Μπορεί η πολιτική ζωή της Ελλάδας να κινείται µονίµως σε προεκλογική περίοδο, µε την αντιπολίτευση να επιτίθεται µε ατάκες και συνθήµατα-κλισέ στις κυβερνήσεις, όµως τελικά η προεκλογική περίοδος ξεκινά όταν οι εκλογές πλησιάζουν χρονικά.

Στην παρούσα φάση και µετά τη διάψευση σωρείας σεναρίων για πρόωρες εκλογές, κάτι που έχει διαψευσθεί κατηγορηµατικά και απολύτως πειστικά πλέον από τον πρωθυπουργό, κ. Μητσοτάκη, η αυλαία για την προεκλογική περίοδο θα προκύψει µέσα στο 2026. Εκλογές θα έχουµε, εκτός εντελώς απρόβλεπτου γεγονότος, την άνοιξη του 2027. Το κοµβικό σηµείο έναρξης της εκλογικής περιόδου θα µπορούσε να είναι η ∆ΕΘ τον επόµενο Σεπτέµβριο. Πράγµατι η παρουσία και η οµιλία στη Θεσσαλονίκη, όπως και η παρουσία στη συνέχεια, ως είθισται, των επικεφαλής των κοµµάτων της αντιπολίτευσης, θα έχει τη σηµασία της.

Το πλέον κρίσιµο, όµως, που αφορά το όραµα για την Ελλάδα του 2030 και θα σχετίζεται µε το κέντρο βάρους της διακυβέρνησης την τρίτη τετραετία ορίζεται από τα 50 αναπτυξιακά πλάνα που θα ανακοινωθούν εντός του 2026 και θα αφορούν την επικράτεια της χώρας. Το στρατηγικό αυτό σχήµα ανάπτυξης, που για πολλούς µήνες επεξεργάζονται στελέχη υπό την ευθύνη υπουργών της κεντρικής δοµής του Μαξίµου, µπορεί να αποτελέσει σε συνδυασµό µε τα πλάνα ανασυγκρότησης και µεγάλων έργων σε όλη την επικράτεια στη δοµική µετεξέλιξη και ανασυγκρότηση της χώρας. Γιατί τα 50 περιφερειακά πλάνα, που έχουν συνδεθεί και µε τις επισκέψεις στην περιφέρεια του ίδιου του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη ως επικεφαλής κυβερνητικών κλιµακίων συναρµόδιων υπουργών, µελετώνται στη βάση των τοπικών χαρακτηριστικών και πλεονεκτηµάτων που έχει ξεχωριστά η κάθε περιφέρεια της χώρας, ηπειρωτικής ή νησιωτικής.

Τα 50 πλάνα ανάπτυξης και ανασυγκρότησης θα δώσουν την ευκαιρία αλλά και το κανονιστικό πλαίσιο για τη µεγάλη αποκέντρωση, που καµία από τις µεταπολεµικές και όχι µόνον µεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δεν πέτυχε ως όφειλαν προκειµένου να αποκτήσει σοβαρή παραγωγική βάση η χώρα και βιώσιµη επάρκεια το ασθενικό ΑΕΠ της. Είναι η «µεγάλη επιστροφή» από τα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, αλλά και µια σειρά από περιφερειακές πόλεις στη δοµή πόλη-κωµόπολη-χωριό. Υπήρχαν φιλοδοξίες για κάτι τέτοιο από τη δεκαετία του 1980, όταν είχαν αρχίσει να εισρέουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια από τα ταµεία σύγκλισης και συνοχής. Αλλά οι λαϊκίστικες και κοµµατικές µονοµερείς πολιτικές του τότε ΠΑΣΟΚ δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο, καταλήγοντας σε ένα νέο κύµα αστυφιλίας.

Το όραµα της αντιστροφής των µεταναστευτικών ροών των δεκαετιών 1950-1960, έµεινε ανεκπλήρωτο στη σκέψη ολίγων από τις ελίτ. Η περιφερειακή αυτή στρατηγική, µε την οπτική προς το µέλλον, θα δώσει ένα κυριαρχικό πλεονέκτηµα στη διακυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη και την κεντροδεξιά Νέα ∆ηµοκρατία έναντι όλων των κοµµάτων της αντιπολίτευσης, αριστερής και δεξιάς, τα οποία θα βρεθούν σε θέση στρατηγικής αµηχανίας απέναντι σε µια τόσο επιθετικά προγραµµατική πολιτική για τη χώρα. Μιλώντας µε τα σηµερινά δεδοµένα, αυτά που ορίζουν την πραγµατικότητα στο τέλος του 2025 είναι -φανερό- ότι λείπει µια συνεκτική νέα «Μεγάλη ιδέα» για τη συγκρότηση της Ελλάδας στο µέλλον.

Αυτή δεν µπορεί να αναφέρεται στη διεθνή και ενεργειακή πολιτική µόνον. Αλλά να αφορά την εσωτερική µας συγκρότηση σε µια πορεία αναβάθµισης και εξέλιξης προς την εικοσαετία 2030-2050. Πρωτογενής τοµέας, µεταποίηση, βιοµηχανία, τουρισµός, στεγαστικό, δηµογραφικό, ναυτιλία, εµπόριο, ενέργεια, τεχνολογίες, εθνικές αξίες συνδέονται από τη µία µε αυτά τα 50 πλάνα και από την άλλη µε τη συνέχεια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη της περιόδου 2019-2027.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή