Η ακρίβεια θολώνει την εικόνα
Άρθρο γνώμης
Η κυβέρνηση δείχνει ότι αποκτά αντανακλαστικά απέναντι στο πρόβληµα. Υπάρχουν µειώσεις τιµών, συναντήσεις ακόµη και του πρωθυπουργού µε επιχειρηµατίες των σουπερµάρκετ ή των ενεργειακών εταιρειών

Είναι παράλογο κι όµως συµβαίνει. Σε σειρά πρόσφατων δηµοσκοπήσεων στο ερώτηµα που τίθεται «κατά πόσον η κατάσταση της οικονοµίας σήµερα είναι περισσότερο θετική από εκείνη πριν από το 2019» οι απαντήσεις αιφνιδιάζουν. Περισσότεροι από 50% των ερωτώµενων στην κάθε έρευνα από αυτές δηλώνουν ότι η κατάσταση στην καθηµερινότητα και την οικονοµία ήταν καλύτερη πριν από το 2019. ∆εν χρειάζεται να δούµε τους βασικούς δείκτες της οικονοµίας, την κατάσταση των επιχειρήσεων και των τραπεζών, αλλά και το επίπεδο αύξησης µισθών και µείωσης φόρων για να καταλήξουµε στο συµπέρασµα ότι αυτή η απάντηση στερείται λογικής.
Αυτό χωρίς να υπολογίσουµε τις πολύµορφες επιδοµατικές πολιτικές στήριξης, τις στεγαστικές ενισχύσεις, τη µείωση της φοροδιαφυγής και πολλά ακόµη. Πέραν από τα στοιχεία και το εντυπωσιακά πιο ενισχυµένο διεθνές προφίλ, που επηρεάζει τις ξένες και εγχώριες επενδύσεις ή τον δείκτη του Χρηµατιστηρίου Αθηνών, θα ήταν από µόνον του παράλογο στην έξοδο των µνηµονίων η οικονοµία και η κατάσταση πραγµάτων στην καθηµερινότητα των πολιτών να ήταν καλύτερη απ’ ό,τι είναι σήµερα, επτά χρόνια µετά. Γιατί όµως οι πολίτες απαντούν µε αυτόν τον τρόπο στις δηµοσκοπήσεις και τις έρευνες; Για όλα φταίει το αυξηµένο κόστος στην καθηµερινότητα.
Τόσο στα προϊόντα όσο και στις υπηρεσίες. Για να το πούµε πιο συγκεκριµένα: το κόστος ζωής στην Ελλάδα, µε έµφαση στο Λεκανοπέδιο ή τη Θεσσαλονίκη είναι τόσο υψηλό που καταστρέφει την αισιοδοξία και την αυτάρκεια του µέσου νοικοκυριού. Και µπορεί το δηµόσιο χρέος της χώρας να υποχωρεί ακόµη και µε πρόωρες αποπληρωµές των δόσεων -αφού κάτι τέτοιο είναι δηµοσιονοµικά εφικτό- τα πλεονάσµατα να αυξάνονται, όπως και τα εισοδήµατα, όµως το κόστος ζωής µεγαλώνει γρηγορότερα από τις θετικές εξελίξεις.
Οι Έλληνες -µετά την τραγωδία της δηµοσιονοµικής χρεοκοπίας που υπέστησαν στις δουλειές, τους µισθούς και τις συντάξεις τους, όπως και η δοµική ρωγµή στο πλέγµα κρατικής και κοινωνικής προστασίας που εµπεδώθηκε-, δεν µπορούν να ανακτήσουν τη συνολική εθνική µατιά τους. Αποκλεισµένοι στον τοξικό πλανήτη των social media, τον οικονοµίστικο ατοµισµό της φιλελεύθερης αποϊδεολογικοποίησης ή αντίστοιχα την εµµονική αντιδραστικότητα της Αριστερής ανταρσίας, αδυνατούν να παρακολουθήσουν µε κάπως αντικειµενικό τρόπο τις εξελίξεις στην οικονοµία. Ή, µε άλλη προσέγγιση, δεν τους ενδιαφέρει να τις παρακολουθήσουν. Στο επίκεντρο του κόσµου που αντιλαµβάνονται είναι το «εγώ» τους και φυσικά σε ένα σύνολο από «εγώ» δεν µπορεί να υπάρξει εθνική ή συλλογική συνοχή . Από την άλλη πλευρά, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη και τα αρµόδια υπουργεία υποβάθµισαν την πραγµατικότητα της εκτός ελέγχου αύξησης του κόστους ζωής στην Ελλάδα. Ακολούθησαν ένα απλοϊκό πολιτικά και κοινωνικά θεώρηµα σύµφωνα µε το οποίο εφόσον έχουµε συνεχή ανάπτυξη, είναι εύλογο ότι κάποια αύξηση του πληθωρισµού θα είχε ως αποτέλεσµα την άνοδο του κόστους ζωής. ∆εν κατάλαβαν νωρίς ότι το κόστος ζωής όταν τρέχει µε τέτοιους ρυθµούς, ακυρώνει µια θετική συζήτηση και προπάντων οπτική για την οικονοµία.
Ο λόγος πηγαίνει στα καρτέλ της αγοράς, ισχυροποιούνται οι ανισότητες µεταξύ των κοινωνικών τάξεων στη βάση του εισοδήµατος, αποξενώνεται η διακυβέρνηση από την κοινωνική συναίνεση. Η απόκλιση που προκύπτει λοιπόν µεταξύ της πραγµατικότητας της οικονοµίας που είναι βελτιωµένη και την καθηµερινότητα µεγάλης πλειοψηφίας πολιτών που νιώθουνε εγκλωβισµένοι σε έναν «βάλτο» µιζέριας αποκτά λογική. Στην παρούσα, πλέον, φάση δείχνει η κυβέρνηση ότι αποκτά αντανακλαστικά απέναντι στην ακρίβεια. Υπάρχουν µειώσεις σε κωδικούς προϊόντων, συναντήσεις ακόµη και του πρωθυπουργού µε επιχειρηµατίες των σουπερµάρκετ ή των ενεργειακών εταιρειών και ούτω καθεξής.
Αλλά και στην περίπτωση αυτή βλέπουµε ότι έχουν ενεργοποιηθεί ο πρωθυπουργός προσωπικά και το γραφείο του. Άρα, η διακυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας και όσο πλησιάζουµε στο προεκλογικό 2026 χρειάζεται επειγόντως το επιτελικό κράτος που έχει απορυθµιστεί στην πορεία προκειµένου να υπάρξει καλύτερος συντονισµός και σύνθεση προτεραιοτήτων στο κυβερνητικό έργο. Οι υπουργοί δεν αναλαµβάνουν τις ευθύνες τους, αλλά περιµένουν εντολές και εµπλοκή του πρωθυπουργού για να κινηθούν και αυτό είναι πρόβληµα.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Αυτό χωρίς να υπολογίσουµε τις πολύµορφες επιδοµατικές πολιτικές στήριξης, τις στεγαστικές ενισχύσεις, τη µείωση της φοροδιαφυγής και πολλά ακόµη. Πέραν από τα στοιχεία και το εντυπωσιακά πιο ενισχυµένο διεθνές προφίλ, που επηρεάζει τις ξένες και εγχώριες επενδύσεις ή τον δείκτη του Χρηµατιστηρίου Αθηνών, θα ήταν από µόνον του παράλογο στην έξοδο των µνηµονίων η οικονοµία και η κατάσταση πραγµάτων στην καθηµερινότητα των πολιτών να ήταν καλύτερη απ’ ό,τι είναι σήµερα, επτά χρόνια µετά. Γιατί όµως οι πολίτες απαντούν µε αυτόν τον τρόπο στις δηµοσκοπήσεις και τις έρευνες; Για όλα φταίει το αυξηµένο κόστος στην καθηµερινότητα.
Τόσο στα προϊόντα όσο και στις υπηρεσίες. Για να το πούµε πιο συγκεκριµένα: το κόστος ζωής στην Ελλάδα, µε έµφαση στο Λεκανοπέδιο ή τη Θεσσαλονίκη είναι τόσο υψηλό που καταστρέφει την αισιοδοξία και την αυτάρκεια του µέσου νοικοκυριού. Και µπορεί το δηµόσιο χρέος της χώρας να υποχωρεί ακόµη και µε πρόωρες αποπληρωµές των δόσεων -αφού κάτι τέτοιο είναι δηµοσιονοµικά εφικτό- τα πλεονάσµατα να αυξάνονται, όπως και τα εισοδήµατα, όµως το κόστος ζωής µεγαλώνει γρηγορότερα από τις θετικές εξελίξεις.
Οι Έλληνες -µετά την τραγωδία της δηµοσιονοµικής χρεοκοπίας που υπέστησαν στις δουλειές, τους µισθούς και τις συντάξεις τους, όπως και η δοµική ρωγµή στο πλέγµα κρατικής και κοινωνικής προστασίας που εµπεδώθηκε-, δεν µπορούν να ανακτήσουν τη συνολική εθνική µατιά τους. Αποκλεισµένοι στον τοξικό πλανήτη των social media, τον οικονοµίστικο ατοµισµό της φιλελεύθερης αποϊδεολογικοποίησης ή αντίστοιχα την εµµονική αντιδραστικότητα της Αριστερής ανταρσίας, αδυνατούν να παρακολουθήσουν µε κάπως αντικειµενικό τρόπο τις εξελίξεις στην οικονοµία. Ή, µε άλλη προσέγγιση, δεν τους ενδιαφέρει να τις παρακολουθήσουν. Στο επίκεντρο του κόσµου που αντιλαµβάνονται είναι το «εγώ» τους και φυσικά σε ένα σύνολο από «εγώ» δεν µπορεί να υπάρξει εθνική ή συλλογική συνοχή . Από την άλλη πλευρά, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη και τα αρµόδια υπουργεία υποβάθµισαν την πραγµατικότητα της εκτός ελέγχου αύξησης του κόστους ζωής στην Ελλάδα. Ακολούθησαν ένα απλοϊκό πολιτικά και κοινωνικά θεώρηµα σύµφωνα µε το οποίο εφόσον έχουµε συνεχή ανάπτυξη, είναι εύλογο ότι κάποια αύξηση του πληθωρισµού θα είχε ως αποτέλεσµα την άνοδο του κόστους ζωής. ∆εν κατάλαβαν νωρίς ότι το κόστος ζωής όταν τρέχει µε τέτοιους ρυθµούς, ακυρώνει µια θετική συζήτηση και προπάντων οπτική για την οικονοµία.
Ο λόγος πηγαίνει στα καρτέλ της αγοράς, ισχυροποιούνται οι ανισότητες µεταξύ των κοινωνικών τάξεων στη βάση του εισοδήµατος, αποξενώνεται η διακυβέρνηση από την κοινωνική συναίνεση. Η απόκλιση που προκύπτει λοιπόν µεταξύ της πραγµατικότητας της οικονοµίας που είναι βελτιωµένη και την καθηµερινότητα µεγάλης πλειοψηφίας πολιτών που νιώθουνε εγκλωβισµένοι σε έναν «βάλτο» µιζέριας αποκτά λογική. Στην παρούσα, πλέον, φάση δείχνει η κυβέρνηση ότι αποκτά αντανακλαστικά απέναντι στην ακρίβεια. Υπάρχουν µειώσεις σε κωδικούς προϊόντων, συναντήσεις ακόµη και του πρωθυπουργού µε επιχειρηµατίες των σουπερµάρκετ ή των ενεργειακών εταιρειών και ούτω καθεξής.
Αλλά και στην περίπτωση αυτή βλέπουµε ότι έχουν ενεργοποιηθεί ο πρωθυπουργός προσωπικά και το γραφείο του. Άρα, η διακυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας και όσο πλησιάζουµε στο προεκλογικό 2026 χρειάζεται επειγόντως το επιτελικό κράτος που έχει απορυθµιστεί στην πορεία προκειµένου να υπάρξει καλύτερος συντονισµός και σύνθεση προτεραιοτήτων στο κυβερνητικό έργο. Οι υπουργοί δεν αναλαµβάνουν τις ευθύνες τους, αλλά περιµένουν εντολές και εµπλοκή του πρωθυπουργού για να κινηθούν και αυτό είναι πρόβληµα.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή