Γιατί όχι και την Αντζελίνα Τζολί;
Άρθρο γνώμης
Για τη διαµόρφωση των χαρακτηριστικών της αποϊδεολογικοποίησης και της απολιτικοποίησης έχουν την ευθύνη κάποιοι που εντοπίζονται στο πολιτικό προσωπικό ή ακόµη και στις κυβερνήσεις;
Μια τάση -επικίνδυνη για τη λειτουργία του κράτους και την κυβερνησιµότητα- η οποία έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια, ως προς τις επιλογές που κάνουν οι πολίτες, έχει διαµορφωθεί από τα εξής χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής, όπου καθένας επιλέγει µε άλλα κριτήρια για να ψηφίσει, διαφορετικά από εκείνα που κυριαρχούσαν, πολλές φορές και κατά εµµονικό τρόπο, στο παρελθόν. Εξαιρούµε το ΚΚΕ και όσους το ψηφίζουν, καθώς οι ψηφοφόροι του κινητοποιούνται συνήθως από οικογενειακές παραδόσεις, καθώς από γενιά σε γενιά πέρασε η αγάπη και η προσήλωση στον κοµµουνισµό. Ούτως ή άλλως αυτοί ζουν στην… κοσµάρα τους.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό, συµπληρωµατικό του προηγούµενου, είναι η προϊούσα απολιτικοποίηση, που από τη µια πλευρά αµβλύνει το ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγµατα, ενώ από την άλλη είναι φυσικό από τη στάση αυτή να επηρεάζεται και η ενηµέρωση που πρέπει να έχει ο πολίτης για τις πολιτικές επιλογές του. Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η παρουσία στην πολιτική σκηνή οποιουδήποτε µε φιλοδοξίες µεσσία, κάτι που διευκολύνει ακόµη και παράλογες επιλογές, καθώς ισχύουν τα προηγηθέντα δύο χαρακτηριστικά: η αποϊδεολογικοποίηση και η απολιτικοποίηση. Στο θέµα της αποϊδεολογικοποίησης προφανώς έχει συµβάλει η απαίτηση του ανθρώπου να δει τα πράγµατα πιο πρακτικά και να επιλέγει αυτούς που θεωρεί ότι µπορούν να του λύσουν τα προβλήµατά του. Ανεξαρτήτως, µάλιστα, του µε ποια ιδεολογική ταµπέλα αυτοί µπορεί να αυτοπροσδιορίζονται, ακόµη και αν δεν πιστεύουν στην ιδεολογία που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Ένα παράδειγµα ακύρωσης των ιδεολογικών προκαταλήψεων είχαν δώσει ο Κωνσταντίνος Καραµανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Όταν ο πρώτος, αν και δεξιός, είχε κατηγορηθεί για κρατισµό και σοσιαλµανία, ενώ ο δεύτερος, αν και σοσιαλιστής, φερόµενος πρακτικά, είχε σε ορισµένες περιπτώσεις ασκήσει δεξιά πολιτική - ό,τι και να εκπροσωπεί αυτή στην πράξη. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, παραδείγµατα της προσέλκυσης αυτών που αντιµετώπιζαν την πολιτική, και κατ’ επέκταση τις επιλογές τους, επιπόλαια και µε τάση πλάκας -τελείως απολιτικοποιηµένα δηλαδή- αποτελούσαν δύο πρόσωπα, το ένα µάλιστα είχε κατορθώσει να µπει και στη Βουλή. Το ένα πρόσωπο ήταν ο Μπάµπης -µου διαφεύγει το επίθετό του- που στις πρώτες εκλογές µετά την πτώση της δικτατορίας είχε συγκροτήσει κόµµα, αλλά έλεγε απίθανες τρέλες.
Η προεκλογική του εκστρατεία συνίστατο σε λόγους που έβγαζε από ένα µπαλκόνι στην Πανεπιστηµίου, κοντά στη συµβολή µε την Ιπποκράτους, και βεβαίως προσείλκυε κοινό το οποίο του φώναζε είτε «έρχεται, έρχεται γιαούρτι» ή «πέσε να σε φάµε». Το άλλο πρόσωπο -αυτό που είχε µπει και στη Βουλή µε την Ένωση Κεντρώωνήταν ο Βασίλης Λεβέντης, που µεταξύ των πολιτικών του… επιχειρηµάτων στις τηλεοπτικές εκποµπές του ήταν να πάθουν καρκίνο (!) ο Παπανδρέου ο Ανδρέας και ο Μητσοτάκης ο Κώστας! Καθώς έτσι έχουν διαµορφωθεί σταδιακά τα πράγµατα, διευκολύνεται ο κάθε πολίτης αφενός να καταδικάζει όποιον απλώς δεν του αρέσει η φάτσα του, αφετέρου να µετατρέπει την εκλογική διαδικασία και σε ένα είδος πασαρέλας. Με την έννοια αυτή και εφόσον, θεωρητικά µιλώντας, η πλειοψηφία θα συµπεριφερόταν αναλόγως -ήδη συµπεριφέρεται έτσι σηµαντικό τµήµα της κοινωνίας-, θα µπορούσαµε να διερωτηθούµε τότε γιατί να µην επιλέγαµε την Αντζελίνα Τζολί, τον Κέβιν Κόστνερ ή τον Μπρους Γουίλις.
Το εύλογο ερώτηµα που µπορεί επίσης να προκύψει είναι αν για τη διαµόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών, της αποϊδεολογικοποίησης και της απολιτικοποίησης, έχουν κάποιοι την ευθύνη. Κάποιοι που εντοπίζονται στο πολιτικό προσωπικό ή ακόµη και στις κυβερνήσεις που τα τελευταία χρόνια κυβέρνησαν τη χώρα… Η απάντηση θα µπορούσε να ήταν καταφατική, αν λάβουµε υπ’ όψιν το χαµηλό ποσοστό εµπιστοσύνης που έχουν οι πολίτες στο πολιτικό σύστηµα, όπως προκύπτει από τις έρευνες της κοινής γνώµης.
Και επίσης στα ΜΜΕ, που µε το περιεχόµενό τους διαµορφώνουν την κοινή γνώµη, µεταφέροντας αυτό που πρεσβεύει το πολιτικό σύστηµα, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, το οποίο, κατά την κοινωνία, είναι χαµηλής αξιοπιστίας! Έτσι όµως δεν πάµε πουθενά. Μπορεί µια κυβέρνηση να κάνει λάθη -διότι, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός, καλύτερα µια κυβέρνηση που διαπράττει και λάθη παρά µια λάθος κυβέρνηση- αλλά, αν αξιολογήσουµε όλα τα παραπάνω σε συνδυασµό µε τις τάσεις που υπάρχουν, βλέπουµε ότι µέρος της κοινωνίας κλίνει προς µια λάθος κυβέρνηση.
Για την οποία δεν θα καούν µόνο τα ξερά αλλά και τα χλωρά. Καθώς έτσι εµφανίζεται σήµερα η πραγµατικότητα, που αποτυπώνεται µάλιστα στις έρευνες της κοινής γνώµης, στις περισσότερες περιπτώσεις επιλογών ισχύει το ότι «δεν µας αρέσει κάποιος», µετατρεπόµενης έτσι της εκλογικής διαδικασίας σε ένα είδος πασαρέλας, χωρίς να αξιολογούνται τυχόν συνέπειες αφρόνων επιλογών. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι επιλέγοντες κατά τον τρόπο αυτό σκέπτονται «ύστερα από µένα ο κατακλυσµός», µόνο που το νερό του θα πνίξει και αυτούς…
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Το δεύτερο χαρακτηριστικό, συµπληρωµατικό του προηγούµενου, είναι η προϊούσα απολιτικοποίηση, που από τη µια πλευρά αµβλύνει το ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγµατα, ενώ από την άλλη είναι φυσικό από τη στάση αυτή να επηρεάζεται και η ενηµέρωση που πρέπει να έχει ο πολίτης για τις πολιτικές επιλογές του. Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η παρουσία στην πολιτική σκηνή οποιουδήποτε µε φιλοδοξίες µεσσία, κάτι που διευκολύνει ακόµη και παράλογες επιλογές, καθώς ισχύουν τα προηγηθέντα δύο χαρακτηριστικά: η αποϊδεολογικοποίηση και η απολιτικοποίηση. Στο θέµα της αποϊδεολογικοποίησης προφανώς έχει συµβάλει η απαίτηση του ανθρώπου να δει τα πράγµατα πιο πρακτικά και να επιλέγει αυτούς που θεωρεί ότι µπορούν να του λύσουν τα προβλήµατά του. Ανεξαρτήτως, µάλιστα, του µε ποια ιδεολογική ταµπέλα αυτοί µπορεί να αυτοπροσδιορίζονται, ακόµη και αν δεν πιστεύουν στην ιδεολογία που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Ένα παράδειγµα ακύρωσης των ιδεολογικών προκαταλήψεων είχαν δώσει ο Κωνσταντίνος Καραµανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Όταν ο πρώτος, αν και δεξιός, είχε κατηγορηθεί για κρατισµό και σοσιαλµανία, ενώ ο δεύτερος, αν και σοσιαλιστής, φερόµενος πρακτικά, είχε σε ορισµένες περιπτώσεις ασκήσει δεξιά πολιτική - ό,τι και να εκπροσωπεί αυτή στην πράξη. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, παραδείγµατα της προσέλκυσης αυτών που αντιµετώπιζαν την πολιτική, και κατ’ επέκταση τις επιλογές τους, επιπόλαια και µε τάση πλάκας -τελείως απολιτικοποιηµένα δηλαδή- αποτελούσαν δύο πρόσωπα, το ένα µάλιστα είχε κατορθώσει να µπει και στη Βουλή. Το ένα πρόσωπο ήταν ο Μπάµπης -µου διαφεύγει το επίθετό του- που στις πρώτες εκλογές µετά την πτώση της δικτατορίας είχε συγκροτήσει κόµµα, αλλά έλεγε απίθανες τρέλες.
