Η ιστορία αυτή είναι σαν μία ταινία μικρού μήκους, που προβάλλεται κάθε τόσο στις οθόνες της ελληνικής κοινωνίας, δήθεν ως νέα παραγωγή, προκαλώντας θυμό και απελπισία στους πολίτες. Το θέμα της παραμένει το ίδιο, υπό τον τίτλο «Τρομοκρατία», με το ίδιο σενάριο, που εμφανίζει επί έτη μια πολιτική τάξη να καταγγέλλει με αγανάκτηση ενώπιον της κάμερας «γνωστούς-άγνωστους» τρομοκράτες, οι οποίοι κάθε τόσο επιχειρούν να κλονίσουν τα θεμέλια της Δημοκρατίας.

Εκτός ταινίας, το ίδιο «έργο» παίζεται, επίσης σταθερά επαναλαμβανόμενο: διαφόρων κατηγοριών τρομοκράτες, αναρχικοί, ροπαλοφόροι αντιεξουσιαστές, ανεγκέφαλοι αληταράδες του γαλλικού μοντέλου, casseurs οργιάζουν έως και στο κέντρο της πρωτεύουσας με την ανοχή της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, που, δειλή και δόλια, προσπαθεί να χρεώνει το κακό στην ανεπάρκεια της Αστυνομίας ή και σε κομματικούς αντιπάλους. Σήμερα, η κυβέρνηση της Αριστεράς κατηγορείται, καθόλου άδικα, ότι με τις παιδαριώδεις αριστερίστικες εμμονές της αποθαρρύνει τις «by the book» προβλεπόμενες αστυνομικές επιχειρήσεις και ενθαρρύνει τη δράση κακοποιών κύκλων, οι οποίοι έχουν προκαλέσει μια αφόρητη κατάσταση φόβου και ανασφάλειας στην κοινωνία της πρωτεύουσας και μέσα σε πανεπιστημιακούς χώρους. Επιπλέον, είναι πρωτοφανώς ενισχυμένες οι δράσεις ενός ρωμαλέου ένοπλου υποκόσμου, που εκτελεί έως και «συμβόλαια θανάτου» και μέσα στην Αθήνα και την επαρχία. Φυσικά, η αξιωματική αντιπολίτευση εκφράζει την αγανάκτηση και τον αποτροπιασμό της για όλα αυτά, στον εύκολο ρόλο του αυστηρού κριτή των αδέξια και ανεπαρκώς κυβερνώντων.

Σε αυτό το σκηνικό, όλοι οι παίκτες καλύπτουν την αλήθεια, συσκοτίζουν τα σημαντικά και κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να εξασθενεί η μνήμη των Ελλήνων, που έζησαν και ζουν ως συνειδητοί πολίτες στη χώρα μας από τη δεκαετία του ’70 έως σήμερα. Μπορεί επί ΣΥΡΙΖΑ να έχουν ενισχυθεί οι δράσεις των «μαχητών του δρόμου» και οι συμμορίες των δήθεν «αναρχικών» κακοποιών, αλλά ο κύκλος της βίας άνοιξε στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’70 με την εμφάνιση της «17 Νοέμβρη», οι φονικές βόμβες «αγνώστων» ρίχτηκαν για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’70 (ας θυμηθούμε τα θύματα στον κινηματογράφο «Ελλη», Mάρτιο 1978), ακολούθησε το κάψιμο του Πολυτεχνείου, Oκτώβριο του 1991, από «αγνώστους», μια σειρά δολοφονιών της «17Ν» στο κέντρο της Αθήνας και στη συνέχεια βιαιότητες εντός και εκτός διαδηλώσεων από «γνωστούς-αγνώστους», χωρίς διακοπή, ιδιαιτέρως δε στην περιοχή Πολυτεχνείου-Εξαρχείων. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, οι εν λόγω «άγνωστοι» χρεώνονταν γενικώς και αορίστως (πλην και «κατηγορηματικώς» από ανεπίσημες κομματικές «πηγές» και ορισμένα ΜΜΕ) σε «σκοτεινούς» κύκλους ελληνικών ή ξένων υπηρεσιών. Αλλες φορές θεωρήθηκε ότι παρέχονταν «προστασίες» στους ταραχοποιούς από «αριστερούς» και «ΚΥΠατζίδικους» κύκλους του ΠΑΣΟΚ. Αλλες φορές εκτιμήθηκε ότι οι «γνωστοί-άγνωστοι» ήταν τέκνα της πιο «μαύρης Δεξιάς», πρόσωπα «συγγενικά» δηλαδή της Ν.Δ., ή και προερχόμενοι, αργότερα, από συνεργασίες χρυσαυγιτών με αστυνομικούς.

Αυτή την τεράστια ανωμαλία, αυτό το τρισάθλιο, δυσώδες σκηνικό καμία κυβέρνηση δεν θέλησε να το διαλύσει. Και ουδέποτε σκέφτηκαν τα δημοκρατικά κόμματα ότι είναι εθνική ανάγκη να συνεργαστούν ανοικτά, σε ένα κοινό μέτωπο, για να διαλυθούν τα δηλητηριώδη κέντρα, που επί τόσα χρόνια ταλαιπωρούν και τρομοκρατούν την κοινωνία, εξευτελίζουν και τους πολιτικούς και το κράτος και προκαλούν ποικίλες ζημιές στην Ελληνική Δημοκρατία. Σήμερα, πάλι, πολλοί πολιτικοί ρητορεύουν ενθουσιωδώς περί του θέματος, το οποίο προφανώς θεωρούν πρόσφορο για «παρλάτες». Ομως ομιλούν χωρίς να λέγουν. Η ρητορεία τους αποτελεί υπόδειγμα αερολογίας, αφού κανείς τους δεν θίγει την ουσία των στοιχείων και τη διαχρονική διάσταση του τεράστιου προβλήματος, ούτε διανοείται την περίπτωση μιας διακομματικής συνεργασίας. Ετσι, το εκρηκτικό υλικό έφτασε ανεμπόδιστα μέχρι τα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου και στο κέντρο της Κυψέλης αυτές τις γιορτές.