Η διεθνής στρατηγική της Ελλάδας στο τραπέζι
Άρθρο γνώμης
Ο κ. Μητσοτάκης, ως πρωθυπουργός αυτοδύναµης κοινοβουλευτικά κυβέρνησης, εµπιστεύεται τον ενεργειακό και εταιρικό χαρακτήρα µιας εξωτερικής πολιτικής που αρχίζει να τολµά κάποιες αποφασιστικές πρωτοβουλίες

Υπάρχει µια συζήτηση διαρκείας στο πολιτικό επίπεδο για την ανάγκη αυτοδύναµων κυβερνήσεων που θα πρέπει να προκύψουν από τις εκλογές του 2027. Ή τουλάχιστον σταθερών κυβερνήσεων συνασπισµού που να εµπνέουν εµπιστοσύνη και να περιέχουν εγγυήσεις κυβερνητικής αποτελεσµατικότητας. Συνήθως τα επιχειρήµατα που αξιοποιούνται αφορούν τα δηµοσιονοµικά και την οικονοµική πορεία της χώρας. Η προ ηµερησίας διάταξης συζήτηση όµως στο Κοινοβούλιο της Πέµπτης για την εξωτερική πολιτική ανέδειξε και έκανε σαφές ένα ακόµα µέτωπο, στο οποίο θα ήταν πολύ δύσκολο να υπάρξουν συµπτώσεις στρατηγικής και προσανατολισµού, πολύ περισσότερο συγκεκριµένες κινήσεις στο πεδίο και επιλογές χειρισµών. Αυτό της διεθνούς πολιτικής της χώρας σε κεντρικά µέτωπα, µάλιστα, όπως αυτό της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αλλά και σε σχέση µε την επόµενη ηµέρα του πολέµου στην Ουκρανία.
Στην Ελλάδα, ιστορικά οι συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική έχουν κύριες αναφορές στην ανάσχεση της Τουρκίας, το Κυπριακό και σε προηγούµενες δεκαετίες στους συσχετισµούς και τις προκλήσεις στη Βαλκανική. Στην παρούσα φάση, της παγκόσµιας µετεξέλιξης και των ανατροπών ως προς αυτό που για τρεις δεκαετίες στην Ευρώπη χαρακτηρίστηκε ως κανονικότητα, µε µετακίνηση στο δίκαιο του ισχυρού, όπως αυτό προβάλλεται από τη στρατηγική Τραµπ και την Ουάσινγκτον, τα ζητήµατα γίνονται πιο σύνθετα, η ατζέντα πιο πολύπλοκη και τα δεδοµένα πολύ πιο απρόβλεπτα. Αυτό σηµαίνει µια αµεσότητα αποφάσεων και πρωτοβουλιών, που η ασυνήθιστη σε αυτά ευρωπαϊκή Ελλάδα, ακόµα και στην παρούσα φάση, που έχει διοίκηση απολύτως πλειοψηφική στο Κοινοβούλιο και έναν έµπειρο πρωθυπουργό, τον κ. Μητσοτάκη, µε χρόνια διακυβέρνησης στους ώµους του σε διαφορετικές µεταξύ τους διεθνείς συγκυρίες και ιστορικές φάσεις, δεν καταφέρνει εύκολα να αντιµετωπίσει. Αν αναλογισθούµε µάλιστα και την ελάχιστα τοξική, αλλά αρκούντως συγκροτηµένη συζήτηση στο Κοινοβούλιο για τη διεθνή πολιτική, µε τις αποκλίσεις που έχουν στις θεωρήσεις τους τα κόµµατα σε κεντρικά ζητήµατα στρατηγικής, όπως η σχέση της Ελλάδας µε το Ισραήλ, ή την αντιµετώπιση της προεδρίας Τραµπ στις ΗΠΑ, εύκολα µπορούµε να αντιληφθούµε τι θα συνέβαινε στο ενδεχόµενο µιας κυβέρνησης συνασπισµού στη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο εσωτερικός διάλογος εντός του κυβερνητικού σχήµατος, µε αντίθετες θέσεις, προσεγγίσεις και εκτιµήσεις µεταξύ των κοµµάτων που τον συγκροτούν, οι µικροπολιτικές σκοπιµότητας και οι αλληλοσυγκρουόµενες διαρροές που θα υπήρχαν θα οδηγούσαν αρχικά σε έναν «πύργο της Βαβέλ» και στη συνέχεια θα απειλούσαν την ενάργεια και τον ρεαλισµό της ίδιας της διεθνούς πολιτικής της χώρας. Αυτό σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφευχθεί, γιατί οι «χρησµοί» µεσοπολεµικής ιστορικότητας που προέβαλε ο πρώην πρωθυπουργός και εκτός κοινοβουλευτισµού πλέον κ. Καραµανλής, µιλώντας στην τιµητική εκδήλωση για την Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη, πράγµατι θα µπορούσαν να αποκτήσουν περιεχόµενο και δυναµική ως προς την εθνική διάσταση της απειλής που περιέγραψαν. Η διπλωµατία και η στρατηγική της Ελλάδας είναι αναγκασµένες τα επόµενα χρόνια, πριν και µετά το 2027, να αποκτήσουν µεγαλύτερο πραγµατισµό και κινητικότητα ως προς την ικανοποίηση εθνικών προτεραιοτήτων. Η Ελλάδα τον τελευταίο µισό αιώνα κινείται µε υπεκφυγές και αναβολές στα κρίσιµα, καλύπτεται από το ευρωπαϊκό εποικοδόµηµα αλλά και τις προδιαγραφές ΝΑΤΟ, βρίσκει συναινέσεις στο εσωτερικό πολιτικό µέτωπο µέσα από παραδοχές και διακηρύξεις που θυµίζουν ΜΚΟ ή λέσχη διεθνολόγων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και όχι µια ευρωπαϊκή δύναµη της Μεσογείου µε δυναµισµό θέσεων, διεκδικήσεων και συµµαχιών. Ακόµα και αν υποθέσουµε ότι θα είχαµε το πλέον συστηµικό κυβερνητικό σχήµα συνασπισµού, το οποίο υποστηρίζουν πολλοί στο παρασκήνιο και εν µέρει στο προσκήνιο, Νέας ∆ηµοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες πώς θα αντιµετώπιζε τη στρατηγική συµµαχία µε το Ισραήλ; Ποιες θα ήταν οι εσωτερικές συµφωνίες του κυβερνητικού σχήµατος για την εποχή Τραµπ, αλλά και για την ίδια τη διεθνή πρακτική του προέδρου των ΗΠΑ; Ποιες οι προτεραιότητες που θα ετίθεντο ως προς τις «Συµφωνίες του Αβραάµ»; Ακόµα και για τη σχέση µε την Αίγυπτο, τις αραβικές ηγεσίες, τα δύο κράτη ως επίλυση του Παλαιστινιακού;
Αυτά, χωρίς να µπουν στο τραπέζι τα θέµατα µε την Τουρκία, η ευρωπαϊκή ατζέντα στη νέα σχέση µε τις ΗΠΑ, το ενδεχόµενο αλλαγής συνόρων µε πρώτο πεδίο τη Συρία, µε τη συγκρότηση Κουρδιστάν, και ενδεχοµένως το µέτωπο της Βορείου Αφρικής στα σύνορα Αιγύπτου - Λιβύης. Ανοιχτά είναι τα ζητήµατα χειρισµών σε σχέση µε την Ουκρανία, που εµπλέκονται µε την ελληνική στρατηγική στο δίληµµα «κλιµάκωση του πολέµου µε τη Ρωσία ή εκεχειρία και ειρηνευτική συµφωνία µε διχοτόµηση της χώρας». Υπάρχει αµηχανία στα µέτωπα της εκκλησιαστικής διπλωµατίας, µε την Ελλάδα να πρέπει να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στις ζώνες των ιστορικών Πατριαρχείων, αλλά και στους χειρισµούς προστασίας των χριστιανικών πληθυσµών και των Ρωµιών στην Ανατολή, που ενδεχοµένως θα αυξάνονταν. Ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, ένας πολιτικός ηγέτης που υποστήριξε για δεκαετίες τις νόρµες της φιλελεύθερης παγκοσµιοποίησης, είναι στην παρούσα πλέον φάση αναγκασµένος ως εν ενεργεία πρωθυπουργός να οδηγήσει και τη διεθνή πολιτική της χώρας, πέραν της στρατιωτικής θωράκισης, στην εθνικοποίηση και την εκ νέου ενεργοποίηση των εµπεδωµένων συµµαχιών σε διµερές πλέον επίπεδο και όχι µέσα από τη λειτουργία των πολυµερών οργανισµών, που απαξιώνονται µε πρωτοβουλία των ΗΠΑ του Ντ. Τραµπ.
Ο κ. Μητσοτάκης, ως πρωθυπουργός αυτοδύναµης κοινοβουλευτικά κυβέρνησης, εµπιστεύεται τον ενεργειακό και εταιρικό χαρακτήρα µιας εξωτερικής πολιτικής που αρχίζει να τολµά κάποιες αποφασιστικές πρωτοβουλίες για την επίλυση ή την υπέρβαση χρόνιων διαφορών και ανταγωνισµών. Χαρακτηριστική η περίπτωση µιας πρωτοβουλίας για σύνοδο των παράκτιων κρατών της Μεσογείου, προκειµένου να υπάρξει κεντρικός συντονισµός στη βάση των αρχών που θα ακολουθηθούν για τη χάραξη των ΑΟΖ. Πρωτοβουλία που φυσικά θα έχει απόληξη στις ΗΠΑ και τον ηγετικό ρόλο τους σε τέτοιου τύπου ζητήµατα.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Στην Ελλάδα, ιστορικά οι συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική έχουν κύριες αναφορές στην ανάσχεση της Τουρκίας, το Κυπριακό και σε προηγούµενες δεκαετίες στους συσχετισµούς και τις προκλήσεις στη Βαλκανική. Στην παρούσα φάση, της παγκόσµιας µετεξέλιξης και των ανατροπών ως προς αυτό που για τρεις δεκαετίες στην Ευρώπη χαρακτηρίστηκε ως κανονικότητα, µε µετακίνηση στο δίκαιο του ισχυρού, όπως αυτό προβάλλεται από τη στρατηγική Τραµπ και την Ουάσινγκτον, τα ζητήµατα γίνονται πιο σύνθετα, η ατζέντα πιο πολύπλοκη και τα δεδοµένα πολύ πιο απρόβλεπτα. Αυτό σηµαίνει µια αµεσότητα αποφάσεων και πρωτοβουλιών, που η ασυνήθιστη σε αυτά ευρωπαϊκή Ελλάδα, ακόµα και στην παρούσα φάση, που έχει διοίκηση απολύτως πλειοψηφική στο Κοινοβούλιο και έναν έµπειρο πρωθυπουργό, τον κ. Μητσοτάκη, µε χρόνια διακυβέρνησης στους ώµους του σε διαφορετικές µεταξύ τους διεθνείς συγκυρίες και ιστορικές φάσεις, δεν καταφέρνει εύκολα να αντιµετωπίσει. Αν αναλογισθούµε µάλιστα και την ελάχιστα τοξική, αλλά αρκούντως συγκροτηµένη συζήτηση στο Κοινοβούλιο για τη διεθνή πολιτική, µε τις αποκλίσεις που έχουν στις θεωρήσεις τους τα κόµµατα σε κεντρικά ζητήµατα στρατηγικής, όπως η σχέση της Ελλάδας µε το Ισραήλ, ή την αντιµετώπιση της προεδρίας Τραµπ στις ΗΠΑ, εύκολα µπορούµε να αντιληφθούµε τι θα συνέβαινε στο ενδεχόµενο µιας κυβέρνησης συνασπισµού στη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο εσωτερικός διάλογος εντός του κυβερνητικού σχήµατος, µε αντίθετες θέσεις, προσεγγίσεις και εκτιµήσεις µεταξύ των κοµµάτων που τον συγκροτούν, οι µικροπολιτικές σκοπιµότητας και οι αλληλοσυγκρουόµενες διαρροές που θα υπήρχαν θα οδηγούσαν αρχικά σε έναν «πύργο της Βαβέλ» και στη συνέχεια θα απειλούσαν την ενάργεια και τον ρεαλισµό της ίδιας της διεθνούς πολιτικής της χώρας. Αυτό σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποφευχθεί, γιατί οι «χρησµοί» µεσοπολεµικής ιστορικότητας που προέβαλε ο πρώην πρωθυπουργός και εκτός κοινοβουλευτισµού πλέον κ. Καραµανλής, µιλώντας στην τιµητική εκδήλωση για την Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη, πράγµατι θα µπορούσαν να αποκτήσουν περιεχόµενο και δυναµική ως προς την εθνική διάσταση της απειλής που περιέγραψαν. Η διπλωµατία και η στρατηγική της Ελλάδας είναι αναγκασµένες τα επόµενα χρόνια, πριν και µετά το 2027, να αποκτήσουν µεγαλύτερο πραγµατισµό και κινητικότητα ως προς την ικανοποίηση εθνικών προτεραιοτήτων. Η Ελλάδα τον τελευταίο µισό αιώνα κινείται µε υπεκφυγές και αναβολές στα κρίσιµα, καλύπτεται από το ευρωπαϊκό εποικοδόµηµα αλλά και τις προδιαγραφές ΝΑΤΟ, βρίσκει συναινέσεις στο εσωτερικό πολιτικό µέτωπο µέσα από παραδοχές και διακηρύξεις που θυµίζουν ΜΚΟ ή λέσχη διεθνολόγων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και όχι µια ευρωπαϊκή δύναµη της Μεσογείου µε δυναµισµό θέσεων, διεκδικήσεων και συµµαχιών. Ακόµα και αν υποθέσουµε ότι θα είχαµε το πλέον συστηµικό κυβερνητικό σχήµα συνασπισµού, το οποίο υποστηρίζουν πολλοί στο παρασκήνιο και εν µέρει στο προσκήνιο, Νέας ∆ηµοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες πώς θα αντιµετώπιζε τη στρατηγική συµµαχία µε το Ισραήλ; Ποιες θα ήταν οι εσωτερικές συµφωνίες του κυβερνητικού σχήµατος για την εποχή Τραµπ, αλλά και για την ίδια τη διεθνή πρακτική του προέδρου των ΗΠΑ; Ποιες οι προτεραιότητες που θα ετίθεντο ως προς τις «Συµφωνίες του Αβραάµ»; Ακόµα και για τη σχέση µε την Αίγυπτο, τις αραβικές ηγεσίες, τα δύο κράτη ως επίλυση του Παλαιστινιακού;
Αυτά, χωρίς να µπουν στο τραπέζι τα θέµατα µε την Τουρκία, η ευρωπαϊκή ατζέντα στη νέα σχέση µε τις ΗΠΑ, το ενδεχόµενο αλλαγής συνόρων µε πρώτο πεδίο τη Συρία, µε τη συγκρότηση Κουρδιστάν, και ενδεχοµένως το µέτωπο της Βορείου Αφρικής στα σύνορα Αιγύπτου - Λιβύης. Ανοιχτά είναι τα ζητήµατα χειρισµών σε σχέση µε την Ουκρανία, που εµπλέκονται µε την ελληνική στρατηγική στο δίληµµα «κλιµάκωση του πολέµου µε τη Ρωσία ή εκεχειρία και ειρηνευτική συµφωνία µε διχοτόµηση της χώρας». Υπάρχει αµηχανία στα µέτωπα της εκκλησιαστικής διπλωµατίας, µε την Ελλάδα να πρέπει να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στις ζώνες των ιστορικών Πατριαρχείων, αλλά και στους χειρισµούς προστασίας των χριστιανικών πληθυσµών και των Ρωµιών στην Ανατολή, που ενδεχοµένως θα αυξάνονταν. Ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, ένας πολιτικός ηγέτης που υποστήριξε για δεκαετίες τις νόρµες της φιλελεύθερης παγκοσµιοποίησης, είναι στην παρούσα πλέον φάση αναγκασµένος ως εν ενεργεία πρωθυπουργός να οδηγήσει και τη διεθνή πολιτική της χώρας, πέραν της στρατιωτικής θωράκισης, στην εθνικοποίηση και την εκ νέου ενεργοποίηση των εµπεδωµένων συµµαχιών σε διµερές πλέον επίπεδο και όχι µέσα από τη λειτουργία των πολυµερών οργανισµών, που απαξιώνονται µε πρωτοβουλία των ΗΠΑ του Ντ. Τραµπ.
Ο κ. Μητσοτάκης, ως πρωθυπουργός αυτοδύναµης κοινοβουλευτικά κυβέρνησης, εµπιστεύεται τον ενεργειακό και εταιρικό χαρακτήρα µιας εξωτερικής πολιτικής που αρχίζει να τολµά κάποιες αποφασιστικές πρωτοβουλίες για την επίλυση ή την υπέρβαση χρόνιων διαφορών και ανταγωνισµών. Χαρακτηριστική η περίπτωση µιας πρωτοβουλίας για σύνοδο των παράκτιων κρατών της Μεσογείου, προκειµένου να υπάρξει κεντρικός συντονισµός στη βάση των αρχών που θα ακολουθηθούν για τη χάραξη των ΑΟΖ. Πρωτοβουλία που φυσικά θα έχει απόληξη στις ΗΠΑ και τον ηγετικό ρόλο τους σε τέτοιου τύπου ζητήµατα.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά