Οπρωθυπουργός στην τακτική κυριακάτικη ενηµέρωσή του προς τους πολίτες έκανε έκκληση στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους για διάλογο προκειµένου να λυθούν τα επείγοντα ζητήµατα που έχουν προκύψει. Ο κ. Μητσοτάκης ζήτησε από τους αγροτικούς συνδέσµους σοβαρή και αναλογική, από όλη τη χώρα, εκπροσώπηση βάζοντας στο τραπέζι τα περίπου 3,7 δισ. ευρώ που θα είναι διαθέσιµα γι’ αυτούς µέχρι το τέλος ή τους πρώτους µήνες του 2026.

Από την πλευρά των αγροτών και των κτηνοτρόφων, που έχουν «ανοίξει» τα µικρόφωνα της δηµοσιότητας λόγω της έντασης που επικρατεί, ακούγονται πολύ σοβαρές αναλύσεις, προσεγγίσεις αλλά και ενστάσεις σε σχέση µε την κατανοµή αυτών των 3,7 δισ. ευρώ που περιορίζουν κατά πολύ τη σπουδαιότητα που προβάλλει η κυβέρνηση. Πέραν αυτών από την πλευρά των αγροτών τίθενται σοβαρά στοιχεία σε σχέση µε τον όγκο των προστίµων που πληρώνει η Ελλάδα, από τον κρατικό της Προϋπολογισµό, στην Ευρώπη και ξεπερνούν σε αυτήν τη φάση τα 2 δισ. ευρώ χωρίς αυτά τα πρόστιµα να έχουν προέλθει αποκλειστικά από την εµπλοκή της κακοδιαχείρισης στον ΟΠΕΚΕΠΕ.

Τις προσεγγίσεις και τις αναλύσεις των αγροτών θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ακούσουν οι αρµόδιοι από την πλευρά της κυβέρνησης και να ενσκήψουν σε αυτές τις πραγµατικότητες, αν υποθέσουµε ότι έχει σκοπό η διακυβέρνηση να ασχοληθεί σοβαρά µε τον πρωτογενή τοµέα ως πεδίο ενδυνάµωσης του ΑΕΠ, επάρκειας σε τρόφιµα της χώρας αλλά και επέκτασης του αγροτικού τοµέα, µε στόχο µέρος της αναλογίας που ίσχυε πριν από µισό αιώνα όταν τα πράγµατα ήταν σαφώς καλύτερα από σήµερα, τόσο στο πεδίο της απασχόλησης όσο και της επάρκειας ή των τιµών στα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Φυσικά αυτή η συζήτηση που θα είναι µακρά και επίπονη δεν µπορεί να είναι αυτή που θα εξελιχθεί υπό την προεδρία του πρωθυπουργού στο Μέγαρο Μάξιµου. Οι συζητήσεις για την αντιµετώπιση των βραχυπρόθεσµων αναγκών, δεν µπορεί παρά να αποτελέσουν αφετηρία για πιο στρατηγικές συζητήσεις που θα ακολουθήσουν και θα καταλήξουν σε πλάνο το οποίο σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ξεπερνά στην πρώτη φάση του τη δεκαετία.

Όσα έχουν συµβεί από τη δεκαετία του 1980 και καταλήγουν στα σηµερινά αδιέξοδα και µελαγχολία, ούτε τυχαία προέκυψαν ούτε είναι ευθύνη µιας κυβέρνησης. Οµοίως τα µελλούµενα έστω και αν ξεκινούν από σήµερα θα αφορούν πολλές και διαφορετικές επόµενες κυβερνήσεις που δεν γνωρίζουµε ούτε την ταυτότητα ούτε τη σύνθεσή τους. Ούτε καν το πώς θα διαµορφωθεί από πλευράς τεχνολογιών το περιβάλλον για τον αγροτικό τοµέα. Αυτή είναι όµως η πρόκληση της στρατηγικής που µας έλειψε τις προηγούµενες δεκαετίες και φθάσαµε εδώ. Να µιλάµε για άλλη µια φορά οι Έλληνες για «µια ιστορία χαµένων ευκαιριών».

Η στρέβλωση από την αρχική περίοδο των διαπραγµατεύσεων µε την τότε ΕΟΚ ήταν ορατή. Μας ζητήθηκε και συµφωνήσαµε να περιορίσουµε την αγροτική παραγωγή ως µέρος του ΑΕΠ από το 45%, κάτω από 10%. Στην επόµενη φάση οι ελληνικές κυβερνήσεις αξιοποίησαν τις αγροτικές επιδοτήσεις µε απίθανα καταστροφικό, καιροσκοπικό και εκλογικό τρόπο στη βάση επέκτασης ακόµη πιο ισχυρών πελατειακών σχέσεων. Η τόσο αποτυχηµένη οικονοµική και εµπορική ένωση της Ευρώπης από την άλλη πλευρά επιδοτούσε την καταστροφή της παραγωγής, τη µείωση των κοπαδιών, τη διάλυση των αλιευτικών στόλων. Οι Έλληνες αγρότες, κτηνοτρόφοι, αλιείς έχασαν την αίσθηση της αξιοπρέπειας που σχετιζόταν µε το επίπεδο της παραγωγής τους και άρχισαν να δηλώνουν φανταστικές παραγωγές, χωρίς µάλιστα κρατικό έλεγχο, αφού όλα θα κατέληγαν στις «χωµατερές».

Η διαφθορά των αγροτών και των κτηνοτρόφων ολοκληρώθηκε όταν το κράτος επέτρεψε σε οµάδες συµφερόντων, πολύ κλειστές, που συνδέονταν όµως µε τις κοµµατικές οργανώσεις, να έχουν τον πλήρη έλεγχο της κατανοµής των επιδοτήσεων στη βάση µιας ψευδούς καταγραφής των αγροτικών ιδιοκτησιών και των κοπαδιών. Φθάσαµε έτσι στην ολοκληρωτική εξουσία του τεχνικού συµβούλου και το όνειδος του ΟΠΕΚΕΠΕ. Μιλώντας για το µέλλον θα πρέπει να υπάρξει εθνική στρατηγική και συµβούλιο πολιτικών αρχηγών και αρµόδιων επιτελείων που θα καθορίσει ένα διαφορετικό µέλλον από το επαίσχυντο παρελθόν. Σηµειωτέον, η Ευρώπη καταρρέει εν συνόλω µε έµφαση στις ΚΑΠ της επόµενης πενταετίας.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή