Εδώ και αρκετούς µήνες, όλες οι έρευνες των τάσεων της κοινής γνώµης δείχνουν µια κατακερµατισµένη αντιπολίτευση - για πολλούς χωρίς σοβαρά επιχειρήµατα, και αυτός είναι ένας λόγος που ακόµη η ελληνική κοινωνία δεν εµπιστεύεται κανένα από τα κόµµατα που την απαρτίζουν για να του αναθέσει τη διακυβέρνηση της χώρας. Ένα άλλο στοιχείο που επιβεβαιώνει τα παραπάνω είναι ότι, ακόµη και τα κόµµατα που προσωρινώς τουλάχιστον διαγκωνίζονται για τη θέση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης βρίσκονται στο 10%, όσον αφορά την προτίµηση της κοινής γνώµης προς αυτά, ή οριακά ξεπερνούν το ποσοστό αυτό.

Αυτές οι συνθήκες φαντάζουν ιδανικές για µια νέα αυτοδυναµία του πρώτου κόµµατος, χωρίς όµως να είναι έτσι τα πράγµατα. ∆ιότι και το κυβερνών κόµµα εµφανίζει απώλειες σε ποσοστά, ευρισκόµενο στην εκτίµηση ψήφου ύστερα από αναγωγές πέριξ ή κάτω των ποσοστών που πήρε στις ευρωεκλογές και τα οποία ήταν πολύ χαµηλότερα από το ποσοστό που είχε πετύχει η Νέα ∆ηµοκρατία στις βουλευτικές εκλογές του 2023.

Βεβαίως θα κυλήσει πολύς χρόνος, εκτός απροόπτου, µέχρι την επόµενη προσφυγή στις κάλπες, έτσι τουλάχιστον όπως έχει πει και σε συνεντεύξεις του και στη Βουλή ο πρωθυπουργός, που πρόθεσή του, καθώς φαίνεται, είναι να εξαντλήσει και η κυβέρνηση και η παρούσα Βουλή τη θητεία της.

Το ερώτηµα που τίθεται είναι αν µπορεί να συντρέξουν συνθήκες τέτοιες µέχρι τις εκλογές ώστε το πρώτο κόµµα, που σταθερά αναδεικνύεται στις έρευνες η Νέα ∆ηµοκρατία, να µπορέσει να επιτύχει αυτοδυναµία.

Ασφαλώς υπάρχουν αρκετοί παράγοντες και προϋποθέσεις για να ανατραπούν οι σηµερινές προβλέψεις, που θεωρούν ότι µια αυτοδυναµία ίσως αποδειχθεί δύσκολη. Ας δούµε ποιοι παράγοντες µπορεί να είναι αυτοί.

Ένας παράγοντας ασφαλώς είναι να παραµείνει το σύνολο των κοµµάτων της αντιπολίτευσης στην κατάσταση της αναξιοπιστίας ως προς την κυβερνησιµότητα, όπως τουλάχιστον καταγράφεται µέχρι στιγµής σε σειρά ερευνών. ∆εν είναι τυχαίο ότι έχει, προς ώρας τουλάχιστον, επικρατήσει στην κοινωνία η αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική κυβερνητική λύση. Αυτές οι συνθήκες ευνοούν το πρώτο κόµµα, δηλαδή τη Ν∆, διότι παραπέµπουν σε καταστάσεις πολιτικής αστάθειας. Εκτός και αν η κοινωνία θελήσει να εκφράσει τη διαµαρτυρία της διασπαθίζοντας σκοπίµως την ψήφο της εδώ κι εκεί, προκειµένου να φανερώσει τις διαθέσεις της είτε προς την κυβέρνηση είτε προς το σύνολο του πολιτικού συστήµατος. Εξυπακούεται ότι οι συνθήκες αυτές σε βάρος του συνόλου της αντιπολίτευσης θα πρέπει να συνοδεύονται από µια διαφορετική προσέγγιση από την κυβέρνηση της καθηµερινότητας των πολιτών, που είναι και η βασική προτεραιότητά τους.

Ένας άλλος βασικός παράγοντας για τις πιθανότητες αυτοδυναµίας είναι να εξακολουθήσει να παραµένει στη συνείδηση της κοινής γνώµης ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως ο καταλληλότερος για την πρωθυπουργία. Ήδη οι διαφορές που καταγράφονται έναντι των άλλων πολιτικών αρχηγών είναι διψήφιες, πράγµα που θεµελιώνει τη θέση αυτή του πρωθυπουργού. Ενώ δεν φαίνεται να δηµιουργούνται συνθήκες τέτοιες, έτσι ώστε ένας έκαστος των αρχηγών των κοµµάτων της αντιπολίτευσης να προκρίνεται από την ελληνική κοινωνία ως κατάλληλος για την πρωθυπουργία. Κάτι για το οποίο δεν µοιάζει κανένας από αυτούς τους αρχηγούς να προβληµατίζεται καθώς, έχοντας προφανώς συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται να κυβερνήσει, αρκείται σε µια θορυβώδη παρουσία, που του επιτρέπει απλώς να βρίσκεται στην πολιτική επικαιρότητα, χωρίς όµως προοπτικές.

Προφανώς, όσον αφορά στην παραπάνω προϋπόθεση, σηµαντικό στοιχείο θα είναι να σταµατήσει η πλειοψηφική προτίµηση της κοινής γνώµης στον «Κανένα» να αποτελεί επιλογή της στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία. ∆ηλαδή να επανέλθει η υπεροχή σε ποσοστά του πρωθυπουργού στην καταλληλότητα, ξεπερνώντας τον «Κανένα», όπως έχει συµβεί και στο παρελθόν. Αυτή η παράµετρος, όποια σηµασία κι αν έχει, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. ∆ιότι µπορεί να σηµαίνει και κάτι επικίνδυνο. ∆ηλαδή η κοινωνία να µην προτιµάει κανένα να την κυβερνήσει. Μπορεί να σηµαίνει ότι δεν βρίσκει τον κατάλληλο απλώς και να αναζητεί την εµφάνιση κάποιου άλλου κάποια στιγµή, πράγµα το οποίο βεβαίως εξυπηρετεί τη διασάλευση της πολιτικής σταθερότητας στη χώρα. Μπορεί, από την άλλη πλευρά, να εκφράζει την πρόθεση µιας µερίδας της κοινωνίας να αρνείται κάθε πολιτικό πρόσωπο να την κυβερνήσει, επειδή ακριβώς µπορεί να τη συµφέρει η πρόκληση ενός χάους, πίσω από το οποίο καλύπτεται και κάθε είδους άνοµη ελευθεριότητα.

Έναν άλλο, τέλος, παράγοντα µπορεί να αποτελέσει η µνήµη της κοινωνίας, διότι είναι ακόµη νωπή η περιπέτεια της χώρας λόγω της κρίσης και της ερασιτεχνικής διαχείρισης κατά τη διάρκειά της των προβληµάτων που ανέκυπταν, από συγκεκριµένη κυβέρνηση - το κόµµα της οποίας σήµερα είναι στο περιθώριο.

Το ερώτηµα, η διατύπωση του οποίου συνιστά έναν άλλο βασικό παράγοντα, είναι αν η κοινωνία θα διατηρήσει στη µνήµη της το παρελθόν, ώστε να προτιµήσει την πολιτική σταθερότητα έναντι των αλλεπάλληλων προσπαθειών συγκρότησης κυβέρνησης. Ή αν θα την πείσει µια απόπειρα -που επιχειρείται άλλωστε τώρα- συγκυριακών συµµαχιών όσων η κοινωνία έχει βάλει, όπως προαναφέρθηκε, στο περιθώριο, ώστε να εµφανιστούν ως εναλλακτική λύση. Και αν θα ξεχάσει η κοινωνία ότι όλο αυτό το διάστηµα µέχρι τις εκλογές καταδίκαζε τα κόµµατα που θα συγκροτούσαν αυτήν τη συµµαχία ως µη αξιόπιστα για να αποτελέσουν εναλλακτική κυβερνητική λύση.