια «νέα τάξη πραγµάτων» στην Ανατολή από την πλευρά του Ισλάµ και κυριαρχία όχι µόνον επί του Ισραήλ, αλλά και επί των Αράβων. Πριν και µετά την 7η Οκτωβρίου 2023. Φθάνουµε στο σήµερα. Η Ουάσινγκτον υποδέχεται «µετά βαΐων και κλάδων» τον Τούρκο ηγέτη. Και ο πρόεδρος Τραµπ τού θέτει το δίληµµα «ή µε εµάς ή µε τους άλλους».
Η Τουρκία δεν µπορεί, εκ των πραγµάτων, να επιλέξει στρατόπεδο µεταξύ της «στενής ∆ύσης» και, από την άλλη, της Ρωσίας και της Κίνας. Είναι εγκλωβισµένη και όµηρος της ίδιας της στρατηγικής ουδετερότητάς της. Προκύπτουν σενάρια για την επόµενη ηµέρα του ηλικιωµένου πλέον Ερντογάν. Ο δυτικότροπος και Οθωµανός Χ. Φιντάν, φυσική συνέχεια του Νταβούτογλου, µπορεί να βρεθεί στην ηγεσία του νέου «Βυζαντίου». Η ισχυρή οικογένεια Ερντογάν του σουλτανάτου της Τουρκίας στην ηγεσία της Ανατολίας. Αλλά µάλλον κανείς στην ηγεσία του συνόλου της Τουρκίας, µε δεδοµένο µάλιστα ότι η «νέα τάξη» στη Μεσοποταµία το πιο πιθανό είναι να συµπαρασύρει τα εδάφη των Κούρδων στη συγκρότηση Κουρδιστάν µαζί µε τα εδάφη στο Ιράκ, στη Συρία και στο Ιράν. Οσοι «ουδετερόφιλοι» ή «εθνικιστές» (στα µοντέλα του 19ου αιώνα) βιάζονται να δικάσουν τον Μητσοτάκη, που φυσικά και έχει κάνει λάθη, ειδικά στη διετία 2023-2025, ας αυτοσυγκρατηθούν. Η διανοµή µιας «ενδιάµεσης» περιφερειακής δύναµης, όπως η Τουρκία, είναι σκάκι και όχι πόκερ... Για να συµβεί, θα πρέπει να κερδίσουν πολλοί και διαφορετικοί.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά