Το δίληµµα έχει βάση. ∆ιότι, από τη µία πλευρά, το Ταµείο µετέχει στη χρηµατοδότηση της οικονοµικής διάσωσης της χώρας και, από την άλλη, επειδή είναι δαιµονοποιηµένο (και µε δική του, βεβαίως, ευθύνη εκ των ανά τον Τρίτο Κόσµο πεπραγµένων του), η εκδίωξή του συνιστά ένα πολύ καλό επικοινωνιακό παιχνίδι για την κυβέρνηση στο εσωτερικό.

Βεβαίως, το ερώτηµα είναι αν τελικώς οι απαιτήσεις του Ταµείου είναι όπως παρουσιάζονται, δεδοµένου ότι όσον αφορά στα πρωτογενή πλεονάσµατα οι εισηγήσεις του είναι για χαµηλότερα ποσοστά επί του ΑΕΠ, ενώ των Ευρωπαίων για υψηλότερα. Και πώς να πιστέψει κανείς τι λέει η κυβέρνηση, όταν η δι’ επισήµων εγγράφων τεκµηριωµένη αποκάλυψη του βουλευτή της Ν.∆. Ι. Βρούτση αναφέρει ότι η κυβέρνηση έχει αποδεχθεί πλεόνασµα 3,5% επί του ΑΕΠ, όπως απαιτεί το Βερολίνο, για µία δεκαετία πέραν του 2018!΄

Ασφαλώς και δεν είναι η πρώτη φορά που στο -εµβρόντητο και αµήχανο από τους συνεχείς πολιτικούς ερασιτεχνισµούς και τα διαχρονικά ψεύδηελληνικό κοινό παρουσιάζεται η εκδοχή της αποχώρησης από το πρόγραµµα του ∆ΝΤ. Κάτι ανάλογο είχε συµβεί και πριν από δυόµισι χρόνια, επί κυβερν ή σ ε ω ς Σαµαρά.
Και τότε υπήρχε µια εµφανής διάσταση απόψεων µεταξύ του ∆ΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς το Τ α µ ε ί ο εκτιµούσε ότι, παρά τα µέτρα που έχουν ληφθεί, µε αντίκτυπο στον ελληνικό λαό, ο στόχος να µειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ελληνικού ΑΕΠ ήταν ανέφικτος. Τώρα, η διαφορά είναι ως προς το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσµατος και, προφανώς, ως προς τη φορολογική πολιτική, καθώς το Ταµείο θέλει διεύρυνση της φορολογικής βάσης και χαµηλότερους συντελεστές, τη στιγµή που το Βερολίνο «εµπνέει» τους θεσµούς για συνεχείς φορολογικές επιδροµές.

Το κρίσιµο ερώτηµα είναι αν θα φύγει το κακό ∆ΝΤ (που, όπως είχαν αποκαλύψει τα «Π», θεωρείται συνεχώς αναξιόπιστο τα τελευταία χρόνια, σύµφωνα µε ανεξάρτητες εκθέσεις αξιολόγησής του), τι πολιτικές θα επιβάλουν οι Ευρωπαίοι δανειστές, που θα καθοδηγούνται από την «µπαγκέτα» του οικονοµικού µαέστρου Σόιµπλε; Με άλλα λόγια υπάρχει κίνδυνος να µετουσιωθεί το κουαρτέτο των δανειστών σε µια οιονεί διµερή οικονοµική σχέση µεταξύ Ελλάδας και Γερµανίας, όπου ο Σόιµπλε κάθε λίγο και λιγάκι θα επαναφέρει τη λύση του Grexit, µε αντάλλαγµα ένα ποσό δισεκατοµµυρίων και υπό δυσµενέστερες για τη χώρα συνθήκες, σε σχέση µε τον χρόνο που είχε υποβάλει για πρώτη φορά τη σχετική πρότασή του;

Και πώς θα θελήσουν να εκµεταλλευθούν οι Γερµανοί τον προνοµιακό για αυτούς «συνεταιρισµό» µε την Ελλάδα, αφού θα καταστούν οι ενορχηστρωτές της δανειακής πολιτικής προς τη χώρα µας; Με τι εκβιασµούς υπέρ των συµφερόντων τους, τα οποία µε συνέπεια προωθούν στη χώρα µας, ακόµη και πριν από τον Πόλεµο;