Μια ορθή απόφαση σε κλίµα διχασµού
Άρθρο γνώμης
Τα όσα εξελίχθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής επιβεβαιώνουν την οπτική της Ουάσινγκτον για την κατάσταση στην Ένωση και την ηγεσία της
Αφετηριακά η Ευρώπη, από τη στιγµή που δηλώνει ότι επιθυµεί να στηρίξει οικονοµικά και εξοπλιστικά την εµπόλεµη Ουκρανία, θα έπρεπε να είχε κινηθεί στη βάση της τελικής απόφασής της. ∆ηλαδή να υπάρξει ένας κοινός δανεισµός στο περιθώριο του ενωσιακού προϋπολογισµού, που θα κάλυπτε τις ανάγκες του Κιέβου. ∆εν ήταν καθόλου λογική η πρόταση της Γερµανίας, που υιοθετήθηκε από την επίσης Γερµανίδα επικεφαλής της Κοµισιόν, Φον ντερ Λάιεν, να χρησιµοποιηθούν µε διαδικασία, ουσιαστικά, κατάσχεσης τα ρωσικά κεφάλαια εξωτερικού στο Βέλγιο και στη Γαλλία, ύψους περίπου 210 δισ. ευρώ, ως εγγυήσεις για να χρηµατοδοτηθεί το Κίεβο.
Αυτό δεν ήταν λογικό και ορθό όχι µόνο για τους ισχυρισµούς της ηγεσίας του Κρεµλίνου -µε τον Βλ. Πούτιν στην ετήσια συνέντευξη Τύπου που παραδοσιακά παραχωρεί να χαρακτηρίζει στη βάση αυτή «διαρρήκτες» τους Ευρωπαίους- αλλά και σύµφωνα µε τους κανόνες των διεθνών αγορών. Καθόλου τυχαίο δεν ήταν τις τελευταίες ηµέρες ότι αποσιωπήθηκαν οι πολύ έντονες αντιδράσεις γι’ αυτό το σχέδιο από τις διεθνείς αγορές αλλά και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), µε σαφείς δηλώσεις Λαγκάρντ. Όχι τώρα που εξελίσσονταν οι εργασίες του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου και στη συνέχεια αυτές της Συνόδου Κορυφής, αλλά πολύ πριν και απολύτως έγκαιρα. Ανάλογες τοποθετήσεις υπήρξαν και από την Αµερικανική Κεντρική Τράπεζα (FSB) και όχι µόνο, όπως προβλήθηκε, από τον Λευκό Οίκο και την ηγεσία Τραµπ. Επίσης παράλογο θα ήταν να ληφθεί µια απόφαση όπου κάθε κράτος-µέλος θα επιβαρυνόταν στον κρατικό του προϋπολογισµό από ένα µέρος του ποσού -ανάλογα µε τον όγκο της οικονοµίας του και το µέγεθός του- προκειµένου να συγκεντρωθεί, για παράδειγµα, ένα κεφάλαιο συνολικά της τάξης των 90 δισ. ευρώ για να δοθεί προς στήριξη στο Κίεβο.
Στην περίπτωση αυτή, για κάθε σοβαρό ηγέτη αφού οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας του θα ήταν σηµαντικές και η διάθεση του λαού όλο και πιο αρνητική για την υπόθεση της Ουκρανίας, µια τέτοια λύση θα έπρεπε να θεωρηθεί απαράδεκτη από την αρχή. Άρα στο τραπέζι υπήρχε µία και µόνο σοβαρή πρόταση προς συζήτηση. Κάτι σαν «take it or leave it», εφόσον η στήριξη τους επόµενους µήνες στην οικονοµικά καταρρέουσα Ουκρανία θεωρείτο µονόδροµος για την πλειοψηφία των Ευρωπαίων. Ο κοινός δανεισµός, η ανάληψη δηλαδή κοινού χρέους, µε τη µορφή του ευρωοµόλογου, προκειµένου να υπηρετηθεί ο συγκεκριµένος αυτός στόχος.
Και τότε προς τι ή όλη συζήτηση και εµπλοκή που εξελίχθηκε για µήνες; Πού οφείλεται το δράµα και ο διχασµός; Στην αντίληψη των Γερµανών και µιας οµάδας συνοδοιπόρων, τους οποίους πολύ καλά θυµόµαστε στην Ελλάδα από την περίοδο της δικής µας χρεοκοπίας την προηγούµενη δεκαετία. Αυτοί επέµειναν στην αυθαιρεσία της κατάσχεσης των «παγωµένων» ρωσικών κεφαλαίων ως µέρος της λύσης. Πέραν της έκθεσης που θα είχε η Ευρώπη ως προς τη διεθνή της αξιοπιστία στα χρηµατοοικονοµικά, το χάσµα µε τη Ρωσία θα µεγάλωνε και θα αυξανόταν περαιτέρω η οξύτητα που ήδη κυριαρχεί. Για τους Γερµανούς προφανώς κάτι τέτοιο δεν ήταν αξιοσηµείωτο, µε δεδοµένο ότι πλέον κινούνται στη βάση πως όλο και περισσότερο χάνουν την ηγεσία της Ευρώπης, ενώ έχουν απολέσει υπέρ των Αµερικανών και την ειδική σχέση που είχαν, στα χρόνια της Μέρκελ και ακόµη πιο πριν, µε τη Ρωσία καθορίζοντας το imperium στην Ένωση. Τα όσα εξελίχθηκαν επιβεβαιώνουν την οπτική της Ουάσινγκτον για την κατάσταση στην Ένωση και την ηγεσία της.
Πέραν όµως όλων των άλλων, ενώ τελικά µε πολύ κόπο και µεγάλη διεθνή έκθεση ελήφθη η πιο σωστή απόφαση για τη χρηµατοδότηση της Ουκρανίας, προκειµένου να είναι σε θέση να συνεχίσει τον πόλεµο µε τη Ρωσία και µέσα στην άνοιξη, η Ευρώπη βρέθηκε την επόµενη ηµέρα διχοτοµηµένη. Η τελική επιλογή, που δικαιολογηµένα χαιρέτησε ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και η ελληνική κυβέρνηση, φέρει 24 υπογραφές και όχι 27. Λείπει η συγκατάθεση της Ουγγαρίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας. Αυτό θα συνεχιστεί και κάθε φορά θα λείπουν και περισσότερες υπογραφές. Μέχρι που η ευρωπαϊκή «κανονικότητα» θα είναι πλέον παρελθόν και θα µιλήσουµε για τη µετά το Μάαστριχτ «νέα τάξη» στην Ευρώπη.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
En