Ένας από τους πλέον κρίσιµους παράγοντες ευστάθειας της χώρας είναι το επίπεδο συνοχής της Νέας ∆ηµοκρατίας. Της µόνης πολιτικής δύναµης µε αξιοπιστία και δηµοφιλία, που µπορεί να αναλάβει ή να εγγυηθεί τη διοίκηση της χώρας µέχρι το 2031. Εχουν υπάρξει πολλά σενάρια για αλλαγή «εν κινήσει» του επικεφαλής της και πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη πριν από τις επόµενες εκλογές. Σε γενικές γραµµές, έχουν µείνει σενάρια. Κυκλοφορούν πολλά σενάρια για νέα κόµµατα τόσο από τον κ. Τσίπρα όσο και τον κ. Σαµαρά από την πλευρά των πρώην πρωθυπουργών. Αλλά και της κυρίας Καρυστιανού ως εµβληµατικής προσωπικότητας από την πλευρά της κοινωνικής αντιπολίτευσης των δρόµων στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτά αποµένει να αποδειχθούν ως οπτικές του µέλλοντος, µε µόνη βέβαια µέχρι τώρα τη διάθεση Τσίπρα για ένα νέο πολιτικό και εκλογικό σχήµα από την Κεντροαριστερά. Η πολυµερής αντιπολίτευση χαρακτηρίζεται από πολλά µεσαία, µικρά και «ιδιωτικά» κόµµατα, που διαγκωνίζονται σε ακρότητες και τοξικότητα για µια θέση κάτω από τον εκλογικό ήλιο.

Αυτή είναι η πραγµατικότητα της Ελλάδας σε µια πολύ σοβαρή συγκυρία για τα στρατηγικά συµφέροντά της σε ένα ασταθές ευρωπαϊκό περιβάλλον και ένα απρόβλεπτο και συναλλακτικό διεθνές. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες στην Ενωση που διακρίνεται από πολιτική σταθερότητα και κυβέρνηση σαφούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η χώρα µας είναι απαραίτητο να µείνει σε αυτή την κατάσταση για µακρύ χρονικό διάστηµα, αν δεν θέλουν οι Ελληνες να αναλάβουν ρίσκο πλήρους αποσταθεροποίησης και επιστροφής στους εφιάλτες της προηγούµενης δεκαετίας. Οι πολίτες όµως θα έχουν την ευκαιρία και την ευθύνη να αποφασίσουν για την τύχη τους την µεθεπόµενη άνοιξη. Μέχρι τότε, οι συνεχείς δηµοσκοπήσεις, µε υπαρκτά και θεωρητικά ερωτήµατα, θα καθορίζουν την ένταση και τις προσδοκίες στο εσωτερικό σκηνικό της χώρας. Επίσης, οι κινήσεις στο παρασκήνιο και το προσκήνιο πολλών και διαφορετικών παραγόντων επιρροής θα καθορίζουν το παρόν στην καθηµερινότητα.

Ολα αυτά τα αντέχει η Ελλάδα αν η κυβέρνηση και η Νέα ∆ηµοκρατία διατηρήσουν, πρώτον, τη συνοχή τους και, δεύτερον, κυβερνητικά και κοµµατικά την πεποίθηση και επάρκειά τους. Αν υπάρχουν ή υπάρξουν έντονες αναταράξεις στο εσωτερικό της κυβερνώσας Κεντροδεξιάς στην πορεία µέχρι την παραµονή των εκλογών, το παιχνίδι για τη χώρα θα έχει χαθεί. Το σύνολο του πολιτικού της συστήµατος θα έχει περιέλθει σε µια περιδίνηση, που θα γεννά αναταραχή και παρακµή. Οι πολίτες, συνηθισµένοι τα τελευταία δέκα χρόνια σε κυβερνήσεις σταθερότητας -γιατί, εκτός από τη µονοκοµµατική διακυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019, από τον Σεπτέµβριο του 2015 και στη βάση της κυβέρνησης συνασπισµού ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. έχουν ευστάθεια κυβερνήσεων-, θα αναστατωθούν και ενδεχοµένως θα εξεγερθούν. Η κοινωνική ανασφάλεια ως προς την πολιτειακή επάρκεια σε αυτούς τους συγχυσµένους καιρούς δεν γεννά απλώς «τέρατα», αλλά γενικευµένη σύγκρουση και οργή.

Ο κ. Μητσοτάκης, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην ηγεσία της Κεντροδεξιάς για περίπου µία δεκαετία και στην ηγεσία της διοίκησης της χώρας περίπου µία επταετία, µε ορίζοντα την οκταετία, δήλωσε από το καλοκαίρι ότι προτίθεται να παραµείνει στην ηγεσία του κόµµατος και να διεκδικήσει την ηγεσία της χώρας για µια τελευταία τετραετία. Μέχρι το 2030. Αυτή η τοποθέτηση επηρεάζει εν πολλοίς τις θεµιτές φιλοδοξίες και τους σχεδιασµούς άλλων κορυφαίων ηγετικών στελεχών της Κεντροδεξιάς αλλά και πολιτικών ή επιχειρηµατικών οµάδων που πιέζουν για αλλαγή στη διακυβέρνηση µε ορίζοντα το 2030.

Η Νέα ∆ηµοκρατία βρίσκεται ήδη σε προσυνεδριακή διαδικασία. Την Πέµπτη υπήρξε και εκλογή συνέδρων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Η συνεδριακή διαδικασία προβλέπεται να εξελιχθεί στο κύριο µέρος της στα τέλη Μαρτίου-αρχές Απριλίου. Οργανώνεται ένα διαδικαστικό Συνέδριο. Αλλά αυτό µπορεί να αλλάξει εφόσον επιλεγεί αναβάθµισή του. Ο επικεφαλής του κόµµατος και πρωθυπουργός θα πρέπει να σκεφθεί το κατά πόσον θα άξιζε µια επανεκλογή του στο Συνέδριο του κόµµατος, σύµφωνα µε καταστατικές διαδικασίες που προβλέπονται. Αυτό θα του έδινε µια κυρίαρχη και χωρίς εσωτερικές αµφισβητήσεις επιβεβαίωση της ηγεσίας του σε κοµµατικό επίπεδο. Από εκεί και πέρα, ως επικεφαλής της Κεντροδεξιάς, θα µπορούσε να κινηθεί µε σταθερά βήµατα προκειµένου να διεκδικήσει την ηγεσία της χώρας και µία τρίτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έναν χρόνο µετά, στις εθνικές εκλογές του 2027.

Από την άλλη πλευρά, όσα ηγετικά στελέχη ή οµάδες εκτιµούν ότι η περίοδος Μητσοτάκη θα πρέπει να ολοκληρωθεί στην τετραετία, το 2027, ως προς τη διακυβέρνηση της χώρας, και να εκλεγεί µια νέα ηγεσία στο κόµµα, που θα το οδηγήσει στις εκλογές του 2027, θα πρέπει καταρχήν να το δηλώσουν δηµόσια και να επιχειρηµατολογήσουν σχετικά. Στο πλαίσιο της αναβαθµισµένης λειτουργικότητας του Συνεδρίου. Στη συνέχεια και στην πορεία των προσυνεδριακών συνδιασκέψεων που θα αποφασισθούν και οργανωθούν να θέσουν υποψηφιότητα για την ηγεσία του κόµµατος όσοι το επιθυµούν. Σε κάθε οργανωµένο και συγκροτηµένο πολιτικό οργανισµό στην Ευρώπη, όπως είναι και η Νέα ∆ηµοκρατία, τα Συνέδρια µπορούν να δώσουν λύσεις. Επίσηµες και νοµιµοποιηµένες από όλους εσωκοµµατικά. Στην περίπτωση επιβεβαίωσης της ηγεσίας του στη Νέα ∆ηµοκρατία, ο Κ. Μητσοτάκης µε όλες τις δυνάµεις συντονισµένες στο πλευρό του θα κινηθεί µε άνεση στη µακρά πορεία προς τους πολίτες µέχρι τις εκλογές. Ταυτόχρονα, χωρίς εσωτερικές αµφισβητήσεις, θα διαχειρισθεί µε ευθύνη τις µεγάλες υποθέσεις της χώρας. Στην αντίθετη περίπτωση, που κάποιος ανθυποψήφιός του κυριαρχήσει στην εσωκοµµατική διαδικασία, θα αναλάβει την ηγεσία της Κεντροδεξιάς, οργανώνοντας και ανανεώνοντας το κόµµα ενόψει των εκλογών, µε τον κ. Μητσοτάκη να παραµένει στην πρωθυπουργία, αφού θα διαθέτει την υφιστάµενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία µέχρι την ανάληψη της ευθύνης από την υπηρεσιακή κυβέρνηση, την εκλογική περίοδο.

Σε όλες τις περιπτώσεις, η Νέα ∆ηµοκρατία και η Κεντροδεξιά θα έχουν αποδείξει στην πράξη την ευθύνη και τη σοβαρότητά τους απέναντι στην παρακµή και το χάος που εγγυώνται τα κόµµατα της αντιπολίτευσης.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά