Κι όµως µπορεί να υπάρξει συµφωνία µε την Τουρκία
Άρθρο γνώμης
Αν και η Άγκυρα θελήσει, µε την αποφασιστική παρουσία και των ΗΠΑ, στη Σύνοδο µπορεί να προκύψει µια συνεννόηση που θα αλλάζει τα δεδοµένα των τελευταίων 60 χρόνων στις διµερείς σχέσεις

Oι Τούρκοι δείχνουν εκνευρισµένοι από το γεγονός ότι η Ελλάδα µπορεί να επηρεάζει τις επιλογές της Ευρώπης ως προς το πρόγραµµα SAFE, µην επιτρέποντάς τους άµεση συνεργασία ως τρίτη χώρα στα προγράµµατα της αµυντικής βιοµηχανίας και τους εξοπλισµούς της Ένωσης. Αυτό έγινε φανερό από τις τοποθετήσεις του υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, σε τελευταία συνέντευξή του.
Η Αθήνα ζητά την άρση του casus belli στο Αιγαίο. Η Άγκυρα κατηγορεί την Αθήνα ότι για λόγους µικροπολιτικής και εσωτερικής κατανάλωσης στοχοποιεί την Τουρκία και την Ευρώπη ότι παρακολουθεί τις σκοπιµότητες και εγκλωβίζεται από τις θέσεις της Αθήνας. Η Τουρκία δεν βλέπει ότι µε τις δικές της επιλογές, τόσο σε βάρος της κυριαρχίας και της εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας όσο και της κατάστασης κατοχής στη Βόρεια Κύπρο, θέτει τον εαυτό της εκτός του πυρήνα του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ενδεχοµένως εκνευρίζει την Άγκυρα ότι ενώ έχει την ενεργό συµπαράσταση της Γερµανίας τόσο στους αεροπορικούς της εξοπλισµούς όσο και ως προς µια στρατηγική συνεργασία σε πολλούς τοµείς, τελικά στη σύγκλισή της µε την Ευρώπη εξαιτίας και των ελληνικών βάσιµων αντιρρήσεων, ουσιαστικά κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της. Προφανώς η Τουρκία θέλοντας να ενισχύσει το δυτικό της αποτύπωµα, θέτει ως προτεραιότητα στην παρούσα πλέον φάση τη σύγκλιση µε την Ευρώπη στην ανασυγκρότηση της πολεµικής βιοµηχανίας και την ενίσχυση των ενόπλων δυνάµεων των εθνών του γκρουπ σε µια διαδικασία απεξάρτησης από τις ΗΠΑ στον τοµέα της άµυνας και της ασφάλειας.
Στην ίδια συνέντευξη όµως ο Χ. Φιντάν παρά το τραχύ ύφος των δηλώσεών του, ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας για συνοµιλίες ουσίας και όχι διαδικασίας µε την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά και η Αθήνα µε την πρωτοβουλία που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός αλλά και προωθεί ήδη το υπουργείο Εξωτερικών για διεθνή σύνοδο κορυφής πέντε παράκτιων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου -Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία, Αίγυπτος, Λιβύη- για την οριοθέτηση των ΑΟΖ, το Μεταναστευτικό, τα θαλάσσια πάρκα, τη συνδεσιµότητα και την πολιτική προστασία, ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας στην Άγκυρα να συµµετέχει µε δηµιουργικό τρόπο στα στρατηγικά ζητήµατα της Ανατολικής Μεσογείου. Κάτι που πολύ επιθυµεί την τελευταία δεκαετία. Αν παρακολουθήσουµε το σύνολο των δηλώσεων Φιντάν και δεν µείνουµε στις εντυπώσεις, γίνεται κατανοητό ότι η Τουρκία προτίθεται να συζητήσει την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, αλλά όχι στο όριο των 12 ν.µ. Όπως ανέφερε συγκεκριµένα, εµείς δεν δεχόµαστε τα 6 ν.µ. και οι Τούρκοι δεν δέχονται τα 12 ν.µ.
Σε µια τέτοια συζήτηση οι Τούρκοι θα µιλήσουν για χωρικά ύδατα της Ελλάδας στα 8-9 ναυτικά µίλια, όπως είχε διερευνηθεί µε θετικό τρόπο στην εποχή της διακυβέρνησης Σηµίτη. Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά δεν µπορεί να περιορισθεί κάτω των 10 ναυτικών µιλίων µε δεδοµένο ότι σε αυτήν την έκταση ορίζεται ο εναέριος χώρος της από τη δεκαετία του 1930 ακόµη και µε δεδοµένο ότι το ισχύον ∆ιεθνές ∆ίκαιο της θάλασσας ενθαρρύνει µια τέτοιας έκτασης ζώνη. Σε σχέση µε την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ είναι δεδοµένο ότι η µεθοδολογία της «µέσης γραµµής» και νόµιµη είναι και πρακτικά αποτελεί διέξοδο για µια οριστική διευθέτηση. Άλλωστε η σύνοδος της Ανατολικής Μεσογείου που προτείνεται από την Αθήνα σε αυτήν την πρακτική οφείλει την αισιοδοξία της. Το κρίσιµο για να υπάρξει συµφωνία µε την Τουρκία, όπως και µε την Αίγυπτο ή τη Λιβύη είναι να γίνει αποδεκτό αυτό που κυρίαρχα ορίζει τα ∆ιεθνές ∆ίκαιο. Ότι και τα νησιά έχουν ΑΟΖ όπως και οι ηπειρωτικές ζώνες. Αν και η Τουρκία θελήσει, µε την αποφασιστική παρουσία και των ΗΠΑ στη σύνοδο, µπορεί να προκύψει συµφωνία που θα αλλάζει τα δεδοµένα των τελευταίων 60 χρόνων στις διµερείς σχέσεις.
Η Ελλάδα οφείλει από την αρχή να θέσει τα όρια της διαπραγµάτευσής της και των εν δυνάµει υποχωρήσεων που µπορεί να κάνει. Ουσιαστικά µιλάµε για µια διαβούλευση και τυχόν συµφωνία πριν από τις εθνικές εκλογές του 2027.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Η Αθήνα ζητά την άρση του casus belli στο Αιγαίο. Η Άγκυρα κατηγορεί την Αθήνα ότι για λόγους µικροπολιτικής και εσωτερικής κατανάλωσης στοχοποιεί την Τουρκία και την Ευρώπη ότι παρακολουθεί τις σκοπιµότητες και εγκλωβίζεται από τις θέσεις της Αθήνας. Η Τουρκία δεν βλέπει ότι µε τις δικές της επιλογές, τόσο σε βάρος της κυριαρχίας και της εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας όσο και της κατάστασης κατοχής στη Βόρεια Κύπρο, θέτει τον εαυτό της εκτός του πυρήνα του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ενδεχοµένως εκνευρίζει την Άγκυρα ότι ενώ έχει την ενεργό συµπαράσταση της Γερµανίας τόσο στους αεροπορικούς της εξοπλισµούς όσο και ως προς µια στρατηγική συνεργασία σε πολλούς τοµείς, τελικά στη σύγκλισή της µε την Ευρώπη εξαιτίας και των ελληνικών βάσιµων αντιρρήσεων, ουσιαστικά κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της. Προφανώς η Τουρκία θέλοντας να ενισχύσει το δυτικό της αποτύπωµα, θέτει ως προτεραιότητα στην παρούσα πλέον φάση τη σύγκλιση µε την Ευρώπη στην ανασυγκρότηση της πολεµικής βιοµηχανίας και την ενίσχυση των ενόπλων δυνάµεων των εθνών του γκρουπ σε µια διαδικασία απεξάρτησης από τις ΗΠΑ στον τοµέα της άµυνας και της ασφάλειας.
Στην ίδια συνέντευξη όµως ο Χ. Φιντάν παρά το τραχύ ύφος των δηλώσεών του, ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας για συνοµιλίες ουσίας και όχι διαδικασίας µε την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά και η Αθήνα µε την πρωτοβουλία που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός αλλά και προωθεί ήδη το υπουργείο Εξωτερικών για διεθνή σύνοδο κορυφής πέντε παράκτιων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου -Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία, Αίγυπτος, Λιβύη- για την οριοθέτηση των ΑΟΖ, το Μεταναστευτικό, τα θαλάσσια πάρκα, τη συνδεσιµότητα και την πολιτική προστασία, ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας στην Άγκυρα να συµµετέχει µε δηµιουργικό τρόπο στα στρατηγικά ζητήµατα της Ανατολικής Μεσογείου. Κάτι που πολύ επιθυµεί την τελευταία δεκαετία. Αν παρακολουθήσουµε το σύνολο των δηλώσεων Φιντάν και δεν µείνουµε στις εντυπώσεις, γίνεται κατανοητό ότι η Τουρκία προτίθεται να συζητήσει την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας, αλλά όχι στο όριο των 12 ν.µ. Όπως ανέφερε συγκεκριµένα, εµείς δεν δεχόµαστε τα 6 ν.µ. και οι Τούρκοι δεν δέχονται τα 12 ν.µ.
Σε µια τέτοια συζήτηση οι Τούρκοι θα µιλήσουν για χωρικά ύδατα της Ελλάδας στα 8-9 ναυτικά µίλια, όπως είχε διερευνηθεί µε θετικό τρόπο στην εποχή της διακυβέρνησης Σηµίτη. Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά δεν µπορεί να περιορισθεί κάτω των 10 ναυτικών µιλίων µε δεδοµένο ότι σε αυτήν την έκταση ορίζεται ο εναέριος χώρος της από τη δεκαετία του 1930 ακόµη και µε δεδοµένο ότι το ισχύον ∆ιεθνές ∆ίκαιο της θάλασσας ενθαρρύνει µια τέτοιας έκτασης ζώνη. Σε σχέση µε την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ είναι δεδοµένο ότι η µεθοδολογία της «µέσης γραµµής» και νόµιµη είναι και πρακτικά αποτελεί διέξοδο για µια οριστική διευθέτηση. Άλλωστε η σύνοδος της Ανατολικής Μεσογείου που προτείνεται από την Αθήνα σε αυτήν την πρακτική οφείλει την αισιοδοξία της. Το κρίσιµο για να υπάρξει συµφωνία µε την Τουρκία, όπως και µε την Αίγυπτο ή τη Λιβύη είναι να γίνει αποδεκτό αυτό που κυρίαρχα ορίζει τα ∆ιεθνές ∆ίκαιο. Ότι και τα νησιά έχουν ΑΟΖ όπως και οι ηπειρωτικές ζώνες. Αν και η Τουρκία θελήσει, µε την αποφασιστική παρουσία και των ΗΠΑ στη σύνοδο, µπορεί να προκύψει συµφωνία που θα αλλάζει τα δεδοµένα των τελευταίων 60 χρόνων στις διµερείς σχέσεις.
Η Ελλάδα οφείλει από την αρχή να θέσει τα όρια της διαπραγµάτευσής της και των εν δυνάµει υποχωρήσεων που µπορεί να κάνει. Ουσιαστικά µιλάµε για µια διαβούλευση και τυχόν συµφωνία πριν από τις εθνικές εκλογές του 2027.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή