Η ελληνική διπλωματία, με αφετηρία τις συζητήσεις στην Ελβετία για το Κυπριακό, στη συνέχεια αναλαμβάνοντας το ρίσκο της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα και στην παρούσα φάση «ανοίγοντας» τα βαλκανικά θέματα με επίκεντρο το Σκοπιανό και την επίλυση των ζητημάτων με την Αλβανία, έχει προχωρήσει σε μια σειρά ασκήσεων «ενεργητικής διπλωματίας».

Με τον τρόπο αυτόν η παρούσα κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών έχουν ανατρέψει τη στρατηγική που ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις και η διπλωματία της Ελλάδας από το 1974 και μετά. Σύμφωνα με την «παραδοσιακή σχολή» της Μεταπολίτευσης, που συγκροτήθηκε από μια σειρά επονομαζόμενων «μεγάλων πρέσβεων», σε ρόλο κύριων συμβούλων των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, η Ελλάδα δεν εμπλεκόταν σε διαπραγματεύσεις, ούτε καν αναλάμβανε πρωτοβουλίες εάν δεν εκτιμάτο το αποτέλεσμα αυτών προεξοφλημένο. Μάλιστα, με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονταν οι διαφορές με την πολύ ισχυρή Τουρκία, αλλά και με το ανύπαρκτο από πλευράς ισχύος, υπό συγκρότηση κράτος των Σκοπίων. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελούσαν τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και οι ατέρμονες διερευνητικές συνομιλίες υπό την αιγίδα ή το πλαίσιο του ΟΗΕ. Η συγκεκριμένη σχολή δομήθηκε κύρια επί πρωθυπουργίας Καραμανλή του πρεσβύτερου και ακολουθήθηκε με μικρές αποκλίσεις από τις κυβερνήσεις Α. Παπανδρέου.

Με την πάροδο των δεκαετιών, οι χρόνιες εκκρεμότητες που καλύφθηκαν από τη γενική διάταξη «εθνικά θέματα» γιγαντώθηκαν και εξαιτίας της αδράνειας άρχισαν να ενοχλούν τον διεθνή παράγοντα με την ακινησία τους. Ακολούθησαν πιέσεις για μια κάποια λύση τους. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι πιέσεις κλιμακώθηκαν και οι κυβερνήσεις επί πρωθυπουργίας κ. Σημίτη ειδικά προχώρησαν σε μια «διπλωματία παραχωρήσεων». Ο εθνομηδενισμός διακηρύχθηκε ως κυρίαρχη ιδεολογία και η ένταξη στον κλειστό πυρήνα της Ευρώπης ως «λύση για κάθε νόσο». Οι ήττες για την Ελλάδα διαδέχθηκαν η μία την άλλη και δεν περιορίστηκαν στη βραδιά των Ιμίων ή στην παράδοση του Οτσαλάν στους Τούρκους.

Σήμερα πλέον η ελληνική διπλωματία κινείται με όρους πολύ πιο ενεργητικούς σε πολύ διαφορετικές βέβαια διεθνείς και γεωπολιτικές συνθήκες, θυμίζοντας έντονα την περίοδο 1900-1940 και την προώθηση εθνικής ατζέντας μέσω της διεθνούς πολιτικής, που προέκριναν τότε οι Ελ. Βενιζέλος και Ι. Μεταξάς.