Δημόσια Υγεία και ασφάλιση
Βεβαίως, όπως και στις άλλες χώρες έτσι και εδώ, παραμένει και για το ελληνικό σύστημα Υγείας το πρόβλημα της χρηματοδότησής του
ΣΕ ΟΛΟ τον προηγμένο κόσμο το πρόβλημα της υπό ευρεία έννοια κοινωνικής πρόνοιας βρίσκεται σε διαρκή επικαιρότητα, αφού οι παροχές του κράτους είναι πάντοτε σε συνάρτηση με την πορεία της οικονομίας.
Και σήμερα, η παγκόσμια οικονομία δεν διέρχεται και την καλύτερη φάση της. Εντονότερος προβληματισμός είναι αυτός που αφορά τη δημόσια Υγεία. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά στο ότι τόσο η ποιότητα αυτή όσο και η έκταση των παρεχόμενων υπηρεσιών και -κυρίως- η διάρκεια της κάλυψης εξαρτώνται από τη διάρκεια και το ύψος της χρηματοδότησης της δημόσιας Υγείας. Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. Και το ερώτημα που απασχολεί όλες τις κυβερνήσεις είναι ποιος θα πληρώνει τις υπηρεσίες της δημόσιας Υγείας. Οι φορολογούμενοι διά του κρατικού προϋπολογισμού ή οι ιδιώτες μέσω των κρατήσεών τους.
Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος των δαπανών για την Υγεία είναι περίπου 8,5%, όταν στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 15%. Σύμφωνα δε με στοιχεία σχετικής έρευνας που είχε δημοσιεύσει προ καιρού ο «Εconomist», κυριαρχούν τρία μοντέλα χρηματοδότησης της δημόσιας Υγείας: (α) Η μέσω της φορολογίας χρηματοδότηση, αφού ένα ποσοστό της κατευθύνεται στην Υγεία. (β) Οι υποχρεωτικές καταβολές που πληρώνουν για την κοινωνική ασφάλιση εργαζόμενοι και εργοδότες και (γ) το αμερικανικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η ιδιωτική χρηματοδότηση αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική δαπάνη για την Υγεία, επειδή οι περισσότεροι εργαζόμενοι ασφαλίζονται από τους εργοδότες τους σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Βεβαίως, όπως και στις άλλες χώρες έτσι και εδώ, παραμένει και για το ελληνικό σύστημα Υγείας το πρόβλημα της χρηματοδότησής του. Και μάλιστα, ο προβληματισμός αυτός είναι εντονότερος, δεδομένου ότι προέχει η συνεχής βελτίωση της δημοσιονομικής εικόνας. Σε αυτές τις συνθήκες ίσως θα έπρεπε να εξετασθεί το βρετανικό πείραμα, που αντιμετωπίζει τις υπηρεσίες Υγείας ως μία «εσωτερική αγορά», όπου τα χρήματα δεν δίδονται αδιακρίτως στα δημόσια νοσοκομεία αλλά με βάση τους ασθενείς τους και τις θεραπείες που απαιτούν. Έτσι, τα νοσοκομεία χρηματοδοτούνται αναλόγως με το μέγεθος της πληρότητας και της απασχόλησής τους.
Το ίδιο «πείραμα» προβλέπει τη στροφή των κυβερνήσεων και προς τον ιδιωτικό τομέα για την κάλυψη μέρους των νοσοκομειακών αναγκών, ανατρεπομένου του δόγματος ότι η κρατική χρηματοδότηση ταυτίζεται αναγκαστικά με την κρατική κοινωνική πρόνοια.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 10/11
Και σήμερα, η παγκόσμια οικονομία δεν διέρχεται και την καλύτερη φάση της. Εντονότερος προβληματισμός είναι αυτός που αφορά τη δημόσια Υγεία. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά στο ότι τόσο η ποιότητα αυτή όσο και η έκταση των παρεχόμενων υπηρεσιών και -κυρίως- η διάρκεια της κάλυψης εξαρτώνται από τη διάρκεια και το ύψος της χρηματοδότησης της δημόσιας Υγείας. Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. Και το ερώτημα που απασχολεί όλες τις κυβερνήσεις είναι ποιος θα πληρώνει τις υπηρεσίες της δημόσιας Υγείας. Οι φορολογούμενοι διά του κρατικού προϋπολογισμού ή οι ιδιώτες μέσω των κρατήσεών τους.
Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος των δαπανών για την Υγεία είναι περίπου 8,5%, όταν στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 15%. Σύμφωνα δε με στοιχεία σχετικής έρευνας που είχε δημοσιεύσει προ καιρού ο «Εconomist», κυριαρχούν τρία μοντέλα χρηματοδότησης της δημόσιας Υγείας: (α) Η μέσω της φορολογίας χρηματοδότηση, αφού ένα ποσοστό της κατευθύνεται στην Υγεία. (β) Οι υποχρεωτικές καταβολές που πληρώνουν για την κοινωνική ασφάλιση εργαζόμενοι και εργοδότες και (γ) το αμερικανικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η ιδιωτική χρηματοδότηση αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική δαπάνη για την Υγεία, επειδή οι περισσότεροι εργαζόμενοι ασφαλίζονται από τους εργοδότες τους σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Βεβαίως, όπως και στις άλλες χώρες έτσι και εδώ, παραμένει και για το ελληνικό σύστημα Υγείας το πρόβλημα της χρηματοδότησής του. Και μάλιστα, ο προβληματισμός αυτός είναι εντονότερος, δεδομένου ότι προέχει η συνεχής βελτίωση της δημοσιονομικής εικόνας. Σε αυτές τις συνθήκες ίσως θα έπρεπε να εξετασθεί το βρετανικό πείραμα, που αντιμετωπίζει τις υπηρεσίες Υγείας ως μία «εσωτερική αγορά», όπου τα χρήματα δεν δίδονται αδιακρίτως στα δημόσια νοσοκομεία αλλά με βάση τους ασθενείς τους και τις θεραπείες που απαιτούν. Έτσι, τα νοσοκομεία χρηματοδοτούνται αναλόγως με το μέγεθος της πληρότητας και της απασχόλησής τους.
Το ίδιο «πείραμα» προβλέπει τη στροφή των κυβερνήσεων και προς τον ιδιωτικό τομέα για την κάλυψη μέρους των νοσοκομειακών αναγκών, ανατρεπομένου του δόγματος ότι η κρατική χρηματοδότηση ταυτίζεται αναγκαστικά με την κρατική κοινωνική πρόνοια.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 10/11