Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φιλοσοφία ούτε περισπούδαστες οικονομολογικές αναλύσεις για να αντιληφθεί κανείς για ποιον λόγο αυτός ο τόπος δεν μπορεί να γνωρίσει την ταχύτητα της ανάπτυξης άλλων χωρών. Πέραν των αντικινήτρων που υπάρχουν, εδώ και πάνω από 30 χρόνια οι πολίτες της χώρας αυτής αποτελούν τα θύματα μιας πολύ σκληρής φορολογικής μεταχείρισης, μέσω της οποίας επιχειρείται να διορθωθούν τα ημαρτημένα παρελθόντων ετών, αλλά και να αντιμετωπισθούν νέες τρύπες που ανοίγουν. Και η ανάπτυξη δεν είναι μόνο επενδύσεις, αλλά και η ζήτηση που τις ευνοεί, η οποία όμως έχει απίθανα περιοριστεί, εξαιτίας πλέον της ανέχειας των Ελλήνων.

Το αποτέλεσμα είναι να μην επιτυγχάνεται τίποτε στο τέλος και ο φαύλος κύκλος να συνεχίζεται εις βάρος των φορολογουμένων.

Όμως η φορολογική αυτή επιβάρυνση στην παρούσα φάση της αριστερής κυβέρνησης έχει λάβει την πιο ακραία μορφή της. Ήδη δε ο πρόεδρος του EuroWorking Group μάς έχει προϊδεάσει για νέα μέτρα το 2019 και το 2020. Όπου τα νέα μέτρα δεν είναι άλλα, φυσικά, από νέες αυξήσεις στους φόρους και στις εισφορές που έχουν συντελέσει στην έξαρση της φοροαποφυγής.

Η χώρα έχει μια κυβέρνηση η οποία αδυνατεί να ομολογήσει την ανάγκη περικοπών στις δημόσιες δαπάνες. Ο ΟΟΣΑ συνιστά εμμονή στην περικοπή των δαπανών, η δε Ευρωπαϊκή Ένωση «καρφώνει την ελληνική κυβέρνηση ότι η υπερφορολόγηση και η κατάργηση προνοιακών επιδομάτων ήταν μέτρα δικής της έμπνευσης. Το επανέλαβε και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσφάτως. Με άλλα λόγια, στο Μαξίμου έχουν ενδυθεί τον μανδύα του φοροεισπράκτορα. Αυτό σημαίνει ότι το δόγμα τους ευθύς εξαρχής, επειδή είναι κρατιστές, ήταν ότι, αφού δεν μπορούμε να επιτύχουμε ανάπτυξη ώστε να προέλθουν έσοδα από εκεί, θα συνεχίσουμε τη φορολογική επιδρομή, επινοώντας καινούργιους φόρους, ανεξαρτήτως αν η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων έχει εξαντληθεί.

Ας αντιληφθούν οι αρμόδιοι τι σημαίνει αυτό και ποιες τελικώς επιπτώσεις μπορεί να έχει. Σίγουρα την περαιτέρω φτωχοποίηση του κόσμου, αλλά εξίσου σίγουρο είναι ότι οι επιπτώσεις είναι ήδη σοβαρότατες εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Το δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις που αποδοκιμάζουν το κυβερνητικό «έργο», στο οποίο βεβαίως περιλαμβάνεται και ο φορολογικός μονόδρομος.

Από την άλλη πλευρά, όσο το χρέος δεν μειώνεται και τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν πιάνουν τους στόχους, ελλείψει ανάπτυξης και εξάντλησης των πολιτών να συνεισφέρουν κι άλλο, οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου θα παραμένουν υψηλές. Και εξίσου υψηλή η δέσμευση της χώρας. Και της κυριαρχίας της.

Η πολιτική των συνεχών φόρων αποδεικνύεται αδιέξοδη, ακριβώς επειδή ουδέποτε μέχρι σήμερα συνοδεύτηκε από ριζοσπαστικά μέτρα και πρωτοβουλίες που θα βούλωναν τον πίθο των Δαναΐδων του ελληνικού δημοσίου. Είναι όμως και κατάφωρα άδικη. Γιατί οι φορολογικές επελάσεις αφορούν πρωτίστως τους εύκολους στόχους, ενώ η μεγάλη μερίδα των φοροφυγάδων επί πολλά χρόνια παρέμεινε ασύλληπτη, χώρια που σε τακτά χρονικά διαστήματα έχουμε γίνει μάρτυρες φορολογικών ρυθμίσεων με τις οποίες διευθετούνταν τα μεγάλα χρέη και έτσι οι μεγαλοοφειλέτες έπιναν στην υγεία των κορόιδων νομοταγών πολιτών. Τώρα, δε, έχει αυξηθεί η φοροαποφυγή για λόγους επιβίωσης των οφειλετών μετά την καταιγίδα φόρων και εισφορών. Αποκρύπτουν για να πληρώσουν λιγότερα και να τους μείνουν χρήματα για να ζήσουν.

Εφόσον η κυβέρνηση δεν έχει εμφανίσει αποδείξεις, μέχρι σήμερα, της θέλησής της να περιορίσει την πληθώρα των οργανισμών και επιχειρήσεων του δημοσίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης, παρά τις υποτιθέμενες δεσμεύσεις της, και δεν μεταβιβάζει σε ιδιωτικά χέρια επιχειρήσεις που πτώχευσαν ή μεγεθύνθηκαν τα χρέη τους κάτω από την κρατική διαχείριση, η επιβολή νέων φόρων ή η αύξηση των παλαιών θα συνεχίζεται.