∆ηµοσιεύτηκε (εφηµ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ») η πληροφορία εξ Αµερικής ότι υπάρχει αµερικανικό σχέδιο για την προώθηση του διαλόγου µε την Τουρκία. Μία ρεαλιστική πολιτική που αφορά την επίλυση τυχόν διαφορών µεταξύ δύο κρατών, ασφαλώς και περιλαµβάνει τον διάλογο. Συνεχείς συνοµιλίες προκειµένου τα δύο µέρη να καταλήξουν σε κάποια αµοιβαίως αποδεκτή λύση. Μάλιστα, τα χρόνια που οι δυσκολίες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν πιο µεγάλες διότι ήταν νωπή η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και οι παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου και η αµφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωµάτων πιο έντονες, ο Κωνσταντίνος Καραµανλής δεν είχε απορρίψει τον διάλογο. Θεωρούσε δε, ότι αυτός πρέπει να ξεκινάει από το κατώτερο διπλωµατικό και κυβερνητικό επίπεδο ώστε εξελισσόµενος να υπάρχει «Εφετείο» στην περίπτωση που σηµειωνόταν εµπλοκή. Και φυσικά το «Εφετείο» δεν ήταν άλλο από τους εκάστοτε υπουργούς των Εξωτερικών των δύο χωρών ή, εάν παρίστατο ανάγκη, από τον ίδιο και τον πρόεδρο της Τουρκίας.

Αν λάβουµε τα παραπάνω υπόψιν, ασφαλώς και ο διάλογος τον οποίο επιχειρούν να προωθήσουν οι Ηνωµένες Πολιτείες έχει τη χρησιµότητά του. Άλλο όµως το να πείσει η Ουάσινγκτον τις δύο πλευρές να κάτσουν στο τραπέζι και να συζητήσουν και άλλο πράγµα οι σταθερές θέσεις της κάθε πλευράς, στις οποίες πάντως η Τουρκία δείχνει µία εµµονή καθώς αντιπροσωπεύουν την επεκτατική της πολιτική, στο πλαίσιο ενός νεοοθωµανισµού. Άλλωστε, αυτή η τουρκική πολιτική που έχει συγκεκριµένες σταθερές η Άγκυρα θέλησε να την υπενθυµίσει και µε τον τελευταίο χάρτη που υπέβαλε στην UNESCΟ µε τον θαλάσσιο χωροταξικό της σχεδιασµό που χωρίζει το Αιγαίο στη µέση. Ας δούµε ορισµένα δεδοµένα: Κατ΄ αρχάς, έχοντας η Ελλάδα στο παρελθόν αποδεχθεί και υπογράψει τη Συµφωνία στο Ελσίνκι, έχει συγχρόνως αποδεχθεί έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο όπως τον έχει προσδιορίσει η Τουρκία. Με τη Συµφωνία εκείνη αποδεχθήκαµε αυτό που επεδίωκε η Tουρκία από το 1974. ∆ηλαδή οι δικές της διεκδικήσεις να αποτελέσουν και επισήµως διµερείς διαφορές.

Πώς συνέβη αυτό; Η Συµφωνία που υπογράφηκε τότε παροτρύνει τις υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ χώρες (στην προκειµένη η Tουρκία) να επιλύσουν τις εκκρεµούσες συνοριακές διαφορές τους και τα συναφή θέµατα µε διάλογο και, αν αποτύχουν, να προσφύγουν στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο. Εποµένως, εκτός από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, στις διµερείς διαφορές υπάγονται (α) η διεκδίκηση 153 βραχονησίδων (β) τα όρια των χωρικών µας υδάτων (γ) τα όρια του εναερίου χώρου και (δ) η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.

Επιπλέον, µε την υπογραφή της Συµφωνίας της Μαδρίτης που είχε προηγηθεί αναγνωρίστηκαν ζωτικά συµφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, όταν τα συµφέροντα αυτά άπτονται θεµάτων εθνικής ασφαλείας και κυριαρχίας (!). Όµως η αναγνώριση από την τότε ελληνική κυβέρνηση του δικαιώµατος αυτού της Τουρκίας έχει και άλλες «παράπλευρες απώλειες». Λ.χ. στην περίπτωση που οι ελληνοτουρκικές διαφορές θα παραπέµπονταν στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης, όπως προβλέπει η Συµφωνία του Ελσίνκι, αν δεν καρποφορήσει ο διάλογος, οι δικαστές θα ήταν δυνατόν κατά την έκδοση της απόφασής τους να συνεκτιµούσαν τα συµφέροντα αυτά της Τουρκίας!

Επιπλέον, µε την ίδια Συµφωνία διευρύνθηκαν οι προς επίλυση διαφορές, καθώς εκτός από το ζήτηµα της υφαλοκρηπίδας αναγνωρίστηκαν και άλλα συναφή θέµατα, που δεν είναι άλλα από τις συνοριακές διαφορές στο Αιγαίο!

Ακόµη και η διαδικασία του ∆ιεθνούς ∆ικαστηρίου της Χάγης έγινε αποδεκτή από την Ελλάδα µε τους τουρκικούς όρους. ∆ηλαδή να επιληφθεί το ∆ικαστήριο των διαφορών χωρίς καµία εξαίρεση. Αυτό σηµαίνει ότι δεν εξαιρούνται από την εξέταση και απόφαση του ∆ικαστηρίου τα ζητήµατα ασφαλείας, την εξαίρεση των οποίων είχε θέσει η Ελλάδα, όταν είχε αποδεχθεί το 1993 τη δικαιοδοσία του ∆ιεθνούς ∆ικαστηρίου της Χάγης. Μάλιστα, αυτά τα ζητήµατα ασφαλείας αφορούν ακόµη και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.

Πέραν των νοµικών δεσµεύσεων, στις οποίες έχει εγκλωβιστεί η χώρα µας από τις προαναφερθείσες δύο Συµφωνίες, θα πρέπει να λάβουµε υπόψιν και τα εξής που έχουν σχέση µε τη διαχρονική τακτική της Άγκυρας:

Όποιος και να είναι στην εξουσία στην Τουρκία, δεν µπορεί να µεταβάλει ριζικά τη µέχρι σήµερα πολιτική της χώρας αυτής έναντι της Ελλάδος. Επιπλέον, αυτά που θεωρεί ζωτικά της συµφέροντα η Τουρκία καµία κυβέρνησή της δεν πρόκειται να τα απεµπολήσει, πολύ περισσότερο αφού φροντίσαµε να τα αναγνωρίσουµε κι εµείς.

∆υστυχώς αυτό που αποδείχθηκε εδώ και µισό αιώνα είναι ότι εξακολουθεί να είναι πιο αποτελεσµατική, για τις σχέσεις των δύο χωρών, η «ισορροπία του τρόµου».