Η συνήθης κλασική θεώρηση των κυβερνήσεων στην Ελλάδα, ασχέτως εποχής και σύνθεσης, υποστήριζε ότι η ισχύς της χώρας στην εσωτερική και οικονοµική-δηµοσιονοµική πολιτική ενίσχυε τη διεθνή θέση της και στήριζε την εξωτερική πολιτική της. Ακόµη και οι στρατιωτικοί εξοπλισµοί στην ουσία για δεκαετίες εξυπηρετούσαν την εξωτερική πολιτική της χώρας, που σε κάθε περίπτωση κινήθηκε ασφυκτικά εντός του κύκλου των ελληνοτουρκικών εντάσεων, χάνοντας τον διεθνή πολυµερή χαρακτήρα της. Στην παρούσα φάση, επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη στην ώριµη φάση της που διερχόµεθα, ο καθρέφτης είναι ανεστραµµένος. Αφού ο πρωθυπουργός και τα κυβερνητικά σχήµατά του πέτυχαν ένα πολύ πιο ισχυρό διεθνές προφίλ της Ελλάδας, ως προς την οικονοµική και δηµοσιονοµική εικόνα της, µετά την έξοδο από τον µνηµονιακό κύκλο, προχωρούν τώρα πλέον σε µια διεθνή πολιτική, εµπράγµατη, βασισµένη σε σηµαντικές οικονοµικές, ενεργειακές, εµπορικές συµφωνίες που αλλάζουν επίπεδο την Ελλάδα.

Έχοντας ακολουθήσει µια σταθερή δυτική στρατηγική έναντι των ΗΠΑ, της Ευρώπης και των περιφερειακών συµµάχων, χωρίς καµία εξαίρεση για το Ισραήλ και αξιοποιώντας τα πεδία του πολέµου τόσο στην Ουκρανία όσο και στην Εγγύς Ανατολή, βασίζουν τη διεθνή πολιτική στο άνοιγµα διαδρόµων της ενέργειας που έχουν ως επίκεντρο την Ελλάδα.

Προαπαιτούµενο η κυβερνητική σταθερότητα και η εµπιστοσύνη των πολιτών στον Μητσοτάκη που έφθασε τη χώρα στο παρόν επίπεδο

Τα όσα συµφωνήθηκαν στη διατλαντική συνεργασία στο Ζάππειο δείχνουν αφετηρία των επερχόµενων που ουσιαστικά προσφέρουν εγγυήσεις και ευκαιρίες για την ελληνική γεωπολιτική. Εγγυήσεις έναντι της επιθετικότητας της Τουρκίας. Ευκαιρίες ως προς τη συγκρότηση ενός άλλου, πιο παραγωγικού µοντέλου ανάπτυξης, µε ορίζοντα το 2030 και την εικοσαετία 2030-2050. Στο νέο αυτό πιο παραγωγικό µοντέλο στη βάση της ενέργειας, όχι πλέον για την αυτάρκεια της χώρας απλώς αλλά για την ανεξαρτητοποίηση της Ευρώπης από τη ρωσική επιρροή, µπορεί να αναπτυχθούν οι βάσεις για συµµετοχή της χώρας στη νέα τεχνολογική εποχή. Τόσο στο πεδίο των data centers, τα οποία αποτελούν ουσιαστικά διαδροµές που συνδέονται µε τις «Συµφωνίες του Αβραάµ», όσο και στην τεχνητή νοηµοσύνη που µπορεί να αποτελέσει τη βάση µια νέας βιοµηχανικής εποχής για τη χώρα. Οι στιβαρές συµµαχίες που αναβαθµίζονται, µε ηγετική δύναµη πλέον τις ΗΠΑ και όχι κάποια από τις ευρωπαϊκές δυνάµεις που έχουν µπει στην παρούσα φάση σε κύκλο παρακµής, µπορούν να εξελίξουν την Ελλάδα πέρα από πάροχο ενεργειακής ασφάλειας για την Ευρώπη σε κόµβο τεχνολογιών, εµπορίου και διαµετακοµιστικών διαδροµών. Πέραν αυτών, στη βάση των τεχνολογιών και εκτός της βιοµηχανίας ή των φυσικών πόρων η Ελλάδα καλείται να αναπτύξει την πρωτογενή παραγωγή της.

Όλα αυτά µαζί επικεντρώνονται στο αίτηµα για αποκέντρωση του πληθυσµού και της εργασίας από τα δύο κεντρικά αστικά κέντρα, που είναι η Αθήνα στον Νότο και η Θεσσαλονίκη στον Βορρά, προκειµένου όχι µόνο να κατοικηθεί η επικράτεια της χώρας αλλά και να αναπτυχθεί η Ελλάδα µε διαφορετικούς πολλαπλασιαστές από τους συνηθισµένους.

Αν οι εξορύξεις πετρελαίου ή φυσικού αερίου εφόσον προκύψουν στηρίζουν το Ασφαλιστικό, όλοι οι άλλοι τοµείς µπορεί να δώσουν νέα δεδοµένα στην κρατική οικονοµία, τις ιδιωτικές επενδύσεις µε ένα άλλο µάνατζµεντ αµερικανικού τύπου, που θα δώσει ευφορία όχι µόνο στο ΑΕΠ της χώρας αλλά και στα µέσα εισοδήµατα των Ελλήνων.

Είµαστε σε έναν «ενάρετο κύκλο», σύµφωνα µε τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, που ζητούµενο είναι να οδηγήσει σε µία άλλη πραγµατικότητα, διαφορετική από τα δεδοµένα των τελευταίων 70 ετών. Προαπαιτούµενο η πολιτική-κυβερνητική σταθερότητα και η εµπιστοσύνη των πολιτών στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη που έφθασε τη χώρα στο παρόν επίπεδο. Φιλοδοξία να ολοκληρώσει την εθνική προσπάθεια για µια Ελλάδα µε διαφορετικά δεδοµένα στην εκκίνηση της νέας εποχής που είναι το 2030.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή