Θα πρέπει να σημειωθεί και να υπογραμμίζεται σε κάθε ευκαιρία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήρθε στην εξουσία με επανάσταση αλλά με εκλογές.

Ουδείς –κόμμα, πρόσωπα ή λόμπι συμφερόντων- δεν αμφισβήτησε την εκλογική υπεροχή του, ούτε προσπάθησε να επηρεάσει με κάποιον ανάρμοστο τρόπο την κυβερνητική σύμπραξη του με τους «δεξιόστροφους» Ανεξάρτητους Έλληνες . Ουδεμία αποσταθεροποιητική προσπάθεια υπήρξε παρά την θεαματική αποτυχία των κυβερνητικών στελεχών να απαλλάξουν την χώρα από μια συνέχεια Μνημονίων το 2015 ή την παράκαμψη της ετυμηγορίας του λαού για την συνέχεια στη βάση του δημοψηφίσματος που ο κ. Τσίπρας με τον κυβερνητικό του εταίρο τον κ. Καμμένο αποφάσισαν.

Η Δημοκρατία στην παραπαίουσα, ταπεινωμένη και δοκιμαζόμενη Ελλάδα του 2015 έδειξε την ωριμότητα της. Ούτε καν επιστροφή στις πλατείες των «αγανακτισμένων» δεν επιχείρησαν οι αντιμνημονιακές κοινωνικές δυνάμεις , που θα ήταν μοιραία εμπλοκή για την ευρισκόμενη σε αμηχανία Αριστερά , που ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης για δεύτερη φορά από τους πολίτες μέσα σε ένα οκτάμηνο, με μόνη περγαμηνή τα capital controls και την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος που είχε επιτύχει.

Ο κυβερνητικός συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κυβέρνησαν από τότε και για μια τριετία , χωρίς να υπάρξουν αναταραχές ή εξωθεσμικές αναταράξεις παρά τις υποχρεώσεις του Μνημονίου 3 που εφάρμοσαν.

Σήμερα πλέον , στο τέλος της Άνοιξης του 2018, είναι πλέον φανερό ότι ο δρόμος της φθοράς , εκλογικής , πολιτικής και διαχειριστικής για τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης είναι κατηφορικός. Φυσικά ουδείς ούτε από τους ισχυρούς παράγοντες του εσωτερικού –πολιτικούς και μη- ούτε όμως και τα κέντρα του εξωτερικού δείχνουν μια διάθεση «εξοστρακισμού» της κυβερνώσας Αριστεράς και των «συνεταίρων» της και βίαιης αποκόλλησης της από την εξουσία. Όλοι ακόμη και η «πολωτική» Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία όμως του βαθιά δημοκρατικού κ. Κ. Μητσοτάκη αποδέχονται και διακηρύσσουν το προνόμιο του πρωθυπουργού και της κυβερνώσας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας , να ορίσουν τον χρόνο των εκλογών. Τουλάχιστον εντός των ορίων της συνταγματικής θητείας.

Ο ηγέτης της κυβερνώσας Αριστεράς κ. Τσίπρας και το στενό του επιτελείο απέναντι στην τόσο συντεταγμένη δημοκρατική λειτουργία όλων των τελευταίων χρόνων οφείλουν να πάρουν αποφάσεις. Απέναντι στο Έθνος, τον Λαό και την ίδια την Αριστερά. Στο Έθνος και το Λαό που δεν αντέχει μια μακρά προεκλογική περίοδο. Για λόγους που συνίστανται στα ζητήματα της οικονομίας και την μετα-μνημονιακή περίοδο , αλλά και τις κρίσιμες πιέσεις και προκλήσεις στα μέτωπα της διεθνούς και εξωτερικής πολιτικής για την Ελλάδα. Για την Αριστερά γιατί με τις επιλογές και τους χειρισμούς τους είτε θα πείσουν για τα θεσμικά της εχέγγυα , οπότε ακόμη και να βρεθεί στην αντιπολίτευση – γεγονός πολύ φυσιολογικό σε μια Δημοκρατική πολιτεία- μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα μπορεί να διεκδικήσει εκ νέου την διακυβέρνηση, είτε θα βρει εκ νέου τον περιθωριακό της ρόλο αποδεικνύοντας ότι το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί είναι «χαμένες επαναστάσεις» και «ιδεοληπτικούς παραδείσους» μέσα από μια πλειάδα συνιστωσών και πολιτικών φορέων που αντιμετωπίζουν με δέος το «κατώφλι» του 3% για την είσοδο τους στο Κοινοβούλιο.

Το προβλεπτό είναι ότι ο κ. Τσίπρας θα αντιμετωπίσει με την δέουσα προσοχή και ωριμότητα την πολιτική πραγματικότητα της χώρας, που ως Έλλην πρωθυπουργός επηρεάζει καθοριστικά με τις επιλογές και τις αποφάσεις του. Στη βάση αυτή συνεννοούμενος με τα στελέχη του στην κυβέρνηση και το κόμμα μπορεί να ξεκαθαρίσει την εκλογική ατμόσφαιρα για τη χώρα:

Πρώτον ορίζοντας τον χρόνο των εκλογών, αποσυμπιέζοντας την ατμόσφαιρα κατά κάποιον τρόπο . Με ένα διάγγελμα προς τους Έλληνες μπορεί να καθορίσει τον πολιτικό χρόνο από τον Ιούνιο 2018 μέχρι τον Οκτώβριο 2019. Σημειωτέον ότι σε αντίθεση με την προηγούμενη τριετία , που έμοιαζε αδιατάρακτη από εκλογικές προκλήσεις και ορόσημα η επόμενη τριετία βρίθει από προσδιοριζόμενες από το Σύνταγμα εκλογικές αναμετρήσεις. Άρα η ευστάθεια της διακυβέρνησης και το κλίμα πολιτικής διαβούλευσης που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να ανακτήσει το στρατηγικό πλεονέκτημα ενός “new deal” με ορίζοντα το 2050 η Ελλάδα δεν είναι κάτι πολύ ευκταίο.

Δεύτερον ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει άμεσα να προχωρήσουν τους χειρισμούς και τα σχέδια νόμου για την κατάτμηση των εκλογικών περιφερειών της Β’ Αθήνας και της Αττικής. Πέραν από τα κόμματα και οι υποψήφιοι για έδρα στο επόμενο Κοινοβούλιο δικαιούνται να γνωρίζουν την περιφέρεια που θα πολιτευθούν.

Τρίτον και απολύτως κρίσιμο. Θα πρέπει να διευκρινισθεί με τρόπο απολύτως σαφή το εκλογικό σύστημα που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές. Η ενισχυμένη αναλογική με μπόνους που ισχύει θα παραμείνει ή θα επιχειρηθεί το σύστημα της απλής αναλογικής να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές , αντί για τις μεθεπόμενες; Στην περίπτωση αυτή χρειάζονται 200 ψήφοι υπέρ στο παρόν Κοινοβούλιο . Υπάρχουν ή όχι ; Και αυτή η ‘αρρυθμία’ θα πρέπει να διευκρινισθεί.

Καταλήγοντας : στο πρωθυπουργικό περιβάλλον από εδώ και πέρα θα πρέπει να γίνει απολύτως αντιληπτό ότι για την κυβερνώσα Αριστερά ο τρόπος και το κλίμα που θα αποχωρήσει από το Μέγαρο Μαξίμου είναι τόσο σημαντικός , ως προς τους συμβολισμούς του, όσο και η μέρα εκείνη που ο κ. Τσίπρας ως επικεφαλής της ανέβαινε για πρώτη φορά τα σκαλιά ως πρωθυπουργός για να αναλάβει τα καθήκοντα του.