Τις προάλλες είχε πέσει πλαγίως το µάτι µου σε άρθρο του κα- θηγητή κ. Μεταξά στο «Βήµα». ∆ιάβασα επιπολαίως τον τίτλο και νόµισα ότι έλεγε «Μεροληψία υπέρ της µαινόµενης ∆ηµοκρατίας», ενώ ο σωστός τίτλος ήταν «Μεροληψία υπέρ της αµυνόµενης ∆ηµοκρατίας»! Υπό µία έννοια, σκέφτηκα ότι και οι δύο τίτλοι απηχούν µία πραγµατικότητα. Λ.χ. σωστά επισηµαίνει, µεταξύ άλλων, ο καθηγητής ότι «δεν πρέπει να αφήσει η ∆ηµοκρατία τις ελευθερίες που η ίδια διασφαλίζει και γι’ αυτούς που την επιβουλεύονται, να αξιοποιηθούν για την κατάλυσή της…».

Σωστός, όµως, είναι και ο λανθασµένος τίτλος που νόµισα ότι διάβασα περί µαινόµενης ∆ηµοκρατίας και της µεροληψίας που δείχνεται σήµερα υπέρ της.

∆ηλαδή να ανεχόµαστε µία αφηνιασµένη ∆ηµοκρατία, έτσι όπως εκλεγµένοι -κατά τα άλλα κατά δηµοκρατικό τρόπο- τη στιγµατίζουν µε τη συµπεριφορά τους, εντός και εκτός Κοινοβουλίου, µε αυτά τα χαρακτηριστικά. Του αφιονισµού και του ακραίου φανατισµού.

Άλλωστε, όπως επισηµαίνει πολύ σωστά ένας άλλος καθηγητής, ο κ. Στ. ∆ηµητρίου, «∆ηµοκρατία δεν σηµαίνει µόνο εκλογικοί κύκλοι και αντιπροσώπευση. Είναι και µέριµνα για τις προϋποθέσεις της καλλιέργειας και της ανάπτυξης της προσωπικότητας των πολιτών…». Ε, δεν λες και ότι συµβάλλει η µαινόµενη ∆ηµοκρατία έτσι, όπως αρέσει σε ορισµένους πολιτικούς, στην καλλιέργεια των πολιτών! Ασφαλώς και υπάρχουν και σκεπτόµενοι Έλληνες -που δεν περιµένουν να καλλιεργηθεί η προ- σωπικότητά τους από το πολιτικό σύστηµα- που διαβλέπουν τους κινδύνους από µία εν διαρκή αφιονισµό ∆ηµοκρατία, έτσι τουλάχιστον όπως τη διαµορφώνουν συγκεκριµένες συµπεριφορές συγκεκριµένων πολιτικών ανδρών και γυναικών. Και ασφαλώς, αναζητώντας και τα αίτια αυτής της -εν µέρει έστω- εθνικής κατάντιας, έχουν κάθε λόγο να τα αποδώσουν, κατ’ αρχάς ως συνέπεια, στην ανελευθερία που ίσχυσε για κάποια χρόνια στη χώρα µας, πριν από τη Μεταπολίτευση. ∆ιότι στο όνοµα της ∆ηµοκρατίας και των θεσµών της που αποκαταστάθηκαν φτάσαµε στο άλλο άκρο.

Στην ασυδοσία που παρέχουν οι ελευθερίες, στον αυταρχισµό των µειοψηφιών και στην καταδυνάστευση της σιωπηρής πλειοψηφίας, στην τοξικότητα ως µέσο πολιτικής κυριαρχίας.

Αυτή είναι η µία όψη των αιτίων. Η άλλη είναι η εξής: ότι στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ένας ολόκληρος πολιτικός κόσµος, κουβαλώντας µέσα του τα συµπλέγµατα παρελθόντων ετών, κατά τα οποία οι -υπό ευρεία έννοια- δηµοκρατικοί θεσµοί είχαν πληγεί, θεώρησε σκόπιµο να έχει µία µονοσήµαντη όσο και βολική αποστολή. Να εισαγάγει σε όλες του τις αποφάσεις λαϊκίστικα στοιχεία ως απόδειξη των δηµοκρατικών του προθέσεων, καθώς και να επιτρέπει να κυριαρχεί κάθε λαϊκή αυθαιρεσία που ερµηνευόταν a priori ως επιβεβαίωση µίας αυταπόδεικτης δηµοκρατικότητας που εξασφάλιζε στη λειτουργία της κοινωνίας.

Ειδικότερα, δε, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας αυτής, πολτοποιήθηκαν, διά του λαϊκισµού -και µάλιστα στο όνοµα της δηµοκρατίας- αξίες, πρόσωπα, Αρχές και -το κυριότερο- συνειδήσεις (προκειµένου οι επάνω να πάνε κάτω και οι κάτω επάνω). Όσον αφορά δε τους θεσµούς, τέτοιες πολιτικές πρακτικές δεν εξασφάλισαν µία υγιή κοινωνική λειτουργία, ώστε να µη ζήσουµε και το φαινόµενο της διάβρωσης που επέτρεψε τη διαφθορά της κρατικής µηχανής. Μιας διαφθοράς που αποκαλύπτεται κάθε λίγο και λιγάκι ακόµη και σήµερα.

Βεβαίως σε αυτά που είναι λογικό να µην αρέσουν και που θεωρητικά τουλάχιστον διαβρώνουν τη ∆ηµοκρατία, έχει και ο λαός τη δική του ευθύνη. Όταν λ.χ. βλέπεις σε δηµοσκοπήσεις να επιβραβεύεται η τοξικότητα και το είδος της µαινόµενης ∆ηµοκρατίας, δεν µπορείς παρά να καταλογίσεις ευθύνες και σε µερίδα της κοινωνίας που ανέχεται και, διά της επιβράβευσής της, συντηρεί αυτό το είδος της ∆ηµοκρατίας.

Ζούµε σήµερα κάτι ανάλογο µε αυτό που γινόταν στο παρελθόν, όταν η κοινωνία ή µεγάλο µέρος αυτής ανεχόταν τις λαϊκίστικες πολιτικές, καθώς θεωρούσε ότι εφαρµόζονταν υπέρ της. Οπότε είχε κάθε λόγο να τις ευνοεί. Όµως στο τέλος, ο λαός πέφτει συνήθως από τα σύννεφα, διερωτώµενος τι τελικά έφταιξε όταν έρχονται οι κρίσεις και είναι αναγκασµένος να υποστεί τις συνέπειες που είναι αποτέλεσµα και δικών του επιλογών.

Το ερώτηµα είναι ως πότε η ελληνική ∆ηµοκρατία θα εµφανίζεται µαινόµενη. Απάντηση σε αυτό µπορεί να δώσει η ίδια η κοινωνία, καθώς -όπως προαναφέρθηκε- η στάση της είναι που αποτελεί κίνητρο για να χρησιµοποιεί µέρος του πολιτικού συστήµατος την τοξικότητα, τον ακραίο λόγο, τη συνωµοσιολογική επιχειρηµατολογία, ώστε ο υπέρτατος των θεσµών να εµφανίζεται µε τη µορφή όχι απλώς της µαινόµενης αλλά της ασύδοτης ∆ηµοκρατίας…