Η προεκλογική του εκστρατεία συνίστατο σε λόγους που έβγαζε από ένα µπαλκόνι στην Πανεπιστηµίου, κοντά στη συµβολή µε την Ιπποκράτους, και βεβαίως προσείλκυε κοινό το οποίο του φώναζε είτε «έρχεται, έρχεται γιαούρτι» ή «πέσε να σε φάµε». Το άλλο πρόσωπο -αυτό που είχε µπει και στη Βουλή µε την Ένωση Κεντρώωνήταν ο Βασίλης Λεβέντης, που µεταξύ των πολιτικών του… επιχειρηµάτων στις τηλεοπτικές εκποµπές του ήταν να πάθουν καρκίνο (!) ο Παπανδρέου ο Ανδρέας και ο Μητσοτάκης ο Κώστας! Καθώς έτσι έχουν διαµορφωθεί σταδιακά τα πράγµατα, διευκολύνεται ο κάθε πολίτης αφενός να καταδικάζει όποιον απλώς δεν του αρέσει η φάτσα του, αφετέρου να µετατρέπει την εκλογική διαδικασία και σε ένα είδος πασαρέλας. Με την έννοια αυτή και εφόσον, θεωρητικά µιλώντας, η πλειοψηφία θα συµπεριφερόταν αναλόγως -ήδη συµπεριφέρεται έτσι σηµαντικό τµήµα της κοινωνίας-, θα µπορούσαµε να διερωτηθούµε τότε γιατί να µην επιλέγαµε την Αντζελίνα Τζολί, τον Κέβιν Κόστνερ ή τον Μπρους Γουίλις.
Το εύλογο ερώτηµα που µπορεί επίσης να προκύψει είναι αν για τη διαµόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών, της αποϊδεολογικοποίησης και της απολιτικοποίησης, έχουν κάποιοι την ευθύνη. Κάποιοι που εντοπίζονται στο πολιτικό προσωπικό ή ακόµη και στις κυβερνήσεις που τα τελευταία χρόνια κυβέρνησαν τη χώρα… Η απάντηση θα µπορούσε να ήταν καταφατική, αν λάβουµε υπ’ όψιν το χαµηλό ποσοστό εµπιστοσύνης που έχουν οι πολίτες στο πολιτικό σύστηµα, όπως προκύπτει από τις έρευνες της κοινής γνώµης.
Και επίσης στα ΜΜΕ, που µε το περιεχόµενό τους διαµορφώνουν την κοινή γνώµη, µεταφέροντας αυτό που πρεσβεύει το πολιτικό σύστηµα, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, το οποίο, κατά την κοινωνία, είναι χαµηλής αξιοπιστίας! Έτσι όµως δεν πάµε πουθενά. Μπορεί µια κυβέρνηση να κάνει λάθη -διότι, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός, καλύτερα µια κυβέρνηση που διαπράττει και λάθη παρά µια λάθος κυβέρνηση- αλλά, αν αξιολογήσουµε όλα τα παραπάνω σε συνδυασµό µε τις τάσεις που υπάρχουν, βλέπουµε ότι µέρος της κοινωνίας κλίνει προς µια λάθος κυβέρνηση.
Για την οποία δεν θα καούν µόνο τα ξερά αλλά και τα χλωρά. Καθώς έτσι εµφανίζεται σήµερα η πραγµατικότητα, που αποτυπώνεται µάλιστα στις έρευνες της κοινής γνώµης, στις περισσότερες περιπτώσεις επιλογών ισχύει το ότι «δεν µας αρέσει κάποιος», µετατρεπόµενης έτσι της εκλογικής διαδικασίας σε ένα είδος πασαρέλας, χωρίς να αξιολογούνται τυχόν συνέπειες αφρόνων επιλογών. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι επιλέγοντες κατά τον τρόπο αυτό σκέπτονται «ύστερα από µένα ο κατακλυσµός», µόνο που το νερό του θα πνίξει και αυτούς…
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
En