Η παλιά και η νέα πολιτική ελίτ στην Ελλάδα
Άρθρο γνώμης
Η Αθήνα έχει ιεραρχήσει τις συµµαχίες της, όπως η στρατηγική µε τις ΗΠΑ ή τα όρια των ισορροπιών της, µε την Κίνα και τη Ρωσία
Και η Ντόρα Μπακογιάννη, επίσης δεσπόζουσα πολιτική προσωπικότητα µε έντονη επιρροή στη διεθνή πολιτική της χώρας -µετά τον πρώην πρωθυπουργό, Κώστα Καραµανλή, και την επίσης επιδραστική υπουργό της Κεντροαριστεράς, Άννα ∆ιαµαντοπούλου- απέδειξε µε τις φοβικές θέσεις της έναντι της Ρωσίας και την Τουρκία (εξαιτίας της σταθερής τοποθέτησης που υιοθέτησε η Ελλάδα υπό την ηγεσία Κυριάκου Μητσοτάκη στον πόλεµο στην Ουκρανία στο πλευρό του Κιέβου), ότι το πολιτικό σύστηµα διακυβέρνησης προηγούµενων δεκαετιών απλώς δεν µπορούσε να παρουσιάσει και να υποστηρίξει µια σταθερή και ισχυρή Ελλάδα στις δυτικές συµµαχίες της, αξιόπιστο εταίρο της ∆ιατλαντικής συνεργασίας.
Οι προσωπικότητες αυτές που όρισαν εξελίξεις σε προηγούµενες δεκαετίες, καθορίζοντας την τύχη της Ελλάδας, είναι φανερό από τα όσα επιλέγουν να πουν οι ίδιοι σε δηµόσιες τοποθετήσεις τους για τη στάση της Ελλάδας στο σηµερινό µεταίχµιο της ιστορίας ότι δεν διέθεταν την τόλµη, την πεποίθηση και την ενόραση για να διασφαλίσουν στρατηγικά τη χώρα. Πέραν από το να είναι ακόλουθος των εξελίξεων, ως µια «ουδέτερη» ανασφαλής, φοβική ή και εµµονική ως προς τον παράγοντα Τουρκία, αναξιόπιστη για τους συµµάχους και αξιοποιήσιµη συγκυριακά για τους Brics (Κίνα, Ρωσία) «µικρή Ελλάδα».
Υπάρχει µια σειρά κυβερνήσεων και πρωθυπουργών που σε αντίθεση µε αυτό το παραδοσιακό ρεύµα διάρθρωσης στρατηγικής επιχείρησαν και προώθησαν µια άλλη θεώρηση, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο από το 2010 και µετά για τον «παράγοντα Ελλάδα» ως µέρος της ∆ύσης. Ευρωπαϊκής, Ατλαντικής και διµερώς φιλο-αµερικανικής. Στη δεύτερη κατηγορία σίγουρα ανήκει ο σηµερινός πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ο οποίος σε µια κορύφωση αυτής της πορείας και αναλαµβάνοντας το εθνικό κράτος στην έξοδο από τη µνηµονιακή επιβολή, πήγε τα πράγµατα πολύ παραπέρα. Φθάνοντας στο σήµερα και κοιτάζοντας το αύριο η Ελλάδα, σε επίπεδο ηγεσίας, δεν θα πρέπει να είναι εξαιρετικά ανήσυχη για τον γεωπολιτικό ανταγωνισµό που αναπτύσσεται από κεντρικές δυνάµεις του παγκόσµιου power game, ΗΠΑ - Κίνας- Ρωσίας µε αφορµή τους δρόµους της ενέργειας, τα λιµάνια, τους εµπορευµατικούς σταθµούς, τις τεχνολογίες, τους εξοπλισµούς και ούτω καθεξής. Και αυτό γιατί η Ελλάδα σε µια διαδροµή χρόνων και υπό δύσκολες συνθήκες ή διαφορετικές συγκυρίες τοποθετήθηκε µε σταθερότητα, στιβαρότητα, συγκρότηση ασυνήθιστη για τον τελευταίο µισό αιώνα επιλέγοντας αυτή την ιεράρχηση των συµµαχιών της, όπως η στρατηγική συµµαχία µε τις ΗΠΑ ή τα όρια των ισορροπιών της µε την Κίνα και τη Ρωσία. Σήµερα πλέον ό,τι και να αναφέρεται στα επίσηµα µηνύµατα από Πεκίνο και Μόσχα, όλοι γνωρίζουν σε ποιο «στρατόπεδο» θα κινηθεί η Ελλάδα, οπότε επιχειρούν να θέσουν για τα δικά τους στρατηγικά συµφέροντα κάποιες προϋποθέσεις.
Σε άλλες περιόδους της ιστορίας που η Ελλάδα φερόταν ως «ουδέτερη» και εν πολλοίς αδιανέµητη ως προς την ένταξη στις ζώνες γεωπολιτικών και γεωοικονοµικών στρατηγικών συµφερόντων κεντρικών δυνάµεων είχαµε εµφυλίους, πραξικοπήµατα και θεσµικές, πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές κάθε τύπου. Η Ελλάδα φυσικά δεν εντάχθηκε, από την ίδρυσή της ως εθνικό κράτος, έξω από τη ∆υτική ζώνη. Αλλά αυτό συνέβη µε τον δύσκολο τρόπο και πολλές φορές µε επιβολή συνθηκών και όρων και όχι εθελούσια στη βάση και µε όρους εθνικών προτεραιοτήτων. Στην παρούσα φάση αλλά και στην επόµενη αυτό δεν θα συµβεί. Γιατί η Ελλάδα -ο λόγος για την παρούσα διακυβέρνηση- έχει ήδη προεξοφλήσει µε επάρκεια και στρατηγικό θάρρος τη θέση της και τα όρια των ισορροπιών. Ας µην θεωρείται τυχαίο γεγονός η άνεση που έχει η Ελλάδα επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη σήµερα, και 15 µήνες πριν από τις τακτικές εθνικές εκλογές της, να παρακολουθήσει τους αµερικανικούς σχεδιασµούς µε σύγκλιση ελληνικών και αµερικανικών προτεραιοτήτων σε σχέση, για παράδειγµα, µε την Τουρκία και τα διλήµµατα ή τα αδιέξοδα που η Τουρκία έχει ακολουθώντας εκείνη την παραδοσιακή «ουδέτερη» στάση της απέναντι στις κεντρικές δυνάµεις.
Σηµειωτέον οι Έλληνες από το 2009-2010 µε την ψήφο τους είτε σε κοµµατικές εκλογές είτε σε κεντρικές εκλογές έχουν υποστηρίξει έµπρακτα και θεσµικά τη νέα αυτή πολιτική τάξη πραγµάτων έναντι της παλαιότερης.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Οι προσωπικότητες αυτές που όρισαν εξελίξεις σε προηγούµενες δεκαετίες, καθορίζοντας την τύχη της Ελλάδας, είναι φανερό από τα όσα επιλέγουν να πουν οι ίδιοι σε δηµόσιες τοποθετήσεις τους για τη στάση της Ελλάδας στο σηµερινό µεταίχµιο της ιστορίας ότι δεν διέθεταν την τόλµη, την πεποίθηση και την ενόραση για να διασφαλίσουν στρατηγικά τη χώρα. Πέραν από το να είναι ακόλουθος των εξελίξεων, ως µια «ουδέτερη» ανασφαλής, φοβική ή και εµµονική ως προς τον παράγοντα Τουρκία, αναξιόπιστη για τους συµµάχους και αξιοποιήσιµη συγκυριακά για τους Brics (Κίνα, Ρωσία) «µικρή Ελλάδα».
Υπάρχει µια σειρά κυβερνήσεων και πρωθυπουργών που σε αντίθεση µε αυτό το παραδοσιακό ρεύµα διάρθρωσης στρατηγικής επιχείρησαν και προώθησαν µια άλλη θεώρηση, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο από το 2010 και µετά για τον «παράγοντα Ελλάδα» ως µέρος της ∆ύσης. Ευρωπαϊκής, Ατλαντικής και διµερώς φιλο-αµερικανικής. Στη δεύτερη κατηγορία σίγουρα ανήκει ο σηµερινός πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ο οποίος σε µια κορύφωση αυτής της πορείας και αναλαµβάνοντας το εθνικό κράτος στην έξοδο από τη µνηµονιακή επιβολή, πήγε τα πράγµατα πολύ παραπέρα. Φθάνοντας στο σήµερα και κοιτάζοντας το αύριο η Ελλάδα, σε επίπεδο ηγεσίας, δεν θα πρέπει να είναι εξαιρετικά ανήσυχη για τον γεωπολιτικό ανταγωνισµό που αναπτύσσεται από κεντρικές δυνάµεις του παγκόσµιου power game, ΗΠΑ - Κίνας- Ρωσίας µε αφορµή τους δρόµους της ενέργειας, τα λιµάνια, τους εµπορευµατικούς σταθµούς, τις τεχνολογίες, τους εξοπλισµούς και ούτω καθεξής. Και αυτό γιατί η Ελλάδα σε µια διαδροµή χρόνων και υπό δύσκολες συνθήκες ή διαφορετικές συγκυρίες τοποθετήθηκε µε σταθερότητα, στιβαρότητα, συγκρότηση ασυνήθιστη για τον τελευταίο µισό αιώνα επιλέγοντας αυτή την ιεράρχηση των συµµαχιών της, όπως η στρατηγική συµµαχία µε τις ΗΠΑ ή τα όρια των ισορροπιών της µε την Κίνα και τη Ρωσία. Σήµερα πλέον ό,τι και να αναφέρεται στα επίσηµα µηνύµατα από Πεκίνο και Μόσχα, όλοι γνωρίζουν σε ποιο «στρατόπεδο» θα κινηθεί η Ελλάδα, οπότε επιχειρούν να θέσουν για τα δικά τους στρατηγικά συµφέροντα κάποιες προϋποθέσεις.
Σε άλλες περιόδους της ιστορίας που η Ελλάδα φερόταν ως «ουδέτερη» και εν πολλοίς αδιανέµητη ως προς την ένταξη στις ζώνες γεωπολιτικών και γεωοικονοµικών στρατηγικών συµφερόντων κεντρικών δυνάµεων είχαµε εµφυλίους, πραξικοπήµατα και θεσµικές, πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές κάθε τύπου. Η Ελλάδα φυσικά δεν εντάχθηκε, από την ίδρυσή της ως εθνικό κράτος, έξω από τη ∆υτική ζώνη. Αλλά αυτό συνέβη µε τον δύσκολο τρόπο και πολλές φορές µε επιβολή συνθηκών και όρων και όχι εθελούσια στη βάση και µε όρους εθνικών προτεραιοτήτων. Στην παρούσα φάση αλλά και στην επόµενη αυτό δεν θα συµβεί. Γιατί η Ελλάδα -ο λόγος για την παρούσα διακυβέρνηση- έχει ήδη προεξοφλήσει µε επάρκεια και στρατηγικό θάρρος τη θέση της και τα όρια των ισορροπιών. Ας µην θεωρείται τυχαίο γεγονός η άνεση που έχει η Ελλάδα επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη σήµερα, και 15 µήνες πριν από τις τακτικές εθνικές εκλογές της, να παρακολουθήσει τους αµερικανικούς σχεδιασµούς µε σύγκλιση ελληνικών και αµερικανικών προτεραιοτήτων σε σχέση, για παράδειγµα, µε την Τουρκία και τα διλήµµατα ή τα αδιέξοδα που η Τουρκία έχει ακολουθώντας εκείνη την παραδοσιακή «ουδέτερη» στάση της απέναντι στις κεντρικές δυνάµεις.
Σηµειωτέον οι Έλληνες από το 2009-2010 µε την ψήφο τους είτε σε κοµµατικές εκλογές είτε σε κεντρικές εκλογές έχουν υποστηρίξει έµπρακτα και θεσµικά τη νέα αυτή πολιτική τάξη πραγµάτων έναντι της παλαιότερης.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
En