Το ότι «οι αναποφάσιστοι κρίνουν τις εκλογές» αποτελεί την επωδό των πολιτικών συµπερασµάτων ύστερα από κάθε δηµοσκόπηση και πριν από κάθε εκλογική αναµέτρηση. Το ζητούµενο, πολλές φορές, δεν είναι αν αυτό ως διαπίστωση αληθεύει. Αλλά, πόσο αναποφάσιστοι και επί πόσο χρονικό διάστηµα παραµένουν στην κατάσταση αυτή οι ισχυριζόµενοι ότι δεν έχουν καταλήξει στις επιλογές τους.

Οι διενεργούµενες δηµοσκοπήσεις εµφανίζουν συνήθως ένα µεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων. Το περίεργο είναι ότι, σύµφωνα µε την εµπειρία του παρελθόντος τουλάχιστον, ακόµη και όταν οι δηµοσκοπήσεις διενεργούνται εγγύς του χρόνου της αναµέτρησης και πάλι το σχετικό ποσοστό παραµένει υψηλό. Εφ’ όσον λοιπόν οι ερωτώµενοι και απαντώντες «δεν έχω αποφασίσει ακόµη» αποτελούν µία σηµαντική πανελλαδική τάση, τότε πράγµατι κάθε εκλογική αναµέτρηση έχει στοιχεία «ρουλέτας». Πρώτον, διότι οι αναποφάσιστοι αναδεικνύουν τις κυβερνήσεις και, δεύτερον, διότι αυτός που δεν έχει καταλήξει τι θα ψηφίσει -πολλές φορές µέχρι και την τελευταία στιγµή- είναι εύκολο να παρασυρθεί από «παράγοντες της τελευταίας στιγµής» και από συναισθηµατικές παρορµήσεις, επίσης της τελευταίας στιγµής.

Ισως όµως τα πράγµατα να µην είναι απολύτως έτσι. Και η «τάξη των αναποφάσιστων», όπως καταγράφεται συνήθως στις έρευνες των εκλογικών τάσεων, να µην είναι παρά µία οµάδα ανθρώπων µε σύµµικτη εκλογική αντίληψη. Με άλλα λόγια, να έχουν εγκαταλείψει το κόµµα που είχαν ψηφίσει κάποτε, καλύπτοντας συγχρόνως πίσω από την ταµπέλα του αναποφάσιστου την πρόθεσή τους να µην αποκαλύψουν την κοµατική τους µεταστροφή. Πολύ περισσότερο µάλιστα αφού η αποκάλυψη των νέων κοµµατικών προτιµήσεών τους µπορεί να εκληφθεί και ως οµολογία της προτέρας πλάνης τους.

Ασφαλώς ο δρόµος µέχρι τις εκλογές είναι µακρύς, διότι, παρά τα γραφόµενα και τις συστάσεις προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας έκανε σαφή αναφορά για εκλογές το 2027 - αν και οι εκλογές και η υποτίµηση του νοµίσµατος ποτέ δεν προαναγγέλλονται.

Εκείνο όµως που θα πρέπει πάντοτε να έχει υπόψη της η Νέα ∆ηµοκρατία, είναι ότι το κυµαινόµενο αυτό τµήµα του εκλογικού σώµατος, που κρίνει κάθε φορά τις εκλογές, είναι και το πιο απαιτητικό. Ασφαλώς δε και το πιο αυστηρό στη αξιολόγηση των κοµµατικών επιλογών που του προσφέρονται. Και αυτό έχει τη σηµασία του, διότι συνήθως το µεγαλύτερο ποσοστό των αναποφάσιστων προέρχεται από την εκάστοτε κυβερνητική παράταξη. Ως πλεονέκτηµα του κυβερνώντος κόµµατος θα µπορούσε κανείς να πει ότι είναι το γεγονός ότι η αντιπολίτευση στο σύνολό της -και ξεχωριστά κάθε κόµµα που την αποτελείδεν έχει τύχει της εµπιστοσύνης της κοινωνίας. Και υπ’ αυτήν την έννοια, ασφαλώς και οι αναποφάσιστοι δεν θα κατευθυνθούν, όταν αποφασίσουν, στα κόµµατα αυτά. Οπότε το χειρότερο για τη Ν.∆. είναι να απόσχουν, παραµένοντας αναποφάσιστοι.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή