Aυτά τα τόσο σηµαντικά που εξελίχθηκαν µέσα σε λίγα 24ωρα στη βάση της Συνόδου ∆ιατλαντικής Συνεργασίας µε την Ευρώπη στην ενέργεια, στο Ζάππειο, ούτε τυχαία ήταν ούτε ξαφνικά. Για να συµβούν, υπήρξε προετοιµασία, συζητήσεις, επιχειρήµατα, πλάνα, στρατηγική. Και στην προκειµένη περίπτωση µπορεί να είχαµε ως αρµόδιο υπουργό Ενέργειας τον κ. Παπασταύρου, που, σε συντονισµό µε τον πρωθυπουργό, κίνησαν την ιστορία από την πλευρά της Ελλάδας. Σε άλλους τοµείς µπορεί να µην έχουµε τόσο ικανούς, κινητικούς και πρόθυµους για τέτοιες στρατηγικές υπουργούς να κινήσουν την Ιστορία.

Αν είχαµε στη θέση του κ. Παπασταύρου, µε τον ίδιο πρωθυπουργό, τον προκάτοχό του κ. Σκυλακάκη, έναν πολύ σοβαρό άνθρωπο και πολιτικό, αλλά µε διαφορετική αντίληψη και στρατηγική, πιθανόν τίποτα από αυτά που εξελίχθησαν στο Ζάππειο δεν θα είχαν συµβεί. Από την πλευρά των Αµερικανών η επιλογή Ελλάδα είναι σταθερή και µελετηµένη. Τόσο από τους ∆ηµοκρατικούς, που προηγήθηκαν, όσο και, πολύ περισσότερο, από τη σηµερινή ηγεσία του Ντ. Τραµπ, που βιάζεται και έχει αποφασιστικότητα για θεµελιώδης εξελίξεις σε όλο τον κόσµο. Η ∆ύση παίζει τα «χαρτιά» της απέναντι σε µια πολύ ισχυρή πλέον Κίνα, που µε µεθοδικότητα προωθεί το σχέδιό της για παγκόσµια ηγεµονία µέχρι το 2050. Η Ελλάδα, µε την παρούσα διακυβέρνηση Μητσοτάκη, καλείται να αξιοποιήσει τη θετική συγκυρία, αλλά και τις προοπτικές µιας δικής της στρατηγικής επιλογής, που είναι η στενή συνεργασία µε τον αµερικανικό παράγοντα, προκειµένου να κερδίσει όσα έχασε σε βάθος δεκαετιών.

Πολλοί ζηλωτές των µεταρρυθµίσεων ακόµα και σήµερα τις συνδέουν µε τις αντιδράσεις του λαού ή νιώθουν απειλούµενοι στη θεώρηση πραγµάτων τους από τον κρατισµό. Είναι όλοι αυτοί που, ακόµα και σήµερα, στην ευρεία Κεντροαριστερά, οµνύουν στην περίοδο Σηµίτη. Κι όµως, κάνουν λάθος, τόσο στην πολιτική όσο και στην αφοσιωµένη στην τεχνοκρατία οπτική τους. Στη µακρά διακυβέρνηση Σηµίτη ειπώθηκαν πολλά, αλλά έγιναν λίγα. Υπηρετήθηκε το εσωτερικό σύστηµα ισχύος της χώρας σε επίπεδο ολιγαρχίας, αυτό που χαρακτηρίσθηκε ιστορικά «διαπλοκή», και δεν απέκτησε η Ελλάδα την ελευθεριότητα και την εξωστρέφεια που χρειαζόταν για να αναστρέψει την πορεία της προς την χρεοκοπία. Οµοίως, η επόµενη περίοδος διακυβέρνησης Καραµανλή, επίσης του «ευρωπαϊκού µονόδροµου», µε ουδετερότητα ανάµεσα στη ∆ύση και το ασιατικό σύµπλεγµα Κίνας - Ρωσίας, δεν µπόρεσε να αναστρέψει την πορεία προς τη χρεοκοπία. Οι δύο συνάδελφοι καθηγητές στην ΑΣΟΕΕ, που µοιράζονταν το ίδιο πανεπιστηµιακό γραφείο, ο κ. Χριστοδουλάκης και ο κ. Αλογοσκούφης, οι οποίοι δέσποσαν στον οικονοµικό κύκλο, επί διακυβέρνησης Σηµίτη ο πρώτος και επί διακυβέρνησης Καραµανλή ο δεύτερος, δεν µπόρεσαν να πετύχουν ένα «new deal» για την Ελλάδα,

Οι πολίτες το 2009 εµπιστεύτηκαν µε δυσθεώρητα εκλογικά ποσοστά στήριξης την ευθύνη της ηγεσίας της χώρας στον Γ. Παπανδρέου και το ανανεωτικό ΠΑΣΟΚ. Ηταν, όµως, πλέον αργά. Η οικονοµία «έσκασε» στα χέρια του. Αυτό που γνώριζαν οι πολιτικές οικογένειες της χώρας και πολλές από τις επιχειρηµατικές από τη δεκαετία του 1980 ακόµα, όταν οι δαπάνες, οι σπατάλες και η διαφθορά στη βάση της εισροής ιστορικών σε όγκο ευρωπαϊκών κονδυλίων στήριξης και αναδιάρθρωσης της χώρας κατασπαταλήθηκαν, τελικά συνέβη. Και µε κάποια ιστορική δικαιοσύνη. Ο Α. Παπανδρέου, λαµπρός οικονοµολόγος σε διεθνές επίπεδο, χειρίστηκε τα δηµοσιονοµικά της χώρας ως πολιτικός λαϊκιστής. Εκτόξευσε το χρέος της και αποδιάρθρωσε τις ελπίδες της για µια νέα εποχή σε συνθήµατα κυριαρχίας της κοµµατικής νοµενκλατούρας έναντι όλων. Ακόµα και της προοπτικής της. Ο γιος του πλήρωσε στην πρωθυπουργία δεκαετίες, µετά την ανευθυνότητα και την αδυναµία του πολιτικού και οικονοµικού συστήµατος να αναστρέψουν την πορεία προς τον γκρεµό. Ακολουθούν οι κυβερνήσεις της δηµοσιονοµικής χρεοκοπίας, µέχρι τον Αύγουστο του 2018, όταν η Ελλάδα έχει την ευκαιρία και πάλι να κινηθεί χωρίς την ασφυκτική ξένη εντολή.

Η διακυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η πρώτη εθνικής κυριαρχίας, παρά τις δεσµεύσεις και τα αρνητικά κεκτηµένα της µετα-µνηµονικής πραγµατικότητας. Σε αντίθεση µε τις συνθήκες που αντιµετώπισε ο πατέρας του, Κ. Μητσοτάκης, όταν αναγκαζόταν η χώρα να δανείζεται, µε τα επιτόκια να είναι της τάξης του 19%-21%, ο υιός Μητσοτάκης ανέλαβε µια δύσκολη αποστολή ανασυγκρότησης αλλά µε καλύτερες ευκαιρίες και παρά το υπέρογκο δηµόσιο και ιδιωτικό χρέος µε ένα απόθεµα στο κρατικό ταµείο που υπερέβαινε τα 30 δισ. ευρώ. Η διακυβέρνηση αυτή αναγκαστικά µεταρρυθµιστική, αφού ανέλαβε τη χώρα την εποµένη των απωλειών ενός πολέµου, όπως αυτός των µνηµονίων «δηµιουργικής καταστροφής», πέτυχε πολλά, παρά τις εντάσεις µε την Τουρκία, την πρωτοφανή πανδηµία, τα ακραία καιρικά φαινόµενα, τις αναγκαστικές και αιφνιδιαστικές αποζηµιώσεις. Η ψηφιοποίηση του κράτους, η ευθυκρισία της διεθνούς πολιτικής, η ανάκτηση της ισχύος των Ενόπλων ∆υνάµεων, η µείωση φόρων και η αύξηση µισθών και εισοδηµάτων λογίζονται στα θετικά µαζί µε τα δοµικά έργα και τη σταθερότητα διακυβέρνησης που έχει πετύχει. Αλλά η Ελλάδα κάθε τόσο δείχνει τις «µαύρες τρύπες» της, που παραπέµπουν σε όλα όσα στρεβλά αναπτύχθηκαν, πριν ακόµη τον Β’ Π.Π. Πόσω µάλλον µετά το 1974.

Στην παρούσα φάση η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει µια ιστορική ευκαιρία. Να εξελίξει πριν, αλλά και µετά τις εκλογές, εφόσον πετύχει µια τρίτη τετραετία, µε σοβαρούς όρους στη διακυβέρνηση, αυτό που σωρευτικά δεν πέτυχαν οι προηγούµενες από το 1980 και µετά. Ενα «new deal» για την Ελλάδα του 2030-2050. Με αµερικανικό µάνατζµεντ και οικονοµική συµµετοχή αυτήν τη φορά. Χωρίς να απολέσουµε την ευρωπαϊκή µας θέση, έχουµε την ευχέρεια να δοµήσουµε µια άλλη, δηµιουργική, εξωστρεφή, παραγωγική Ελλάδα στη βάση της αµερικανικής θεώρησης πραγµάτων που είναι πολύ πιο συµβατή για τους Ελληνες από τον ευρωπαϊκό µερκαντιλισµό των τιµωρητικών δηµοσιονοµικών περιθωρίων και προδιαγραφών. Κυρίως γιατί ο κόσµος βρίσκεται σε ένα µεταίχµιο µιας επόµενης εποχής και το εθνικό κράτος µπορεί να κερδίσει τα «στοιχήµατα» που χάθηκαν από το προηγούµενο µεταίχµιο και µετά.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά