Ο τρόπος που θέλησε να υπερασπιστεί ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας τον υπουργό του και επικεφαλής του κόμματος με το οποίο συγκυβερνά δεν ήταν μόνον ακραίος, αλλά και εξόχως ιδιότυπος. Ουσιαστικά, χωρίς επί της ουσίας να έχουν δοθεί πειστικές και προ πάντων πλήρεις απαντήσεις για την υπόθεση της πώλησης «stock» όπλων από την Ελλάδα προς τη Σαουδική Αραβία και άλλες αραβικές χώρες, η χώρα έχει εκτεθεί σε πολλαπλά επίπεδα.

Πρώτον, ως απολύτως αναξιόπιστη στο να εκτελέσει ακόμα και μια απλή διακρατική συμφωνία. Δεύτερον, σε ανώτατο επίπεδο, αυτό του πρωθυπουργού και των υπουργών πρώτης τάξης, όπως ο επί της Εθνικής Άμυνας, ως τυχοδιωκτική. Είναι αδιανόητο να αξιοποιούνται συγκεκριμένα πρόσωπα ιδιωτών, όπως, για παράδειγμα των Πατεράκη, Σφακιανάκη και των άλλων που ακούστηκαν, μόνον και μόνον για τη δημιουργία πρόσκαιρων εντυπώσεων. Τρίτον, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια σύγχυση με τα απόρρητα ή μη έγγραφα του κράτους, αλλά και με τις διαδικασίες επαρκούς ενημέρωσης του κοινοβουλίου σχετικά με συμφωνίες εξοπλισμών αλλά και άλλου τύπου, κρίσιμης εθνικής σημασίας. Για παράδειγμα, τι αξιοπιστία μπορεί να υπάρξει για ενεργειακές συμφωνίες, εμπορικές συμφωνίες, στρατηγικές συμφωνίες επενδύσεων με άλλες χώρες; Τέταρτον, και από τη χθεσινή συζήτηση στο κοινοβούλιο επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις διαφάνειας για τις κυβερνητικές και κρατικές αποφάσεις. Το κλίμα καχυποψίας που εμπεδώνεται τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο θυμίζει τις πιο «σκοτεινές» περιόδους της Μεταπολίτευσης. Αυτές όπου η σκανδαλολογία περίσσεψε και πολλοί πρωταγωνιστές στην πολιτική σκηνή έχουν ευχηθεί να μην επαναληφθούν. Τελικά, άλλωστε, δεν ωφέλησαν ουσιαστικά τη χώρα.

Πέμπτον, ο τρόπος που όχι μόνον φραστικά, αλλά και πολιτικά ταυτίστηκε ο κ. Τσίπρας με τον κ. Καμμένο στην επίθεση που επιχείρησε ο πρωθυπουργός εναντίον συγκροτημάτων μίντια και επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται σε αυτά αποπνέει αυταρχισμό και λογικές που δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό πνεύμα και το θεσμικό πλαίσιο. Πολύ περισσότερο, όταν η χώρα, σύμφωνα με τις ίδιες τις κυβερνητικές διακηρύξεις, οδεύει στο τέλος των μνημονίων και σε περίοδο που ενθαρρύνει την κανονικότητα και τις επενδύσεις.

Καταληκτικά, η συζήτηση της επερώτησης χθες, αντί να «κλείνει» ζητήματα, ανοίγει. Και μάλιστα πολύ πιο σοβαρά από το αντικείμενο της συζήτησης...