Η δημογραφική πρόκληση για την Ελλάδα δεν είναι δυστυχώς κάτι καινούργιο, συζητείται έντονα τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν δημιουργηθεί σχετικές κοινοβουλευτικές Επιτροπές, μελετάται από στατιστικολόγους και κοινωνιολόγους, επιδιώκεται να εξηγηθεί και να αντιστραφεί. Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχοντας αντιληφθεί ότι αυτά δεν αρκούν, ανταποκρίθηκε άμεσα, θεσπίζοντας τα τελευταία έξι χρόνια σειρά μέτρων στήριξης της οικογένειας, εργασιακής ευελιξίας για νέους γονείς, εξίσωσης δικαιωμάτων μεταξύ ανδρών και γυναικών στην πράξη, κινητροδότησης των νέων για τεκνοποίηση.

Σε συνδυασμό με την οικονομική ανάκαμψη, την επιστροφή πάνω από 400.000 Ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει κατά τη δεκαετία της κρίσης και την ευρύτερη αποκατάσταση της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, η ελπίδα για ανάκαμψη του πληθυσμού αναπτερώθηκε. Ωστόσο, μέχρι τα μέτρα αυτά να αποδώσουν και να δούμε τα πρώτα απτά αποτελέσματα, ο αριθμός των γεννήσεων εξακολουθεί να φθίνει. Και ένας αδιαμφισβήτητος -και ο πλέον επίπονος- δείκτης είναι η συρρίκνωση του μαθητικού πληθυσμού.

Τα τελευταία χρόνια, τα επίσημα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι μαθητές μας είναι ολοένα και λιγότεροι, γεγονός που αντανακλάται δραματικά και στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Το 2025, οι υποψήφιοι των ΓΕΛ ανήλθαν σε 73.941, μειωμένοι κατά 881 άτομα σε σχέση με πέρυσι. Από τα ΕΠΑΛ οι υποψήφιοι ήταν 14.696, επίσης σημαντικά λιγότεροι.

Αυτή όμως η ελάττωση προφανώς δεν αρχίζει στο λύκειο. Ήδη στην Α’ Δημοτικού η συρρίκνωση είναι δραματική: το 2025 γράφτηκαν 43.800 λιγότεροι μαθητές σε σχέση με το 2010, αντιστοιχώντας σε απώλεια 1.760 σχολικών τάξεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από τις 115.000 εγγραφές το 2010, για το σχολικό έτος 2025-26, κατατέθηκαν 71.181 αιτήσεις, δηλαδή περίπου 43.800 ή 38% λιγότεροι μαθητές σε μόλις 15 χρόνια. Σε ορισμέναρεπορτάζ αναφέρεται ότι μέσα σε 15 χρόνια «χάθηκαν» σχεδόν 45.000 πρωτάκια.Συγχρόνως, πάνω από 760 σχολεία έχουν ήδηαναστείλει τη λειτουργία τους εξαιτίας της μείωσης τουμαθητικού πληθυσμού.

Η υπογεννητικότητα δεν είναι ένα στατιστικό μέγεθος, αλλά ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας. Κάθε χρόνο γεννιούνται όλο και λιγότερα παιδιά: Το 2024 καταγράφηκαν μόλις 68.467 γεννήσεις, ο λιγότερες γεννήσεις από το 2000. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι θάνατοι ανήλθαν σε 126.916. Ο πληθυσμός της χώρας δηλαδή μειώθηκε κατά 58.449 άτομα το 2024, γεγονός που αποτυπώνει τη συνεχιζόμενη τάση αρνητικού φυσικού ισοζυγίου στη χώρα. Η Ελλάδα γερνάει, και τα σχολεία αδειάζουν. Αυτό που διακυβεύεται δεν λύνεται με εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, γιατί είναι πολύ βαθύτερο και άκρως πιο ανησυχητικό: Η χώρα χάνει τη νέα γενιά της.

Η αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας απαιτεί όραμα, συνέπεια και συλλογική ευθύνη. Η συρρίκνωση των υποψηφίων στις Πανελλαδικές είναι άλλο ένα ακόμα ανησυχητικό σημάδι μιας δημογραφικής κρίσης που, αν δεν αντιμετωπιστεί με συνέπεια και μακροπρόθεσμη στρατηγική, θα μετατραπεί σε κοινωνική κρίση.
Τα σημαντικά βήματα της Κυβέρνησης προς αυτή την κατεύθυνση, που περιλαμβάνουν αύξηση του επιδόματος γέννας, στήριξη των βρεφονηπιακών σταθμών, στεγαστικά προγράμματα για νέες οικογένειες, μεταξύ άλλων, δεν αποτελούν πανάκεια, είναι όμως μέτρα ουσιαστικά που αποδεικνύουν ότι η Πολιτεία αφουγκράζεται, κατανοεί και δρα.

Η συζήτηση για το δημογραφικό έχει ανοίξει εδώ και χρόνια. Το ζητούμενο πλέον είναι να την εμβαθύνουμε. Πώς στηρίζουμε τη γυναίκα για καριέρα και οικογένεια χωρίς εμπόδια; Πώς ενισχύουμε περιοχές που ερημώνουν (ύπαιθρος, νησιά, ορεινά χωριά), ώστε να μην υπάρξει κοινωνική διάχυση του πληθυσμού; Πώς χτίζουμε πολιτισμική κουλτούρα που ενθαρρύνει την τεκνοποίηση, όχι μόνο με επιδόματα, αλλά με ασφάλεια, υποστήριξη, κοινωνική συνοχή;

Το μέλλον δεν χαρίζεται, κατακτάται με πίστη, προσπάθεια και ευθύνη. Και αυτό το μέλλον οφείλουμε να το διασφαλίσουμε σήμερα, επενδύοντας στους ανθρώπους του αύριο. Η ενίσχυση της οικογένειας δεν είναι απλώς πολιτική επιλογή, αλλά εθνική αποστολή.

Η Πορφυλένια Κανελλοπούλου είναι δικηγόρος και μέλος Π.Ε. Νέας Δημοκρατίας