Την έβλεπα καθισμένη, σαν άλλη Εκάβη, να παρακολουθεί τον αγώνα στο γήπεδο της ΑΕΚ με την Ντιναμό. Είμαι βέβαιος ότι δεν έβλεπε ένδεκα ποδοσφαιριστές με κιτρινόμαυρα, αλλά ένδεκα Μιχάληδες να κυνηγούν τη νίκη. Τον γιο της, που κάποιοι φύσηξαν τη φλόγα από το καντηλάκι του, πριν καν πατήσει τα 30.

Σκέπτομαι σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις κάθε μάνα. Κι αυτή του άτυχου σαραντάρη, που αυτόν και το αμαξίδιό του, γιατί δεν ήταν από τους τυχερούς της ζωής, τους παρέσυρε ένα αυτοκίνητο. Και έσβησε πρόωρα και το δικό του καντήλι.

Μάνες. Χαροκαμένες είναι η τυποποιημένη έκφραση, που όμως δεν φτάνει για να χωρέσει τον υπέρτατο των πόνων που μπορεί να νιώσει αυτή η οποία στην ιερή κοιλιά της πασχίζει να μεγαλώσει ο σπόρος που φυτεύτηκε και που θα γενεί ένας καινούργιος άνθρωπος. Ένας από εμάς, ένας σαν κι εμάς. 

Πόσες μάνες άραγε, σε κάθε γωνιά της Γης, δεν εξακολουθούν να ζουν με την καρδιά κουρέλι, επειδή είτε ο πόλεμος είτε μια κακιά ψυχή τής στέρησαν το παιδί της, αυτό που το είδε να μπουσουλάει, να περπατάει, να μιλάει, να μεγαλώνει, να μπαίνει στην κοινωνία και να καμαρώνει που ο σπόρος μέσα της μεταμορφώθηκε σε πλάτανο ή ιτιά. 

Είναι η μάνα αυτή που ύμνησε πολλά χρόνια πριν όλη η Ελλάδα σιγοψιθυρίζοντας «μητέρα, είσαι απ’ όλες τις αγάπες πιο μεγάλη / κι αν σε πληγώνω κι αν σε σκοτώνω, εσύ γελάς/σε κάνω πτώμα και τότε ακόμα / σκύβεις μ’ αγάπη και με φιλάς…».

Η μάνα του Μιχάλη ενσαρκώνει όλες τις μανάδες του κόσμου. Ευτυχισμένες ή βυθισμένες στον πόνο. Είναι η μάνα που, και μόνο επειδή είναι φορέας ζωής, αγιάζει τη γυναίκα. Γιατί η μάνα, κάθε μάνα, κλείνει μέσα της κάτι το ιερό.

Την έβλεπα τη μάνα του Μιχάλη αγέρωχη, να τιμά τη μνήμη του χαμένου της παιδιού με την αξιοπρέπεια που ταιριάζει σε κάθε Εκάβη. Δεν ξέρω αν πράγματι παρακολουθούσε το παιχνίδι ή ο λογισμός της ήταν στον ουρανό, εκεί που θα έκανε τα νέα της βήματα η ψυχή του γιου της. Σίγουρα, θα ευχόταν σύντομο συναπάντημα στον χλοερό τόπο των άπειρων ψυχών.

Όσο για τους πατεράδες που έχουν βρεθεί στην ίδια μοίρα, αυτοί είναι άλλο πράγμα. Δεν τους έχει ευχηθεί ο Μπρεχτ το ίδιο κουράγιο που ευχήθηκε στη Μάνα - με κεφαλαίο. Του περιέγραψε όμως τη μοίρα: «Στις πέτρες θα δώσουμε κουράγιο, μα εσένα θα σε σκοτώσουμε / Ό,τι ψέμα κι αν χρειαστεί να πιστέψουμε, εσύ δεν πρέπει νάχεις ζήσει…».